Πέμπτη 20 Μαρτίου 2025

Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο ποιητής της σαρκαστικής τρυφερότητας και οι ψευτοδιανοούμενοι

 Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1931 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 11 Αυγούστου 2020. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, με έργο που χαρακτηρίζεται από βαθύ συναισθηματισμό, λιτότητα, ειρωνεία και έντονη αυτοαναφορικότητα. Εκτός από ποιητής, υπήρξε διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, λαογράφος, βιβλιοκριτικός και εκδότης.



Ο Χριστιανόπουλος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η ζωή του ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την πόλη του, την οποία ύμνησε και περιέγραψε με τον δικό του, ιδιαίτερο τρόπο. Εργάστηκε για χρόνια ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και παράλληλα δημιούργησε το λογοτεχνικό περιοδικό "Διαγώνιος", το οποίο λειτούργησε από το 1958 έως το 1983, φιλοξενώντας έργα νέων και καταξιωμένων λογοτεχνών.

Ο Χριστιανόπουλος ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ποιητών και επηρεάστηκε βαθιά από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, χωρίς όμως να τον μιμηθεί. Η ποίησή του είναι αφαιρετική, λιτή και περιεκτική, ενώ διακατέχεται από θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η μοναξιά, η ματαίωση και η εσωτερική αγωνία. Χαρακτηριστικό του έργου του είναι η αντίθεσή του στο κατεστημένο και η αποστροφή του προς τις βραβεύσεις και τις τιμές.


Ανάμεσα στις πιο σημαντικές του ποιητικές συλλογές συγκαταλέγονται:

"Εποχή των ισχνών αγελάδων" (1950) – Η πρώτη του συλλογή, όπου διαφαίνεται η ιδιαίτερη φωνή του και η έμφαση στη λιτότητα και την αμεσότητα του λόγου.

"Ξένα γόνατα" – Έργο γεμάτο μελαγχολία και υπαρξιακή αγωνία.

"Ανυπεράσπιστος καημός" – Συλλογή που εστιάζει στον ανεκπλήρωτο έρωτα και τη μοναξιά.

"Το κορμί και το σαράκι" – Η ερωτική επιθυμία και η ματαίωση της απόλαυσης βρίσκονται στο επίκεντρο.

"Νεκρή πιάτσα" – Περιγράφει την παρακμή και την απογοήτευση μιας κοινωνίας που τον περιθωριοποιεί.


Αποσπάσματα που αγαπάμε :


"Εκείνοι που μας παίδεψαν"


Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,

ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;

Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,

ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια

καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,

ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...


"Έρωτας"


Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –

ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.

Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.

Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,

φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,

συσκότιση παραπόνου,

παρηγοριὰ σπασμῶν.

Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,

ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.


"Ενός λεπτού σιγή"


"Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας

κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,

έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,

ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,

έστω και μία φορά;

Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή

για τους απεγνωσμένους;"


Ο ποιητής ενάντια στις τιμητικές διακρίσεις


Ο Χριστιανόπουλος υπήρξε ένας λογοτέχνης με έντονη προσωπικότητα και απέφυγε τις βραβεύσεις, τις τιμές και την κοινωνική καταξίωση. Χαρακτηριστική είναι η άρνησή του να αποδεχτεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων το 2011, δηλώνοντας: «Εγώ δεν θέλω βραβεία και τιμητικές διακρίσεις. Δεν θέλω να εξαγοράζομαι.»


Χαρακτηριστικό της στάσης του ήταν και το κείμενο του για τους "ψευτοδιανοούμενους":

"ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι` αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονται σ` όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τούς κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδων της εποχής τους, γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση.


ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ, ΟΤΑΝ ΛΕΓΑΜΕ «ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων», νιώθαμε κάτι σαν δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήτανε άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι.




ΣΕ ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΟΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΕΣ είναι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ κατά βάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά.


ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟΚΑΛΟΥΜΕ γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξειςκαι από λέξεις παρμένες από διάφορες επιστήμες, λ.χ. «η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας». Μ` ένα τέτοιο κουρκούτι στο τέλος δεν βγάζουν νόημα ούτε αυτοί, ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη «δομή» που αναφέρεται στον χώρο, ενώ η λέξη «διαδικασία» αναφέρεται στον χρόνο. Τι θα λέγατε όμως αν ξαφνικά διαβάζατε «δομικές διαδικασίες» ή «διαδικαστικές δομές»;


ΡΩΤΗΘΗΚΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις, όταν στην καθεμία το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα λέγατε αν αυτή η φράση γινόταν ολόκληρη πρόταση; Διαβάστε λοιπόν: «Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στον χώρο του μεταμοντέρνου…». Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ` αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο «μεταμοντέρνο»; Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στον χώρο του «μεταμοντέρνου», εάν λειτουργήσουν ή δεν λειτουργήσουν οι «δομικές διαδικασίες»;


ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ και γι` αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και σκεφτείτε ότι σαν κι αυτή τη φράση υπάρχουν χιλιάδες, που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: Πρώτον ότι δεν γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (κάποιος έγραφε τη λέξη «ενδιαίτημα» και εννούσε «ένδυμα»!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις και τρίτον, δεν έχουν χωνέψει καλά αυτό που λένε. Χώρια που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται.

ΒΕΒΑΙΑ ΤΟ ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΩΤΑ στο μυαλό. Πάντως μ` αυτά και μ` αυτά, καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους, ενώ συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΝΑΡΩΤΗΘΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ, ότι αφού αποδεχόμαστε την ερμητική γραφή ορισμένων ποιητών, γιατί να μην αποδεχτούμε και τον δυσνόητο τρόπο γραφής των κουλτουριάρηδων; Από μία άποψη, κι ο ποιητής θα έπρεπε, οποιαδήποτε τεχνοτροπία κι αν ακολουθεί, να γράφει κατά τρόπο κατανοητό, για να μπορεί ο αναγνώστης να τον καταλαβαίνει. Γιατί, τι να την κάνουμε την οποιαδήποτε ποίηση, όταν έχει κοπεί η γέφυρα της επικοινωνίας; Τι να τα κάνουμε τα ερμητικά ποιήματα, όταν δεν τα καταλαβαίνει κανείς; Κι αφού δεν μας λένε τίποτε, πώς είναι δυνατόν να μας συγκινήσουν;

ΒΕΒΑΙΑ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ ΟΤΙ γράφει για να εκφράσει τον εαυτό του, αν και πάλι θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας ποιητής που εκφράζεται ερήμην του αναγνώστη, τι σόι ποιητής είναι; Και αν ο σουρεαλισμός στην πρώτη φράση το παραξήλωσε, τι να πούμε για τους σημερινούς σουρεαλιστές της αρπακόλλας, που γράφουν ό,τι τους κατέβει; Πάντως ο στοχαστής, επειδή δεν έχει καν τη δικαιολογία της έμπνευσης κι επειδή ο στόχος του είναι η συζήτηση με τον αναγνώστη, δεν θα έπρεπε να είναι ακαταλόγιστος σαν τους μοντέρνους ποιητές.

ΚΑΠΟΙΟΙ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΕΤΣΙ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΤΑΙ η γλώσσα μας, ενώ η απλότητα και η σαφήνεια διατηρούν τη γλώσσα στάσιμη. Αν όμως ο εμπλουτισμός της γλώσσας γίνεται αιτία για να θριαμβεύσει η ακατανοησία, μήπως θα έπρεπε να προτιμήσουμε κάποιες φυλές της Αφρικής που συνεννοούνται μόνο με τριακόσιες λέξεις;

Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΑΥΤΟΥ οφείλεται όχι μόνο στην ημιμάθεια των περισσότερων κουλτουριάρηδων αλλά και στον εγωισμό τους.Δεν θα μπορέσουν ποτέ οι άνθρωποι αυτοί να ακούνε περισσότερο απ` όσο μιλάνε, να σκέφτονται περισσότερο απ` όσο γράφουν, και να περνούν κάθε πληροφορία από το κόσκινο της κρίσης.


ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ ΑΥΤΟ, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑΠΕΙΝΟΣ, να μη νομίζει πως αυτός τα ξέρει όλα και κανείς άλλος. Να μη λέει διαρκώς «εγώ νομίζω», «εγώ πιστεύω», «έχω τη γνώμη» και τα συναφή. Μέσα σ` αυτό το βραχυκύκλωμα ημιμάθειας και εγωισμού, χωρούνε αριστεροί και δεξιοί, εφημερίδες και τηλεόραση, και ορθόδοξοι και νεο-ορθόδοξοι.

Κληρονομιά και Επίδραση

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος άφησε πίσω του ένα πλούσιο έργο που εξακολουθεί να διαβάζεται και να μελετάται. Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από μεγάλους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και ο Διονύσης Σαββόπουλος, διατηρώντας ζωντανή την επίδρασή του στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα.

Η φωνή του Χριστιανόπουλου παραμένει δυνατή και επίκαιρη, υπενθυμίζοντάς μας τη δύναμη της αυθεντικότητας, της απλότητας και της ανθρώπινης ευαισθησίας στη λογοτεχνία.

Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ένας "αιρετικός" ποιητής, που δεν δίσταζε να εκφράσει τη γνώμη του χωρίς φίλτρα και συμβιβασμούς. Η ποίησή του συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει, με το ατόφιο, ειλικρινές και βαθιά ανθρώπινο ύφος της.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου