Σύμφωνα με το μπλογκ της Τζένιας Καββαδία, αδερφής του ποιητή το 1933 η οικογένεια μετακόμισε από τον Πειραιά στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Κυψέλη, στην οδό Αγ. Μελετίου 10. Εκεί τους βρήκε ο πόλεμος. Πήρε μέρος στον Αλβανικό και γύρισε τελευταίος και ταλαιπωρημένος από το μέτωπο, τρώγοντας ότι του έδιναν οι νοικοκυρές στα γύρω χωριά.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, έμεινε στην Αθήνα και συμμετείχε στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του Κ.Κ.Ε. Εκεί όπου οι Έλληνες από τη μία μεριά και οι Γερμανοί Ταγματασφαλίτες έπαιζαν το παιχνίδι της γάτας με τα ποντίκια. Τότε που γέμισαν τα Χαϊδάρια και οι Καισαριανές και δεν ήξερες αν το βράδυ θα κοιμηθείς σπίτι σου ή στην Ασφάλεια της οδού Μέρλιν.
Μετά την αποχώρηση του Στρατού Κατοχής μπαρκάρισε υπό περιοριστικούς όρους και ταξίδεψε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του ως ασυρματιστής μέχρι το θάνατο του στις 10 Φεβρουαρίου 1975.
Οι περισσότερες από τις ποιητικές του συλλογές αναφέρονται στη θάλασσα και τους ναυτικούς, με το έργο του να χαρακτηρίζεται από έντονη ατμόσφαιρα και ρομαντισμό, καθώς και από τη χρήση του καθημερινού λόγου.
Ο Καββαδίας υπηρέτησε ως ναυτικός για πολλά χρόνια και αυτή η εμπειρία επηρέασε βαθιά το έργο του. Στη γραφή του συνδυάζονται εικόνες της θάλασσας, της περιπέτειας, της μοναξιάς και της απόλυτης ελευθερίας που προσφέρει η ζωή των ναυτικών. Ορισμένα από τα πιο γνωστά έργα του είναι οι ποιητικές συλλογές "Μαραμπού" (1933) και "Ποίηση" (1948), "Τραβέρσο"(1975).
Η ποιητική του γλώσσα είναι λιτή, γεμάτη συναισθηματική ένταση, και συχνά ασχολείται με θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης και της μοίρας, συνδυάζοντας τον έρωτα με τη θάλασσα και την περιπλάνηση.
Την πρώτη μουσική προσέγγιση στο έργο του μεγάλου ποιητή πραγματοποίησε ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος ενώ εμβληματικό είναι και το ποίημα "Φάτα Μοργκάνα" που ερμήνευσε η Μαρίζα Κωχ.
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινόστάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σουσε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρίχτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Η μουσική σύνδεση με το έργο του, μέσω τραγουδιών όπως το "Μαραμπού" και το "Αχ, μανούλα", τον καθιστούν επίσης σπουδαία προσωπικότητα στην ελληνική μουσική παράδοση.
Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνικής ναυτικής λογοτεχνίας και παραμένει μια εμβληματική μορφή της ελληνικής γραμματείας.
Με δικά του λόγια:
- Το «ευχαριστώ» είναι πρόστυχη πληρωμή. Όταν δυο άνθρωποι ζούνε ο ένας με την ανάσα του άλλου, δεν χωράει πληρωμή.
- Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
- σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού…
- Ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;
- Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
- Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου