Είναι πολύ νωρίς για μένα, αλλά καλύτερα να ωριμάσουμε (ΚΙ ΑΛΛΟ).
Όταν ξεκίνησα να βλέπω τα "Φιλαράκια" ήμουν παιδάκι. Οπότε στο μυαλό μου, έβλεπα "ΜΕΓΑΛΟΥΣ". Είμαι από τους φανατικούς της σειράς. Τρώγαμε Κυριακή μεσημέρι στη γιαγιά; Θα έτρεχα να βάλω "Φιλαράκια". Έχω ακυρώσει έξοδο ξέρω 'γω στα Village που πηγαίναμε 15 για να δω "Φιλαράκια" (στο original run -για μένα-).
Όσο μεγάλωνα, μου άρεσε ακόμα περισσότερο αντί να το απομυθοποιώ. Δε με κάλυπτε το STAR και δεν είχα πετύχει ποτέ σωστά την 1η σεζόν και τον πιλότο. Τα νοίκιασα σε DVD. Και μετά προχώρησα και στις υπόλοιπες. Μετά το original run του φινάλε, τα ξαναείδα όλα. Τα είδα τόσες φορές που πίστευα δε θα πατήσω το play στο Netflix. Αλλά... το έκανα.
Με "χτύπησε" όταν ήμουν 26 και σεναριακά (αλλά νομίζω δεν είχε μεγάλη απόκλιση και η πραγματικότητα) ο Τσάντλερ ήταν 29. Στη σκηνή που δεν αντέχουν τα κλαμπάκια και τα ξενύχτια. Συνειδητοποίησα ότι αυτός ο άνθρωπος, ήταν μόλις 29 ετών. Στην 4η σεζόν. Στην 1η σεζόν δηλαδή ήταν 26. Μπορούσα πια να δω τον εαυτό μου και τον περίγυρό μου. Όχι "μεγάλους". Οπότε έβαλα -ξανά- (αυτή η λέξη χάνει κάθε νόημα στη συγκεκριμένη σειρά) τη 1η σεζόν. Ένας 26χρονος ανάμεσα σε 26χρονους.
Οι διαφορές ήταν χαοτικές. Χαοτικές. Πραγματικά τα Φιλαράκια είναι ένα fiction που δείχνει την κατασκευή των τελευταίων ημερών (δεν το ξέραμε) της πλαστής ευημερίας. Δεν είχα σπίτι δικό μου. Δεν είχα δουλειά που προσέφερε κανονικότητα ακόμα και να τη μισούσα. Δεν είχα τη δαπάνη που είχαν. Και έτσι άρχισα πραγματικά να προσέχω πολιτισμικά τη σειρά, πέρα από το συναισθηματικό επίπεδο σχεσιακοτήτων και των αστείων.
Μπορεί ο Τζόυ, η Φοίβη και η Ρέιτσελ να ήταν αρχικά τα "φτωχά" παιδιά της σειράς, και μόνον οι δύο πρώτοι χωρίς κανένα προστατευτικό πλαίσιο, μπορεί και η Μόνικα να έφαγε έναν τόνο σκατά σεξισμού και δουλειές υποδεέστερες για εκείνη, ο Ρος ακόμα να πέρασε φάση "διανοουμενούλης χωρίς τρελούς πόρους, σφιχτός για να βγει" και κάπου όλοι να πέρασαν φάση απόλυσης και ανεργίας. Και μπορεί η Φοίβη να ήταν αυτή που πέρασε παιδικά τραύματα, φυγή και ανεστιότητα, αλλά ήταν ο Τσάντλερ ο σκλάβος.
Ο πιο παγιδευμένος, ο φαινομενικά κανονικός, αυτός που τα έβγαζε πέρα, μπορεί να φαινόταν ακόμα και "snob" ταξικά, αλλά τα είχε κάνει σκατά, και ζούσε μόνο μέσα από ψεύδη. Γιατί τουλάχιστον η Φοίβη ήξερε ότι πέρασε από την κόλαση, και τουλάχιστον ο Τζόυ, πάντα αγαπούσε αυτό που έκανε. Ας μην ήταν ένα "κάλεσμα" τέλειο όπου σε καλεί και το καλείς. Ατάλαντος, ξεαντάλατος, έδινε αγάπη και έπαιρνε αγάπη. Το ζούσε. Εξάλλου γι' αυτό τον τροφοδοτούσε ο Τσάντλερ.
Ο Τσάντλερ ήταν ο μόνος όμως που δεν αγαπούσε τη δουλειά του, που στ' αλήθεια δεν είχε support αλλά ήταν αποκρυμμένο, και που έπαιζε μια ζωή ενήλικα, ενώ μέσα του ήταν ένα διαλυμένο τρομαγμένο παιδί.
Είναι αφόρητο, στη σημερινή εποχή, να το συνειδητοποιείς. Ότι όταν αυτός ο άνθρωπος απαντάει στο "Η Μόνικα μού έσπασε τη λάμπα μου", "Τέλεια. Εγώ θα πεθάνω μόνος μου", ήταν σεναριακά 27. Ήταν 27 χρονών.
Αν κάτσει κάτω κανείς και μαζέψει όλες τις σκοτεινές ατάκες του Τσάντλερ, το βαρύ πράγμα που κουβαλάει, από την αναζήτηση του πώς να είναι άντρας, πώς να είναι περισσότερο άντρας, γιατί είναι ο άντρας που είναι, μέχρι το ότι συντηρούμαι αλλά σιχαίνομαι την εργασία μου και δεν μπορώ να το διανοηθώ ότι θα το πάω έτσι μέχρι τα 60, και ω τι ζωή θα ζήσω, δε θα με θελήσει ποτέ κανείς βαθιά, θα φύγω μόνος μου, είναι διάολε, 27, 28, 29 και 30 ετών.
Με άλλα λόγια, είναι το πραγματικό μαύρο πρόβατο της Gen X στη σειρά. Είναι αυτός που του δόθηκε η ευκαιρία της εποχής, το πλαίσιο της εποχής, το πήρε, ξέρει να το λειτουργεί, μπορεί και προσαρμόζεται, το έζησε, αλλά του τρώει τα σωθικά. Και το πετάει. Δεν τον απολύουν, παραιτείται. Στην ίδια τη διαβεβαιωτική κατασκευή που είναι τα Φιλαράκια, ο Τσάντλερ είναι η αβεβαιότητά της. Είναι η αντίθεση. Είναι όλοι ευτυχισμένοι εκτός από εκείνον. Καταβάλεται από φόβο, άρνηση και σαρκάζει το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο, την ίδια τη σειρά, την εποχή του και τον εαυτό του. Συνθέτει μετα-λόγο για το γιατί σαρκάζει. Φανερώνεται προοδευτικά και ασταμάτητα ως απείθαρχος.
Αυτό που τότε ήταν το μαύρο πρόβατο της Gen X, σήμερα, είναι ο Κανών των Millennials. Και παρόλο που σχεδόν ΚΑΝΕΙΣ ΜΑΣ, δε βίωσε την τέλεια έστω παροδικά προσαρμογή στο σύστημα, οι Millennials με τον Τσάντλερ ταυτίζονται. Γιατί ο καλλιτέχνης Τζόυ είναι αρχέτυπο και είναι η αιώνια ζωή του καλλιτέχνη, και η Φοίβη είναι επίσης αρχέτυπο των τρωτοτήτων φτωχή και γυναίκα με boho γονείς (που όμως το ανατρέπει και επιβιώνει).
Φυσικά όλα σώζονται και ο Τσάντλερ -ως Τσάντλερ- ευτυχεί. Ναι, εξαιτίας των φίλων. Αυτοί είναι η ανάσα του. Αυτό στα 90s ήταν ένα μέγα ψεύδος για τους Gen Xers που -δεν- είχαν φίλους κι αν ναι, όχι με τους όρους της σειράς (σε καμία περίπτωση, ακόμη και στην ίδια τη fiction για τη γενιά αυτή, τα Φιλαράκια είναι η εξαίρεση εξ ου και η επιτυχία, αν δούμε την κινηματογραφική παραγωγή αλλά και τη λογοτεχνική της εποχής, συμβαίνει το αντίθετο). Και τώρα είναι αναγκαιότητα. Όμως συχνά γίνεται καταπιεστικό. Και επίσης πλέον οι φίλοι μας μπορούν να μας στηρίζουν μόνο ψυχικά. Και ίσως είναι πολύ μεγάλο αυτό, αλλά μας πληγώνει. Μας πληγώνει που δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τους φίλους μας και που δεν έχουμε ούτε -έναν- στην παρέα, σε κάθε παρέα, που να έχει γευτεί μια δόση "κανονικότητας".
Νομίζω σε αυτό το σημείο των ζωών μας, θα την πετούσαμε πίσω και να μας τη δίνανε, είναι πια πολύ αργά, μάθαμε καταρχάς να την απορρίπτουμε όπως μας απέρριψε κι εκείνη. Όμως το θέμα είναι ότι δεν την απορρίψαμε με τους όρους του '60, ούτε καν του '90. Δεν κατατέθηκε στο τραπέζι από το τωρινό σύστημα, epoch, πνεύμα του καιρού, από το κεφάλαιο. Δεν είναι πια στο κοινωνικό συμβόλαιο.
Ξέρουμε τις περιπέτειες του Μάθιου, και έχουν πολλά στοιχεία και από του Τσάντλερ (το αντίθετο προφανώς και ισχύει), ξέρουμε πια και τα νήματα για το τι έκανε η φαρμακοβιομηχανία στις Η.Π.Α. Και ξέρουμε και από τον ίδιο και από τη Τζούλια Ρόμπερτς ότι ο άνθρωπος αυτός κατέστρεφε σχέσεις γιατί θεωρούσε εαυτόν αναξιαγάπητο. Ένας αντι-Οβίδιος. Μέσα μου, το γνωρίζω, και ας μην το γνωρίζω, ότι σε ένα άλλο πλαίσιο, ο Μάθιου θα είχε φίλους και θα αγαπιόταν. Και ο Τσάντλερ σε ένα άλλο πεθαίνει όντως μόνος του.
Όμως όσο κι αν ταυτιζόμαστε, είμαστε τα Φιλαράκια ο ένας της άλλης, για να σώσουμε όσες περισσότερες Φοίβες μπορούμε, και τους εαυτούς μας. Και ως Τσάντλερ, δε θα υπάρξουμε πια ποτέ, είναι πολύ αργά, περάσαμε τα 26. Θέλουμε όμως ο Τσάντλερ να ξαναϋπάρξει ως υπόσταση. Στους επόμενους. Ο απελεύθερος σκλάβος.
Eίμαστε απελπισμένοι, αλλόκοτοι και απεγνωσμένοι γι' αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου