Συνέντευξη στην Κάλλια Βαβουλιώτη
Διαβάζω τα γραπτά της πριν πάρουν σάρκα και οστά με μυρωδιά και υφή χαρτιού, έχω ξεχωρίσει την φρέσκια ματιά της , την ελευθερία με την οποία χειρίζεται τις λέξεις - πράγμα καθόλου εύκολο αν με ρωτάτε ακόμα και για νέους ποιητές που συνήθως μέσα τους η εγκράτεια τους και η ανασφάλεια που προκαλεί η έκθεση των λέξεων συχνά τους κρατά πίσω από την ουσιαστική έκφραση. Έχω αγαπήσει τις εικόνες που οικοδομεί μέσα στα ποιήματα της, την σπιρτόζικη ειρωνία και τον ρομαντισμό που έρχεται σε δόσεις να ολοκληρώσει όλα όσα έχει η Έλενα Κτενοπούλου να πει. Με αφορμή την πρώτη της ποιητική συλλογή "Αυτά που έριξα στο μπλε" από τις εκδόσεις Ιωλκός, αποφασίσασμε να την γνωρίσουμε καλύτερα.
Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να το ορίσω γιατί δεν ξεκίνησα συνειδητά. Άρχισα να γράφω παραμύθια όταν ήμουν 8 χρονών, στη δευτέρα δημοτικού. Δηλαδή, αμέσως μόλις έμαθα πως να φτιάχνω προτάσεις. Πριν απ’ αυτό, δημιουργούσα ιστορίες με εικόνες.
Ήταν κάτι που έκανα μέσα στη μέρα μου, το οποίο δεν είχε ορισμένο χρόνο ή αρχη-μέση-τέλος. Μπορεί να ξεκινούσε από μία σημείωση και να κατέληγε θεατρικό έργο ή να ξεκινούσε από μία σημείωση και να κατέληγε στα σκουπίδια. Για αυτό έχω πειραματιστεί και με πολλά είδη γραφής.
Το μόνο που μπορώ να ορίσω πότε άλλαξε μέσα στα χρόνια ήταν το πότε μου γεννήθηκε η ανάγκη να μοιραστώ αυτά που έγραφα.
Γιατί ποίηση και όχι πεζογραφία;
Δεν είναι ότι δεν γράφω πεζά κείμενα, απλά έτυχε η περίοδος κατά την οποία αισθάνθηκα έτοιμη να τα μοιραστώ αυτά που γράφω, να είναι περίοδος ποίησης για μένα. Έτσι προέκυψε μια ποιητική συλλογή, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι κλείνω την πόρτα σε άλλα είδη γραπτού λόγου.
Η ποίηση έχει ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά που ταίριαζαν, ίσως, καλύτερα σε αυτό που ήθελα να εκφράσω τη δεδομένη στιγμή. Ένα ποίημα μπορεί να είναι σαν ένα πυροτέχνημα: σου παίρνει δύο λεπτά να το διαβάσεις αλλά σε καθηλώνει. Έχει ενδεχομένως μικρή έκταση αλλά χωράει χίλια νοήματα. Κρατάει λίγο αλλά φέρει μέσα του πάρα πολλά. Και μέσα σε όλη αυτή την έλλειψη κανόνων της σύγχρονης γραφής, τελικά, επιτρέπει κάπως τη δημιουργία ενός δικού σου κόσμου, δικών σου κανόνων.
Η ποίηση στο μυαλό μου είναι μία φωτογραφία αυτού που δεν μπορεί ποτέ να φωτογραφηθεί, ενός συναισθήματος, που φυσικά διαρκεί μόνο μία στιγμή. Δηλαδή, σαν μία προσπάθεια να το κρατήσεις αυτούσιο, να το αποτυπώσεις κάπου. Τα ποιήματα είναι σαν μνημεία στιγμών, όχι όμως όπως αυτές μοιάζουν στα μάτια μας. Όχι μια αποτύπωση στιγμής εξωτερικά, αλλά εσωτερικά.
Δεν είναι ότι δεν γράφω πεζά κείμενα, απλά έτυχε η περίοδος κατά την οποία αισθάνθηκα έτοιμη να τα μοιραστώ αυτά που γράφω, να είναι περίοδος ποίησης για μένα. Έτσι προέκυψε μια ποιητική συλλογή, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι κλείνω την πόρτα σε άλλα είδη γραπτού λόγου.
Η ποίηση έχει ιδιαιτερότητες και χαρακτηριστικά που ταίριαζαν, ίσως, καλύτερα σε αυτό που ήθελα να εκφράσω τη δεδομένη στιγμή. Ένα ποίημα μπορεί να είναι σαν ένα πυροτέχνημα: σου παίρνει δύο λεπτά να το διαβάσεις αλλά σε καθηλώνει. Έχει ενδεχομένως μικρή έκταση αλλά χωράει χίλια νοήματα. Κρατάει λίγο αλλά φέρει μέσα του πάρα πολλά. Και μέσα σε όλη αυτή την έλλειψη κανόνων της σύγχρονης γραφής, τελικά, επιτρέπει κάπως τη δημιουργία ενός δικού σου κόσμου, δικών σου κανόνων.
Η ποίηση στο μυαλό μου είναι μία φωτογραφία αυτού που δεν μπορεί ποτέ να φωτογραφηθεί, ενός συναισθήματος, που φυσικά διαρκεί μόνο μία στιγμή. Δηλαδή, σαν μία προσπάθεια να το κρατήσεις αυτούσιο, να το αποτυπώσεις κάπου. Τα ποιήματα είναι σαν μνημεία στιγμών, όχι όμως όπως αυτές μοιάζουν στα μάτια μας. Όχι μια αποτύπωση στιγμής εξωτερικά, αλλά εσωτερικά.
Ο ποιητής γεννιέται ή γίνεται;
Δεν ξέρω. Η γραφή είναι κάτι πολύ προσωπικό και ο καθένας έχει σίγουρα το δικό του ταξίδι.
Υποθέτω πως γεννιέσαι με την ανάγκη να γράφεις, άσχετα αν αυτό θα καταλήξει στην έκδοση ή σε συρτάρια γεμάτα τετράδια. Οπότε, ναι, σε ένα βαθμό «γεννιέσαι». Θεωρώ πως δεν μπορείς να γράψεις αν δεν ζητάει κάτι μέσα σου να γραφτεί. Θα είναι μάλλον μια βαρετή και ανούσια διαδικασία. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να το φανταστώ.
Η δικιά μου εμπειρία είναι πως όταν θέλω να γράψω, οι λέξεις ξεχειλίζουν, δεν το σκέφτομαι και δεν το επιλέγω. Φυσικά, μετά επιστρέφω στα γραπτά και τα βλέπω με πιο καθαρό και όσο γίνεται αντικειμενικό μάτι αλλά αυτό είναι μια άλλη διαδικασία σε δεύτερο χρόνο.
Το να γίνεις καλύτερος, να βρεις το ύφος σου και τη φωνή σου, γίνεται και σίγουρα δε γίνεται μόνο του. Θέλει δουλειά, διάβασμα, γράψιμο, σβήσιμο, αυτοκριτική και αυτοαποδοχή. Είναι ένα ταξίδι.
Δεν ξέρω. Η γραφή είναι κάτι πολύ προσωπικό και ο καθένας έχει σίγουρα το δικό του ταξίδι.
Υποθέτω πως γεννιέσαι με την ανάγκη να γράφεις, άσχετα αν αυτό θα καταλήξει στην έκδοση ή σε συρτάρια γεμάτα τετράδια. Οπότε, ναι, σε ένα βαθμό «γεννιέσαι». Θεωρώ πως δεν μπορείς να γράψεις αν δεν ζητάει κάτι μέσα σου να γραφτεί. Θα είναι μάλλον μια βαρετή και ανούσια διαδικασία. Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να το φανταστώ.
Η δικιά μου εμπειρία είναι πως όταν θέλω να γράψω, οι λέξεις ξεχειλίζουν, δεν το σκέφτομαι και δεν το επιλέγω. Φυσικά, μετά επιστρέφω στα γραπτά και τα βλέπω με πιο καθαρό και όσο γίνεται αντικειμενικό μάτι αλλά αυτό είναι μια άλλη διαδικασία σε δεύτερο χρόνο.
Το να γίνεις καλύτερος, να βρεις το ύφος σου και τη φωνή σου, γίνεται και σίγουρα δε γίνεται μόνο του. Θέλει δουλειά, διάβασμα, γράψιμο, σβήσιμο, αυτοκριτική και αυτοαποδοχή. Είναι ένα ταξίδι.
Γιατί γράφετε;
Γιατί δεν ξέρω πώς να μη γράφω. Μάλλον θα έσκαγα.
Η γραφή αποτελεί δομικό στοιχείο της καθημερινότητας μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Δεν σπούδασα υποκριτική στο Central αλλά Δραματοθεραπεία (Drama and Movement Therapy). Έκανα πολλά σεμινάρια υποκριτικής εκεί αλλά δεν ήταν οι κύριες σπουδές μου. Δε νομίζω ότι τίθεται θέμα σύγκρισης μέσα μου. Από την άλλη όμως, δεν νομίζω πως υπάρχει και ανάγκη επιλογής ανάμεσα σε δύο τέχνες ακόμα κι αν εγώ έχω επιλέξει τη μία, που είναι η ποίηση σε αυτή την περίπτωση. Όταν έχεις πράγματα να εκφράσεις, αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους.
Γενικά, δυσκολεύομαι πολύ να περιορίσω τον εαυτό μου στο εύρος μιας ταμπέλας. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω και εκτιμώ δεν κάνουν μόνο ένα πράγμα, είναι ανήσυχα πνεύματα που αναζητούν το δρόμο τους και περνούν από χίλια μονοπάτια. Μπορεί να φοβούνται αλλά δοκιμάζουν. Καμιά φορά τα χόμπι μας είναι πιο αντιπροσωπευτικά του ποιοι είμαστε σε σχέση με το επάγγελμά μας.
Γιατί δεν ξέρω πώς να μη γράφω. Μάλλον θα έσκαγα.
Η γραφή αποτελεί δομικό στοιχείο της καθημερινότητας μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
Δεν σπούδασα υποκριτική στο Central αλλά Δραματοθεραπεία (Drama and Movement Therapy). Έκανα πολλά σεμινάρια υποκριτικής εκεί αλλά δεν ήταν οι κύριες σπουδές μου. Δε νομίζω ότι τίθεται θέμα σύγκρισης μέσα μου. Από την άλλη όμως, δεν νομίζω πως υπάρχει και ανάγκη επιλογής ανάμεσα σε δύο τέχνες ακόμα κι αν εγώ έχω επιλέξει τη μία, που είναι η ποίηση σε αυτή την περίπτωση. Όταν έχεις πράγματα να εκφράσεις, αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους.
Γενικά, δυσκολεύομαι πολύ να περιορίσω τον εαυτό μου στο εύρος μιας ταμπέλας. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω και εκτιμώ δεν κάνουν μόνο ένα πράγμα, είναι ανήσυχα πνεύματα που αναζητούν το δρόμο τους και περνούν από χίλια μονοπάτια. Μπορεί να φοβούνται αλλά δοκιμάζουν. Καμιά φορά τα χόμπι μας είναι πιο αντιπροσωπευτικά του ποιοι είμαστε σε σχέση με το επάγγελμά μας.
Γιατί «αυτά που έριξα στο μπλε» και όχι κάποιο άλλο χρώμα;
Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα πώς να ονομάσω τη συλλογή. Οπότε στράφηκα στα ίδια τα ποιήματα για την απάντηση. Υπάρχει ένα ποίημα στη συλλογή που λέει:
Έριξα στο μπλε όσα δε σου ‘πα
κι έβαψα τον ουρανό που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει απ’ τη σιωπή.
Αν κοιτάξεις πάνω
μπορεί και να τ’ ακούσεις.
Αυτό μου έδωσε τον τίτλο.
Ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα πώς να ονομάσω τη συλλογή. Οπότε στράφηκα στα ίδια τα ποιήματα για την απάντηση. Υπάρχει ένα ποίημα στη συλλογή που λέει:
Έριξα στο μπλε όσα δε σου ‘πα
κι έβαψα τον ουρανό που είχε αρχίσει να ξεθωριάζει απ’ τη σιωπή.
Αν κοιτάξεις πάνω
μπορεί και να τ’ ακούσεις.
Αυτό μου έδωσε τον τίτλο.
Πιστεύετε ότι η ποίηση για να είναι αξιόλογη πρέπει να είναι και βιωματική;
Νομίζω ότι δεν γίνεται η ποίηση να μην είναι βιωματική.
Μπορεί για παράδειγμα, να γράψω ένα ποίημα για τον θάνατο εξαιτίας του φόβου του θανάτου που αισθάνομαι. Μπορεί να μην υπάρχει ο θάνατος σαν βίωμα όμως η υπάρχει σαν βίωμα ο φόβος του.
Ακόμα και αν γράψω ένα ποίημα αφορμόμενη από κάτι που συμβαίνει σε έναν άλλο άνθρωπο και πάλι υπάρχει βίωμα εφόσον αυτό το θέμα με απασχολεί. Είμαι φυσικά καταδικασμένη σε αυτή την περίπτωση πάντα να γράφω το ποίημα από τη δική μου σκοπιά και ποτέ να μην καταφέρω να αποτυπώσω ακριβώς την οπτική του ανθρώπου που βρίσκεται μέσα στην κατάσταση αλλά αυτό δεν μειώνει, κατά τη γνώμη μου, με κανένα τρόπο το λογοτεχνικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει.
Δεν νομίζω ότι κάποιος θα πιάσει να γράψει ένα ποίημα για ένα θέμα που δεν τον αγγίζει με κανένα τρόπο και δεν απασχολεί τη σκέψη του ακόμα και αν αυτό είναι έμμεσα. Γιατί να το κάνει;
Όσο κι αν τα ποιήματα ακούγονται σαν να έχουν συγκεκριμένη απεύθυνση, στην πραγματικότητα δεν έχουν, τουλάχιστον με τη στενή έννοια. Αυτό που εννοώ είναι πως ένα ποίημα είναι ένα ποίημα και όχι ένα γράμμα που γράφεται με σκοπό να διαβαστεί από ένα συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια παρόλο που μπορεί να αφορμάται από ένα συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια. Το ποιητικό αντικείμενο δηλαδή, όπως το ορίζετε, είναι περισσότερο η αφετηρία παρά ο προορισμός του ποιήματος, αφού η ποίηση δεν αποτελεί ένα διάλογο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα αλλά έναν εσωτερικό διάλογο ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες πλευρές του εαυτού.
Αυτό το συνειδητοποιώ κι εγώ καθώς σας απαντώ στην ερώτηση διότι το μόνο πράγμα που πραγματικά ήταν άκαμπτο κατά την περίοδο της συγγραφής των περισσότερων από τα ποιήματα, ήμουν εγώ. Άρα ίσως, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως όσο πανανθρώπινα και αν είναι τα θέματα της ποίησης γενικότερα, όσες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις κι αν παίρνουν, είναι πάντα μία εσωτερική μάχη στο μυαλό ενός ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του.
Ακόμη και αν πάρουμε ως παράδειγμα ποιήματα με αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, ακόμα και τότε, που φυσικά μπορούμε να εντοπίσουμε μια απεύθυνση στο κοινωνικό σύνολο, αυτή δεν θα υπήρχε αν ένα κομμάτι του εαυτού του ποιητή δεν εναντιωνόταν σε ένα άλλο κομμάτι το οποίο καλείται να υποταχθεί σε ένα σύστημα που δεν του ταιριάζει. Είναι ακριβώς αυτή η ενδότερη σύγκρουση που αγγίζει τον αναγνώστη τόσο πολύ, που τελικά καταλήγει να γίνει όντως ένα πολιτικό σύμβολο.
Δεν θα έλεγα ακριβώς πως το ποιητικό υποκείμενο και το ποιητικό αντικείμενο, όπως ορίζονται εδώ, ταυτίζονται. Θα έλεγα όμως πως ακόμα και το ποιητικό αντικείμενο, αναγκαστικά ιδωμένο μέσα από τα μάτια του ποιητή, άρα υποκειμενικά δοσμένο μέσα στο ποίημα, είναι μέχρι ένα σημείο μια άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Νομίζω ότι δεν γίνεται η ποίηση να μην είναι βιωματική.
Μπορεί για παράδειγμα, να γράψω ένα ποίημα για τον θάνατο εξαιτίας του φόβου του θανάτου που αισθάνομαι. Μπορεί να μην υπάρχει ο θάνατος σαν βίωμα όμως η υπάρχει σαν βίωμα ο φόβος του.
Ακόμα και αν γράψω ένα ποίημα αφορμόμενη από κάτι που συμβαίνει σε έναν άλλο άνθρωπο και πάλι υπάρχει βίωμα εφόσον αυτό το θέμα με απασχολεί. Είμαι φυσικά καταδικασμένη σε αυτή την περίπτωση πάντα να γράφω το ποίημα από τη δική μου σκοπιά και ποτέ να μην καταφέρω να αποτυπώσω ακριβώς την οπτική του ανθρώπου που βρίσκεται μέσα στην κατάσταση αλλά αυτό δεν μειώνει, κατά τη γνώμη μου, με κανένα τρόπο το λογοτεχνικό αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει.
Δεν νομίζω ότι κάποιος θα πιάσει να γράψει ένα ποίημα για ένα θέμα που δεν τον αγγίζει με κανένα τρόπο και δεν απασχολεί τη σκέψη του ακόμα και αν αυτό είναι έμμεσα. Γιατί να το κάνει;
Όσο κι αν τα ποιήματα ακούγονται σαν να έχουν συγκεκριμένη απεύθυνση, στην πραγματικότητα δεν έχουν, τουλάχιστον με τη στενή έννοια. Αυτό που εννοώ είναι πως ένα ποίημα είναι ένα ποίημα και όχι ένα γράμμα που γράφεται με σκοπό να διαβαστεί από ένα συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια παρόλο που μπορεί να αφορμάται από ένα συγκεκριμένο ζευγάρι μάτια. Το ποιητικό αντικείμενο δηλαδή, όπως το ορίζετε, είναι περισσότερο η αφετηρία παρά ο προορισμός του ποιήματος, αφού η ποίηση δεν αποτελεί ένα διάλογο ανάμεσα σε δύο πρόσωπα αλλά έναν εσωτερικό διάλογο ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες πλευρές του εαυτού.
Αυτό το συνειδητοποιώ κι εγώ καθώς σας απαντώ στην ερώτηση διότι το μόνο πράγμα που πραγματικά ήταν άκαμπτο κατά την περίοδο της συγγραφής των περισσότερων από τα ποιήματα, ήμουν εγώ. Άρα ίσως, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως όσο πανανθρώπινα και αν είναι τα θέματα της ποίησης γενικότερα, όσες κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις κι αν παίρνουν, είναι πάντα μία εσωτερική μάχη στο μυαλό ενός ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του.
Ακόμη και αν πάρουμε ως παράδειγμα ποιήματα με αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, ακόμα και τότε, που φυσικά μπορούμε να εντοπίσουμε μια απεύθυνση στο κοινωνικό σύνολο, αυτή δεν θα υπήρχε αν ένα κομμάτι του εαυτού του ποιητή δεν εναντιωνόταν σε ένα άλλο κομμάτι το οποίο καλείται να υποταχθεί σε ένα σύστημα που δεν του ταιριάζει. Είναι ακριβώς αυτή η ενδότερη σύγκρουση που αγγίζει τον αναγνώστη τόσο πολύ, που τελικά καταλήγει να γίνει όντως ένα πολιτικό σύμβολο.
Δεν θα έλεγα ακριβώς πως το ποιητικό υποκείμενο και το ποιητικό αντικείμενο, όπως ορίζονται εδώ, ταυτίζονται. Θα έλεγα όμως πως ακόμα και το ποιητικό αντικείμενο, αναγκαστικά ιδωμένο μέσα από τα μάτια του ποιητή, άρα υποκειμενικά δοσμένο μέσα στο ποίημα, είναι μέχρι ένα σημείο μια άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.
Καθώς ανήκετε στη νέα γενιά, θεωρείτε ότι οι νέοι διαβάζουν; Ασχολούνται με την τέχνη γενικότερα ;
Ζούμε σε καιρούς μεγάλης κοινωνικής και πνευματικής κρίσης. Σε κάθε περίοδο κρίσης ο άνθρωπος τείνει να στρέφεται στην τέχνη. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που ασχολούνται περισσότερο ή λιγότερο με το διάβασμα ή με την τέχνη. Δεν ξέρω αν διαβάζουν όλοι οι νέοι, ξέρω ότι πολλοί από εμάς το κάνουμε. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πολλά αξιόλογα δημιουργικά μυαλουδάκια ανάμεσά μας. Έχω όμως πολλές αμφιβολίες σχετικά με το αν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να ανθίσουν και να έχουν την ευκαιρία να δείξουν τι μπορούν να κάνουν.
Προσωπικά, δεν με προβληματίζει καθόλου το ερώτημα αν οι νέοι ασχολούνται με την τέχνη, αλλά το αν οι νέοι που ασχολούνται με την τέχνη έχουν την ευκαιρία να εξελιχθούν σε αυτό, να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, να αντιμετωπιστούν όπως τους αρμόζει από τους θεσμούς και να εξασφαλίσουν ότι θα μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που αγαπούν.
Με αφορμή το εισαγωγικό σας σημείωμα – αντιλαμβάνομαι ότι οι έννοιες της αλήθειας και του ψέματος είναι δύο αντίρροπα που σας απασχαλούν ιδιαίτερα. Η ποίηση είναι αλήθεια ή ψέμα;
Η αλήθεια είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη έννοια που δύσκολα ορίζεται. Νομίζω ότι πάντα όταν μιλάμε για τέχνη μπορούμε να μιλάμε μόνο για υποκειμενική αλήθεια. Είναι η αλήθεια της στιγμής. Όταν η τέχνη είναι διαχρονική, είναι μάλλον γιατί κατάφερε να προσεγγίσει πανανθρώπινες αλήθειες.
Θεωρείτε πως έχει και πολιτικό ρόλο ακόμα και αν είναι αμιγώς ερωτική;
Είναι τρελή παραξενιά αλλά όσο δυσκολεύομαι να βάλω ταμπέλα στον εαυτό μου άλλο τόσο δυσκολεύομαι να βάλω και στα ποιήματα. Εγώ δεν χαρακτηρίζω «αμιγώς ερωτική» την συλλογή, αυτό φυσικά είναι στην κρίση του κάθε αναγνώστη να το κάνει και προφανώς όλες οι γνώμες είναι σεβαστές. Προσωπικά, θα αισθανόμουν ότι αδικώ πολλές πτυχές της έτσι και πολλά ποιήματα και για αυτό δεν το κάνω.
Νομίζω πως κάθε πράξη δημιουργίας έχει πολιτικό χαρακτήρα με ένα τρόπο. Ακόμα και αν για ένα ποίημα είναι αφορμή ο έρωτας, η μοναξιά, η αναζήτηση νοήματος, ένα ταξίδι ή απλά το πέταγμα ενός πουλιού, η διαδικασία αναστοχασμού της οποιασδήποτε εμπειρίας, η επεξεργασία της, η δημιουργία και τελικά η δημοσιοποίηση, πώς θα μπορούσαν να μην είναι πολιτική πράξη;
Το να μοιράζεσαι δημόσια τον τρόπο σκέψης σου ενδέχεται να προβληματίσει και να διαμορφώσει τον τρόπο σκέψης άλλων. Μπορεί και να μη γίνει ποτέ αλλά μπορεί και να γίνει άσχετα αν αυτό τελικά θα έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Οτιδήποτε γίνεται δημόσια έχει μια πολιτική διάσταση διότι μοιραζόμαστε την κοινωνική μας πραγματικότητα και αναπόφευκτα ο ένας επηρεάζει τον άλλον λιγότερο ή περισσότερο.
Είναι τρελή παραξενιά αλλά όσο δυσκολεύομαι να βάλω ταμπέλα στον εαυτό μου άλλο τόσο δυσκολεύομαι να βάλω και στα ποιήματα. Εγώ δεν χαρακτηρίζω «αμιγώς ερωτική» την συλλογή, αυτό φυσικά είναι στην κρίση του κάθε αναγνώστη να το κάνει και προφανώς όλες οι γνώμες είναι σεβαστές. Προσωπικά, θα αισθανόμουν ότι αδικώ πολλές πτυχές της έτσι και πολλά ποιήματα και για αυτό δεν το κάνω.
Νομίζω πως κάθε πράξη δημιουργίας έχει πολιτικό χαρακτήρα με ένα τρόπο. Ακόμα και αν για ένα ποίημα είναι αφορμή ο έρωτας, η μοναξιά, η αναζήτηση νοήματος, ένα ταξίδι ή απλά το πέταγμα ενός πουλιού, η διαδικασία αναστοχασμού της οποιασδήποτε εμπειρίας, η επεξεργασία της, η δημιουργία και τελικά η δημοσιοποίηση, πώς θα μπορούσαν να μην είναι πολιτική πράξη;
Το να μοιράζεσαι δημόσια τον τρόπο σκέψης σου ενδέχεται να προβληματίσει και να διαμορφώσει τον τρόπο σκέψης άλλων. Μπορεί και να μη γίνει ποτέ αλλά μπορεί και να γίνει άσχετα αν αυτό τελικά θα έχει αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Οτιδήποτε γίνεται δημόσια έχει μια πολιτική διάσταση διότι μοιραζόμαστε την κοινωνική μας πραγματικότητα και αναπόφευκτα ο ένας επηρεάζει τον άλλον λιγότερο ή περισσότερο.
Σας ευχαριστώ θερμά, για την ενδιαφέρουσα συζήτηση!
Σας ευχαριστώ κι εγώ πάρα πολύ.
*
H Έλενα Κτενοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα, καλοκαίρι του ’95. Από τότε θέλει να γράφει και να ταξιδεύει. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών το 2018 και αναχώρησε ευθύς για το Λονδίνο την ίδια χρονιά. Έζησε εκεί για δύο χρόνια και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών της σπουδών με αντικείμενο τη Δραματοθεραπεία στο το Royal Central School of Speech and Drama. Λέει, ότι τα μικρά καφέ του Λονδίνου την ενέπνευσαν να γράψει ποίηση. Μπορεί και να λέει ψέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου