Στον κόσμο των σκιών, της πλημμυρισμένης συγκάλυψης, της περιθωριοποιημένης ανακάλυψης, της σφηνωμένης ανάσας σε τενεκεδάκια συντηρημένης καταστολής, της χαλασμένης βρύσης, της πελώριας μικρότητας, της αβυσσαλέας νωχελικότητας, της κοιλιάς πάντα μπροστά απ’ τα μάτια που ακούει στο όνομα ‘υπό’
τους δείκτες σας δαγκώνω
την υγρασία στα μάγουλά σας γλύφω
τα δεμένα σας βλέφαρα λύνω∙
περπατώντας ανάποδα.
Γεννήθηκα απόγεμα πάνω από ερείπια μιας ακόμη ήττας
Είχε πέσει στα πόδια μου ο ήλιος
και εγώ προσκύνησα με δάκρυ τον τόπο, όπου με κάμε να μοιάζω με το σκοτάδι
τσιμπάω τα παράλυτα πλευρά σας
προβάλλω ερωτηματικά στ’ αυτιά σας
γαργαλώ με βρεγμένα κοράλλια τα οξειδωμένα μυαλά σας.
Γνώρισα μάστορες που λιπαίνουν, παζαρεύουν και βουλώνουν τα ανοικτά στόματα, πλύστρες που αναμειγνύουν τρίχες με κίτρινη χλωρίνη, ανέραστα σκαρπίνια παγιδευμένα σ’ αδιέξοδα ταξίδια, εγκαταλελειμμένα τις νύχτες. Είδα γεμάτα ποτήρια να ανοίγουν τα χαρτιά σα τις φτηνές μάγισσες που χασκογελάν με την ξετσίπωτη αστική, ελεγκτική μανία ενώ πουλάνε καρτ-ποστάλ με λεζάντα ΄Νοσταλγία’, σκυλιά που δαγκώνουν στις πίστες κυκλοφορώντας στην επιφάνεια, επιτιθέμενοι στην διάνοια. Κρύφτηκα κάτω από διπλά κρεβάτια που αναπνέουν μίσος και αιμορραγούν απελπισία, πρόσεξα τα σφαλισμένα παράθυρα, ληστές της φαντασίας, τα αναμμένα γκαζάκια κάτω από κοστούμια που κοχλάζουν παχύρευστα --σε βελουτέ πολυθρόνες-- σάλια και ιδρώτες. Γνώρισα πλούσιες ιδέες, αυτές ύστερα κρεμάστηκαν στα μανταλάκια, ξεράθηκαν και πέθαναν γυμνές απ’ την μετέπειτα ενήλικη δοσοληψία με το γυάλινο, κλειστοφοβικό, φέρετρο γεμάτο εικοσάρικα και τούρτες που περάστηκε για δίοδος προς τον ονειρόβρεχτο παράδεισο.
Τις πλάτες σας αλαφραίνω
τα μικρόβια της ύπαρξης σας κολλώ
τα κολασμένα σας μυαλά αναπαριστώ
πενθώντας ανάποδα,
για τις νεκρές καρδιές που γεμίζουν τις πόλεις,
για τις κραυγές που δεν ακούστηκαν ποτέ,
πνίγηκαν άδικα στις λάσπες της υποταγής.
Κρατώντας στα χέρια μου ότι απομένει αμόλυντο,
χειροκροτώ αδιάκοπα, στις χούφτες μου πάλλεται και βρέχεται ότι ατίθασο, αδέσποτο και απόκληρο, γελάω δυνατά, φωναχτά, ταράζονται τα γυαλισμένα πατώματα, ενοχλούνται τα υπναλέα κορμιά, εξαφανίζονται οι ιπτάμενοι καλικάντζαροί σε λευκά δισκία , τρομάζουν τα κοράκια, τρομάζουν πιο πολύ οι φοβισμένοι,
δακρύζοντας η ψυχή για εκείνους,
για εκείνους τους ρομαντικούς που καταφέρνουν να επωμίζονται ότι απομένει αμόλυντο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου