Μια φορά κι έναν καιρό, φύγαν οι Τούρκοι από την Εύβοια και ξεκίνησε το παραμύθι. Δύσκολοι καιροί, φτώχεια και ένας κρύος χειμώνας πέφτει πάνω στο μικρό χωριό της ιστορίας μας. Καθόταν στα χιονισμένα κεραμίδια της παπα-Λάμπραινας, ο Λήσταρχος ο Μανωλιός, όπως συνήθιζε, δίπλα στην καμινάδα που κάπνιζε ζεστή. Από εκεί παρατηρούσε τις στέγες των συγχωριανών του. Τυλιγμένο με την τρύπια προβιά ενός λύκου, που είχε κρεμάσει δίπλα στο τζάκι ένας παππούς του κάποτε, το επτάχρονο αγόρι μελετούσε το πλιάτσικο που ορεγόταν να κουρσέψει.
Είχε δουλέψει σκληρά στον μύλο του Χουσεΐν, για να εξασφαλίσει καλό αλεύρι για την μάνα του, ίσα όσο χρειαζόταν για να φτιάξει εκείνη το χριστόψωμο τους για τα Χριστούγεννα. Τρώγανε το μισό και φύλαγαν το υπόλοιπο για «βασιλόπιτα» την πρωτοχρονιά. Χαμηλή ήταν η φωτιά στο καλύβι τους φέτος τις γιορτές και η μάνα του κειτόταν άρρωστη κι ανήμπορη στο κρεβάτι. Ένα χριστόψωμο κατάφερε να ψήσει η άμοιρη και άλλο τίποτα δεν είχαν για να φάνε. Ήταν δύσκολη εποχή για όλους, δεν την είχε ζήσει τη σκλαβιά ο Μανωλάκης, άκουγε όμως τις αφηγήσεις των παλιών και είχε θεριεύσει η φαντασία του. Ένα σπασμένο σπαθί είχε βρει σε μια τρύπα στην ακτή, που μάλλον είχε πέσει από κάποιον κουρσάρο στην κάψα κάποιας μάχης. Αυτό φορούσε περασμένο στη μέση του, και ήταν ταμάμ ό,τι πρέπει με το μπόι του. Η παπα-Λάμπραινα είχε ένα χρυσό φλουρί, το ίδιο χρυσό φλουρί που έβαζε κάθε χρόνο στη βασιλόπιτα της. Ο κυρ-Θόδωρας είχε μια γριά κότα παχουλή-παχουλή εκεί στο κοτέτσι του. Την ετοίμαζε για ανήμερα, με πατάτες στο φούρνο, όπως έλεγαν οι χωριανοί και ξερογλείφονταν. Και πιο κάτω ήταν το δίπατο του προεστού με όλων των ειδών τα κασέρια και λουκάνικα που φύλαγε στο κελάρι του. Ο λήσταρχος Μανωλιός, θα τους κούρσευε μόλις έπεφτε το σκοτάδι, όταν θα έλειπαν όλοι τους στην εκκλησιά για την λειτουργία. Πριν επιστρέψει στο μικρό φτωχικό του, αγνάντεψε και τη μεγάλη βαυαρική φρεγάτα που είχε αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι τους. Είχε φτάσει πριν λίγες μέρες από την Οθωνούπολη και έπλεε τώρα ακίνητη και φωταγωγημένη σαν ένα μαγικό λυχνάρι βγαλμένο από παραμύθια. Είχε δει κάποιους από τους ναύτες της που έρχονταν και δοκίμαζαν κρασιά στο καπηλειό του Θωμά ή στη ταβέρνα του Αργύρη, πριν γυρίσουν στις βάρκες τους τρικλίζοντας και τραγουδώντας τους συνηθισμένους τους γλωσσοδέτες. Ας είχε δική του συμμορία με δυο-τρεις βάρκες, θα κούρσευε και τη φρεγάτα.
Στενοχωριόταν ο Μανωλάκης όπως έβλεπε την μάνα του να κοιμάται τώρα, βαθιά στη μπαλωμένη κουβέρτα της, να μουρμουράει ακαταλαβίστικα στον ύπνο και στον πυρετό της. Θα χτυπούσε κελάρια και κοτέτσια κυρίως για χάρη της. Μόλις λοιπόν έπεσε το σκοτάδι και σίγησαν οι καμπάνες, ετοιμάστηκε, άφησε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά μην και ξεμείνει από ζέστη η μαμά του. Πέρασε το σπαθί στη ζώνη του, έβαλε στη τσέπη λίγο χριστόψωμο μη και πεινάσει, τυλίχτηκε με το τομάρι του λύκου και βγήκε μουλωχτά στα χιονισμένα σοκάκια του χωριού. Είχε φεγγάρι στον ουρανό να του δείχνει τον δρόμο και μέχρι της παπαδιάς δεν συνάντησε ευτυχώς ψυχή. Όπως διέσχιζε τις σκιές των στενών καλντεριμιών, του’ρχόταν η τάση να σφυρίξει κάποιο ηρωικό κλέφτικο, σαν αυτό που θα έφτιαχναν για αυτόν, όταν θα τραγουδούσαν τα κατορθώματα του. Στο στενό δίπλα στης παπα-Λάμπραινας, έπεσε έκπληκτος πάνω στην Κλο-Κλο την αλανιάρα, τη στρουμπουλή κότα του κυρ-Θόδωρα. Είχε αποδράσει από το κοτέτσι της και σκάλιζε αμέριμνη τώρα μια τούφα χιονισμένο χορτάρι. Ο Μανωλάκης δεν πίστευε στην τύχη του. Είδε αμέσως με την φαντασία του την αχνιστή σουπίτσα και τα ροδοκόκκινα μπουτάκια που θα μοιραζόταν με την μανούλα του. Άπλωσε τα χεράκια του και με το που τη σήκωσε στον κόρφο του, σκοτείνιασε ξαφνικά ο ντουνιάς. Βγήκε μέσα από τις σκιές ψηλός και τρομερός δαίμονας με κέρατα. Κόκαλο έμειναν λήσταρχος και πουλερικό.
«Βρε-βρε ένας κλεφτοκοτάς!» είπε στην γλώσσα του ο διάβολος.
Ο Φρίντριχ, γιατί αυτό ήταν το όνομα του δαίμονα, ήταν ναύτης της Βαυαρικής φρεγάτας, κι απόψε, παραμονή Χριστουγέννων, είχαν γλέντι πάνω στο σκαρί. Έθιμο είχαν την παραμονή, τον Άγιο Νίκολα να φέρνει δώρα στα φρόνιμα παιδάκια, και τον τρομερό καλικάντζαρο Κράμπους να τιμωρεί τα άτακτα. Ατύχησε στο σουλούπι ο Φρίντριχ και κάθε χρόνο τον ανάγκαζαν να αναλάβει τον ρόλο. Είχαν κρασιά και μπύρες στη φρεγάτα, αλλά ο ναύτης είχε γλυκαθεί την ρετσίνα του Θωμά, και καθώς είχε ξεμείνει, είχε βγει με βάρκα στο χωριό να γεμίσει μια νταμιτζάνα. Μεθυσμένος καθώς ήταν, δεν μπήκε στον κόπο να βγάλει τη στολή του. Που να το καταλάβουν στο καπηλειό που τον κοίταζαν περίεργα, τον καλικάντζαρο με τα κέρατα που παράγγελνε ρετσίνα. Όπως σήκωνε από το τομάρι το μικρό χαμίνι, έτσι τον κοίταγε τώρα κι εκείνο, με γουρλωμένα τα μάτια.
«Πρώτη φορά βλέπω αρνάκι σε τομάρι λύκου» είπε σε σπαστά ελληνικά ο Φρίντριχ, «Για λέγε μικρέ, δική σου είναι αυτή η κότα;»
Ο Μανωλάκης τράβηξε το σπαθί του και προσπάθησε να τον καρφώσει αλλά η λεπίδα ήταν κοντύτερη από το μπράτσο του ψηλόλιγνου Βαυαρού. Κάγχασε ο Φρίντριχ και με το άλλο χέρι άρπαξε το σπασμένο ξίφος από τον αιχμάλωτο του.
«Καλά το κατάλαβα εγώ ότι είσαι άτακτο παιδί εσύ! Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Εγώ είμαι ο Κράμπους, κι εγώ τιμωρώ τα άτακτα παιδιά!»
Του’ρθε περίεργη ιδέα του μεθυσμένου ναύτη, και λίγο σχοινί και τρεις ναυτικούς κόμπους μετά, λήσταρχος και Κλο-Κλο βρέθηκαν στη βάρκα να πλέουν προς τη φρεγάτα, με τον Κράμπους να στριγγλίζει κάποια Βαυαρικά κάλαντα τραβώντας κουπιά.
Στη Γκρόσε Ούμπαπα ο ρόλος του Άγιου Νίκολας ανήκε κάθε Χριστούγεννα στον καπετάνιο της. Την κοιλίτσα του και τα ροδοκόκκινα μάγουλα τα είχε έτοιμα ο χερ Κάσπαρ, το ίδιο και την μακριά μεταξωτή ρόμπα που του είχε μείνει από μία πρώην σύζυγο. Το αφράτο λευκό μούσι μόνο πρόσθετε κι έναν μυτερό σκούφο για να ολοκληρώσει την εικόνα. Καθόταν τώρα δυστυχής στην καμπίνα του και άκουγε το πλήρωμα στο κατάστρωμα που χόρευε, τραγουδούσε κι έπινε, αδυνατώντας να συμμετάσχει. Ντυμένος στον γιορτινό του ρόλο, καθισμένος στην πολυθρόνα του, ήταν κυκλωμένος από ποτά και εδέσματα που δεν είχε καμιά διάθεση να δοκιμάσει. Τον είχε χτυπήσει για άλλη μια φορά η κατάρα της ποδάγρας, με το αριστερό πόδι πάνω στο μαξιλάρι, και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του κόκκινο και τουμπανισμένο. Μελετούσε την μιζέρια του ο χερ καπετάνιος όταν άνοιξε η πόρτα διάπλατα και μπήκε μέσα ο Φρίντριχ, σκνίπα φυσικά, με δύο παράξενους αιχμαλώτους ανά μασχάλη.
«Άγιε Νικόλα μου, κοίτα τι σού’φερα! Βρήκα έναν άτακτο κλεφτοκοτά» φώναξε με στόμφο ο Φρίντριχ, πριν καταρρεύσει σε μια καρέκλα. «Τον έφερα για να τον τιμωρήσουμε» πρόλαβε να πει ο καλικάντζαρος πριν αρχίσει να ροχαλίζει αναίσθητος.
Ο Μανωλάκης και η Κλο-Κλο βρέθηκαν στο κέντρο της καμπίνας να αλληλοκοιτάζονται έκπληκτοι με τον Άγιο. Το αγόρι περιεργαζόταν τα γιορτινά στολίδια, όπως άστραφταν φωταγωγημένα από τα κεριά και τα λυχνάρια. Στην μία γωνία υπήρχε ένα ψηλό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, το πρώτο που έβλεπε ο Μανωλιός στη ζωή του. Εκτός από μπιχλιμπίδια, κρέμονταν από αυτό μπισκότα και κουλουράκια και σοκολατάκια. Στο δίπλα τραπέζι ασημένιες πιατέλες ήταν φορτωμένες με ροδοκόκκινα, μελωμένα κρεατικά, κροκέτες γεμιστές με λαχανικά, κέικ, τούρτες και πίτες, μαζί πολύχρωμες κανάτες με κρασιά και λικεράκια. Το ίδιο θαυμαστός ανάμεσα σε αυτά κι αυτός ο πολύχρωμος Άγιος που έμοιαζε να είχε κατέβει ζωγραφιστός από τον τρούλο της εκκλησίας του χωριού.
Μέσα στον πόνο του, ο καπετάν-Κάσπαρ έγειρε προς το παιδί και του χαμογέλασε καλόκαρδα.
«Εμένα μου δείχνεις για καλό παιδί» είπε, «έλα, πλησίασε να σε λύσω».
Σαν υπνωτισμένο, το αγόρι ανταποκρίθηκε στη χειρονομία του καπετάνιου και σε λίγο ήταν ελεύθερο κι ετοιμοπόλεμο. Κοίταζε γύρω του όλο αυτό το πλιάτσικο και σκεφτόταν πώς να το αρπάξει. Ο Άγιος πήρε ένα σοκολατάκι και του το πρόσφερε. Ω η πανδαισία στον ουρανίσκο, γιατί ω ναι, ήταν και η πρώτη σοκολάτα για τον Μανωλάκη! Χωρίς να το πολυσκεφτεί, το παιδί έβγαλε από την τσέπη του το χριστόψωμο και το πρόσφερε με τη σειρά του στον Άγιο. Εκείνος ξαφνιάστηκε από το ψωμί με τα περίτεχνα σχέδια στην κρούστα του και δοκίμασε μια μπουκιά. Ίσως δεν ήταν γλυκό σαν τα ψωμιά που είχε συνηθίσει αλλά ήταν όντως νόστιμο. Γέμισε στη συνέχεια ο Άγιος ένα ποτηράκι με λικέρ και το πρόσφερε κι αυτό στο αγόρι.
«Για το καλό» είπε, «Καλά Χριστούγεννα!»
Το λικέρ έκαψε ευχάριστα τον λαιμό και ζέστανε την καρδιά του αγοριού. Ο Άγιος άρχισε τότε να απαγγέλει την «Άγια Νύχτα» με μια φωνή που στο παιδί ακουγόταν σαν χορωδία αγγέλων. Κι όταν είχε τελειώσει το τραγούδι, ο καπετάνιος αντιλήφθηκε ότι δεν πονούσε πια. Η ποδάγρα του είχε εξαφανιστεί σαν από θαύμα. Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κάνει χαρούμενος πιρουέτες, ενώ ο Μανωλιός βρήκε την ευκαιρία να γεμίσει την τσέπη του με κουλουράκια, μπισκότα και καραμέλες, τσιμπολογώντας ταυτόχρονα και κοψίδια. Ο Κράμπους άνοιξε εκείνη τη στιγμή τα μάτια του και είδε το αγόρι να πλιατσικολογεί. Και την Κλο-κλο από δίπλα που χλαπάκιαζε μεζέδες με δέκα ράμφη.
«Καπετάνιε, μας ληστεύουν!» φώναξε.
«Άσε το παιδί να πάρει» είπε ο Άγιος, «Δώσ’του κι άλλα! Έχουμε Χριστούγεννα! Χρόνια πολλά σε όλους!»
Χαράματα ανήμερα, γύρισε με την Κλο-Κλο στο καλυβάκι του, σέρνοντας έναν μεγάλο τορβά καλούδια μαζί του. Ο ουρανός ήταν κατσουφιασμένος και άρχισε να χιονίζει πάλι, αυτό όμως δεν θα πτοούσε το μικρό φτωχικό. Το αγόρι κρέμασε το λυκοτόμαρο δίπλα στο τζάκι και έριξε μερικά ξύλα παρά πάνω στη φωτιά. Φωτίστηκε σαν αρχοντικό το ταπεινό σπιτάκι που δεν είχε να ζηλέψει τίποτα αυτό το βράδυ από τους πιο εύπορους μαχαλάδες. Έστρωσε το παιδί το τραπέζι που το γέμισε με πήλινες πιατέλες γεμάτες ξηρούς καρπούς, πικάντικα σαλαμάκια, γλυκούς και αλμυρούς μεζέδες, τραγανές φτερούγες πάπιας, μπριζολάκια χοιρινά, τσουρέκια με σταφίδες και δύο κανάτες κρασί. Την Κλο-Κλο την έκρυψε στο καλύβι του σκύλου για να γλυτώσει τις πατάτες τις φουρνιστές, προσωρινά εννοείται. Και μόλις ήταν όλα έτοιμα, πήγε ανυπόμονα να ξυπνήσει την μανούλα του.
«Καλά Χριστούγεννα μαμά» είπε χαμογελώντας.
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου