Μικρό παιδί σαν ήτανε, με δάκρυα στα μάγουλα
από θεό γεννήθηκε και μια θεά προσπάθησε να κάμει.
Μα που να γνώριζε ο δόλιος πως στην εργατιά θα παραμείνει
κι έτσι που φτιάχτηκε δυνατός, δε θα παύε να μας φωτίζει με τις γραβάτες του –πίστευε-
Θα βαρεθείς του φώναζαν τα σύννεφα- και του σκίζανε τα πέτα-
τον ήλιο σαν φέρνεις που τα πουλιά ζωντανεύεις
το φεγγάρι σαν ξυπνάς που τα παιδιά γλυκά κοιμίζεις.
Και να πού μαθε και από εμάς
να κλέβει βουνά απ’ τις φωτιές
να καίει γόνατα και μυαλά απ’ το τρεχαλητό του χρόνου
και να υψώνει ομίχλες
όταν το μάτι μιας νεαρής ιέρειας πάει να τον κοιτάξει.
Πάλεψε με τη θάλασσα μήπως και τη μεγαλώσει
να χουν να λένε οι ναυαγοί, πως όλο και μια νέα Ιθάκη θα υπάρξει.
Να γίνει ο πατέρας μες στους πολλούς πολέμησε,
χωρίς να καταλαβαίνει πως τρέφει μια γη που πια δεν του μοιάζει, δεν τον νοιάζει.
Πατέρας σαν τους πολλούς ανθάκια στα περβάζια γέμισε
που να ξέρε πως οι ληστές με μαύρο αίμα στο κεφάλι,
με φτερά δυο όπλα το να άπληστο και τ’ άλλο αδιάφορο, θα τον φάνε.
Έτσι κι αυτός πια ανήμπορος
στην ώρα του πάντα τις εποχές, τις μέρες και τα έτη αλλάζει
-απ’ όσα κι αν αδέσποτα φρύδια απειλείται-
παραδίδοντας τον θρόνο και τα έδρανα στην γερασμένη επανάληψη μιας μάγισσας μ΄ ανθρώπινο δέρμα, με βλέμμα ακλόνητο και με πέτρινο προσωπείο, την μοίρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου