Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Δίηγημα | Cabin Bar | Ορέστης Κατσούλης

Μέρος 2ο (συνέχεια)

"Υποθέτω πως κανονικά θα έπρεπε να είμαι θυμωμένος. Μέχρι και σε άλλη χώρα ήρθα για να ξεχαστώ λίγο, να σε ξεχάσω μάλλον, κι όμως ούτε μια στιγμή δεν έφυγες απ’ το μυαλό μου. Βέβαια, υποθέτω πως κανονικά θα έπρεπε να σου ζητήσω και μια συγνώμη που είμαι αυτός που είμαι. Αλλά δεν το διάλεξα βλέπεις. Έτυχε. Έτυχε να έχω τη συναισθηματική νοημοσύνη ενός λευκού δέντρου με περιστρεφόμενα κλαδιά που φύτρωσε μέσα σε ένα απέραντο σκούρο μπλε. Μακάρι να μπορούσα να το αλλάξω αυτό. Αλλά βλέπεις, ο άνθρωπος πιο εύκολα πετάει παρά αλλάζει. Έτσι είπα κι εγώ να πετάξω μακριά, μακριά από εσένα και από όλα, μα όσο πιο μακριά πετούσα τόσο πιο καθαρά σε έβλεπα στο μυαλό μου. Κι όσο πιο καθαρά σε έβλεπα στο μυαλό μου τόσο πιο πολύ ήθελα να σε δω και μπροστά μου, να με κοιτάς έτσι σκεπτικά και να μου χαμογελάς. Και εγώ να σκέφτομαι ότι αυτό το χαμόγελο είναι σαν να βλέπεις την ανατολή του ήλιου από την ταράτσα του κολλητού σου στο Άμστερνταμ. Είναι πανέμορφο και μεθυστικό και σε γεμίζει με μια ζεστασιά, αλλά ταυτόχρονα σε μελαγχολεί, γιατί ξέρεις ότι μόλις τελειώσει δεν υπάρχει τίποτα που θα σε κάνει να ξανανιώσεις έτσι, και σε αφήνει απλά να περιμένεις για το επόμενο χαμόγελο, για την επόμενη ανατολή. Κι εγώ τώρα θέλω όσο τίποτα να ξαναδώ τον ήλιο να ανατέλλει."



Προς στιγμήν φλερτάρει με την ιδέα του να πατήσει send. Τα δάχτυλα του κάνουν ένα σύντομο χορευτικό πάνω απ’ το ψηφιακό πληκτρολόγιο και οι συνάψεις στο μυαλό του παίζουν σαν παλαβές, γεμίζοντας το κεφάλι του με σκέψεις, σενάρια και ενδοιασμούς, βάζουν το μυαλό του σε μία κατάσταση εγρήγορσης, τόσο πολύ που αρχίζει να ακούει ήχους μέσα στο ολοσκότεινο και σιωπηλό δωμάτιο. Αυτή την κατάσταση είναι που προσπαθεί συνεχώς να αποφύγει και το αλκοόλ είναι το καταπραϋντικό της επιλογής του, όμως τώρα δεν έχει προλάβει να δράσει. 
Σβήνει με μια αποφασιστική κίνηση το μήνυμα και γράφει ένα άλλο, ένα πιο σύντομο, αλλά εξίσου αληθινό με το πρώτο. 
Θέλω να σε δω. Αύριο γυρίζω. Μπορείς; 

Ένας συνεχής βόμβος στα αυτιά του πάλι. Αυτή τη φορά όμως είναι μέσα στο κεφάλι του. Σαν ένα μονότονο βουητό. Νιώθει το σώμα του σαν ξένο, τα χέρια του τα αισθάνεται παράλυτα σαν εξαρτήματα που κάποιος κρέμασε πάνω του και που τώρα δεν ξέρει τι να τα κάνει, τα πόδια του ξύλινα στηρίγματα που από στιγμή σε στιγμή θα τον προδώσουν και θα καταρρεύσει ολόκληρος σαν κάστρο από τραπουλόχαρτα, το στόμα του στεγνό και το λαρύγγι του ανίκανο να παραγάγει τον οποιοδήποτε ήχο. Νιώθει απελπιστικά νηφάλιος. Το βουητό μέσα στο κεφάλι του διακόπτεται απ’ το άνοιγμα της πόρτας.  
(Στα Αγγλικά)
‘Γεια.’ Του λέει εκείνη με ένα χαμόγελο. 
‘Γεια σου.’ Μένει για μερικά δευτερόλεπτα κοιτώντας το χαμόγελο της, κοιτώντας τον ήλιο να ανατέλλει. ‘Να περάσω;’ 
‘Πάμε στο δωμάτιο μου γιατί είναι οι συγκάτοικοι μου εδώ.’ 
Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ’ αυτό το δωμάτιο εδώ και καιρό, κι όμως νιώθει σαν να μην είχε φύγει ποτέ, σαν να είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή μέσα σ’ αυτό το χώρο, με τα μοντέρνα φωτιστικά δίπλα απ’ το τετράγωνο παράθυρο που κοιτάζει στο δρόμο και την πόλη στον ορίζοντα, τις αφίσες παλιών ταινιών στον τοίχο, τα αυτοκόλλητα με οικολογικά και περιβαλλοντικά σλόγκαν, το τσαπατσούλικα τακτοποιημένο γραφείο, και τις φωτογραφίες συγγενών και φίλων πάνω απ’ το κομοδίνο, δίπλα από ένα ημίδιπλο και πρόχειρα στρωμένο κρεβάτι. 
‘Λοιπόν; Πώς ήταν το Άμστερνταμ; Ακόμα καταπράσινο όπως το θυμάμαι;’ 
‘Καλά, το καταπράσινο είναι λίγο.’ Απαντάει λίγο αμήχανα. ‘Όμορφο ήταν. Στοιχειωτικά όμορφο ίσως. Θα καθόμουν κι άλλο αν είχα χρόνο. Και λεφτά.’ Προσθέτει γελώντας. ‘Τα λεωφορεία τους είναι πανάκριβα για κάποιο λόγο. Πήγαμε σε πολλά μέρη πάντως. Μουσεία, πάρκα, κανάλια.’ Ακούει το κεφάλι του να βουίζει πάλι. ‘Αλλά για μένα το πιο ωραίο πράγμα ήταν..’ Το μάτι του πέφτει πάνω σε μια φωτογραφία πάνω απ’ το κομοδίνο. Εκείνη, μαζί με δύο φίλες της να ποζάρουν μπροστά απ’ το άγαλμα ψαριού-εξωγήινου στο Βόντελπαρκ πριν από δύο χρόνια. 
‘Ήταν;’ 
‘Τίποτα. Σκατά. Σκατά πέρασα. Δεν μπορούσα να σε βγάλω απ’ το κεφάλι μου. Μία εβδομάδα τώρα είσαι το μοναδικό πράγμα που σκέφτομαι, η μοναδική μου σκέψη πριν πέσω για ύπνο και μόλις ξυπνήσω είσαι εσύ, πού είσαι, αν είσαι καλά, τί κάνεις, με ποιόν το κάνεις, αν γελάς, αν κλαις, και αν με σκέφτεσαι όπως σε σκέφτομαι εγώ. Έβλεπα γυναίκες στο δρόμο και νόμιζα πως έβλεπα εσένα, άκουγα να μιλάνε Αγγλικά και άκουγα εσένα, μύριζα το άρωμα σου σε μια περαστική και νόμιζα πως σε είχα δίπλα μου.’
Μία εκκωφαντική σιωπή πέφτει στο δωμάτιο. Μερικές φωνές ακούγονται απ’ το δρόμο και ύστερα ένα αυτοκίνητο να σταματάει και να ξεκινάει. Εκείνη απλά σβήνει το τσιγάρο της στο τασάκι και κλείνει το παράθυρο με δύναμη. 
‘Έλα εδώ.’ Του λέει σχεδόν ψιθυριστά. 
‘Τί;’ 
‘Έλα εδώ είπα.’ 
Εκείνος σηκώνεται δειλά απ’ το κρεβάτι, με τα πόδια του έτοιμα να λυγίσουν και να σπάσουν. Την πλησιάζει και με απαλές και σχεδόν ακούσιες κινήσεις παίρνει το πρόσωπο της μέσα στα χέρια του. Εκείνη κάνει το ίδιο. Στέκονται για μερικά δευτερόλεπτα έτσι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, κρατώντας ο ένας το πρόσωπο του άλλου, κρατώντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες που είχαν συσσωρευτεί τόσο καιρό τώρα, μέσα στα γυμνά τους χέρια, και σχεδόν ταυτόχρονα, κλείνουν τα μάτια τους και αφήνουν αυτές τις σκέψεις, αυτά τα συναισθήματα και αυτές τις επιθυμίες να εκδηλωθούν. 
Μια συμφωνία αισθήσεων και παραισθήσεων. Ένα τρυφερό φιλί στα χείλια, που απαντάται από ακόμα ένα, μια βαθιά και ηχηρή αναπνοή ευχαρίστησης από τη μύτη, ένα παιχνιδιάρικο δάγκωμα του κάτω χείλους, που απαντάται από ένα ίδιο, ένα φιλί στο λαιμό της, κάτω από ένα τατουάζ λουλουδιού που είχε κάνει όταν ήταν μικρή, ένα χάιδεμα των ανακατωμένων μαλλιών του. Τα χείλια τους απομακρύνονται στιγμιαία. Ανοίγουν τα μάτια ανοικειοθελώς, σαν να ξύπνησαν και οι δύο από κάποιο βαθύ όνειρο και κοιτάζονται για πρώτη φορά χωρίς ούτε έναν προβληματισμό ή μια έγνοια στο βλέμμα τους. Εκείνος παίρνει μία τούφα απ’ τα μαλλιά της και την περνάει πίσω απ’ το αυτί της. Του χαμογελάει, κλείνει τα μάτια, και ξαναρχίζει η ορχήστρα. 

Απόλυτη ησυχία στο δωμάτιο. Και στο μυαλό του επίσης, για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Έξω έχει αρχίσει να ξημερώνει και ακούγονται μόνο λίγα πουλιά να κελαηδάνε. Γυμνός και ξαπλωμένος στο ημίδιπλο κρεβάτι της την κοιτάει να καπνίζει καθισμένη στο περβάζι του τετράγωνου παραθύρου. Μαζεύει το εσώρουχο του απ’ το πάτωμα και το φοράει, παίρνει ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο πάνω στο κομοδίνο και σηκώνεται απ’ το κρεβάτι. Βάζει ένα τραγούδι να παίζει στο κινητό του και το ακουμπάει στο περβάζι χωρίς να πει κουβέντα. 
‘Ελληνικό είναι;’ 
‘Ναι. Απ’ τα αγαπημένα μου.’
‘Πες μου τί λένε οι στίχοι. Βασικά όχι. Τραγούδα το πρώτα.’
‘Να το τραγουδήσω;’ 
‘Ναι. Θέλω να σε ακούσω να τραγουδάς στα Ελληνικά. Ντρέπεσαι;’ Του λέει για να τον πειράξει. 
Εκείνος ανάβει το τσιγάρο του και μένει να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο τον ουρανό που σιγά σιγά γίνεται όλο και λιγότερο σκοτεινός.  
‘Σου γράφω πάλι από ανάγκη
η ώρα πέντε το πρωί
το μόνο πράγμα που `χει μείνει
όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ’
Όσην ώρα εκείνος τραγουδάει κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, εκείνη κοιτάζει μόνο εκείνον, το σχεδόν ανέκφραστο πρόσωπο του, τα σχήματα που παίρνει το στόμα του για να αρθρώσει τις λέξεις, τους ήχους που βγάζει που της φαίνονται τόσο ξένοι αλλά και τόσο γοητευτικοί, τους ήχους που βγάζει για να τους ακούσει μόνο εκείνη. 
‘Ωραία, τώρα ξαναβάλτο και πες μου τί λένε οι στίχοι.’
Όσην ώρα εκείνη ακούει τη μετάφραση των στίχων κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, εκείνος κοιτάζει μόνο εκείνη, τις πολυποίκιλες εκφράσεις στο πρόσωπο της που προσπαθεί μάταια να μετριάσει, τα μάτια της που τρεμοπαίζουν και το στόμα της που στις γωνίες του σχηματίζει ένα ευχαριστημένο χαμόγελο. 
‘Γιατί η ώρα πέντε το πρωί;’ Ρωτάει όταν τελειώνει το τραγούδι.
‘Γιατί στις πέντε το πρωί είναι που ο άνθρωπος αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να νιώσει, που είναι ευάλωτος στα συναισθήματα του και που μπορεί επιτέλους να καταλάβει τί είναι αυτό που θέλει πραγματικά. Όλες τις υπόλοιπες ώρες βρίσκει τρόπους να κρυφτεί, ακόμα κι απ’ τον εαυτό του.’ 
‘Ναι, αλλά τώρα δεν είναι πέντε το πρωί’. Λέει χαμηλόφωνα και κολλάει το κορμί της επάνω στο δικό του, περνώντας τα χέρια της πίσω απ’ το σβέρκο του.  
‘Πάντα είναι πέντε το πρωί κάπου’. 

Όταν ξυπνάει έχει πια μεσημεριάσει για τα καλά. Είναι η πρώτη φορά εδώ και μήνες που ξυπνάει νηφάλιος, κι ας νιώθει μεθυσμένος. Εκείνη είναι ξανά καθισμένη στο περβάζι του παραθύρου, μοιάζοντας στα μάτια του ακόμα πιο όμορφη απ’ ότι το προηγούμενο βράδυ, πίνοντας τον πρωινό της καφέ. 
‘Καλημέρα.’ Της ψιθυρίζει απ’ το κρεβάτι. 
‘Καλημέρα.’ Απαντάει εκείνη κάπως ντροπαλά, κρύβοντας το πρόσωπο της μέσα στην κούπα της αλλά κρατώντας το βλέμμα της πάνω του. 
‘Έχεις ξυπνήσει ώρα;’ 
‘Ναι.’ 
‘Και τόση ώρα κάθεσαι μόνη; Γιατί δεν με ξύπνησες;’
‘Σε χάζευα’. Του λέει, χώνοντας πάλι τη μουσούδα της στην κούπα. 
Εκείνος σηκώνεται από το κρεβάτι και την παίρνει στα χέρια του. Την έχει μέσα στην αγκαλιά του για μερικά δευτερόλεπτα που εύχεται να κρατήσουν για χρόνια. Για ζωές ολόκληρες. Ζωές που θέλει να ζήσει μαζί της. Γιατί ξέρει πως μόνο μία δεν θα του φτάσει. 
‘Αύριο φεύγω για Αθήνα. Πετάω πεντέμισι το πρωί.’
‘Το ξέρω. Πρέπει να πας σπίτι να πακετάρεις.’ 
‘Έλα μαζί μου.’
‘Τί;’
‘Έλα μαζί μου. Στην Αθήνα.’ 
Τον κοιτάζει με ένα βλέμμα που ξεχειλίζει συναισθήματα. Έκπληξη. Απορία. Φόβο. Χαρά. Αβεβαιότητα. Μελαγχολία.  
‘Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις τώρα. Σκέψου το. Απόψε αργά το βράδυ θα πάω στο αεροδρόμιο. Θα περιμένω στο Cabin Bar μέχρι τις πέντε. Αν αποφασίσεις να έρθεις έλα να με βρεις εκεί. Αν όχι... θα καταλάβω.’ Λέει και με τα χέρια του ζωγραφίζει ένα καμπυλωτό χαμόγελο στο πρόσωπο της. 

«Cabin Bar». Ένα μικρό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο μπαράκι, περικυκλωμένο από ψηλά γαλάζια σκαμπό. Πάνω σε ένα από αυτά τα γαλάζια σκαμπό κάθεται ο άντρας, με την πλάτη γυρισμένη στο μπαρ και στα τεράστια παράθυρα πίσω του, και με όλο του το σώμα και την προσοχή στραμμένη προς το πλήθος στην αίθουσα των αναχωρήσεων, πίνοντας το δεύτερο καφέ του. Κοιτάζει την ώρα στο κινητό του. 4:57 το πρωί. Ο ήλιος έχει σχεδόν αρχίσει να ανατέλλει πίσω του. Μέσα από το μυαλό του άντρα περνάνε οι προηγούμενες μέρες σαν ταινία σε fast forward. Μέρες γεμάτες με πράσινο, με ποδήλατα, με αγάλματα ψαριού-εξωγήινου, με αεροδρόμια, καφέδες, τσιγάρα, μπαράκια, τζιν-τόνικ, κανάλια, μουσεία, πάρκα, λευκά δέντρα με περιστρεφόμενα κλαδιά, ανθρώπους-μπουκάλια, καθρέφτες που μοιάζουν με παράθυρα και παράθυρα που μοιάζουν με καθρέφτες, με φίλους, με μοναξιές, και φυσικά με εκείνη. 

Η ώρα είναι πλέον πέντε το πρωί και ο ήλιος ανατέλλει ξανά. Ο άντρας χαμογελάει. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου