Ο Απρίλιος ξεκινά με τη γέννηση της Μαρίας Πολυδούρη η οποία ήρθε στον κόσμο μια πρωταπριλιά αν κι η ζωή της δε θύμιζε σε τίποτε τις ανάλαφρες φάρσες αυτής της μέρας. Σκέφτηκα τελικά να ξεφύγω από το στενό πλαίσιο ενός ακόμη βιογραφικού αφιερώματος αφού στην εποχή της πληροφορίας το μόνο εύκολο είναι να ψάξεις, να βρεις, να μάθεις όποια πληροφορία θέλεις για τη ζωή και το έργο των ανθρώπων που κατάφεραν να αφήσουν το στίγμα τους στον κόσμο.
Ας μιλήσουμε λίγο πιο συναισθηματικά για την Μαρία Πολυδούρη. Πάντα γοητευόμουν από τις βασανισμένα και βασανιστικά αντιφατικές προσωπικότητες. Πάντα με γοήτευαν οι ακραία συναισθηματικοί άνθρωποι που έπαιρναν τη ζωή τόσο προσωπικά, εκείνοι κι εκείνες που δε δίσταζαν να γδάρουν τις ψυχές τους για μια αγάπη, μια ιδέα, μια αξία, ένα πάθος, ένα όνειρο. Η Πολυδούρη ήταν μια τέτοια γυναίκα, φαινομενικά εύθραυστη μα στην πραγματικότητα ανήμερη σαν αγρίμι στο κλουβί της πραγματικότητας.
Η ποίησή της ίσως να μην ταίριαζε και να μην ταιριάζει σε πολλούς. Ίσως να μην κάθεται καλά, όπως λέμε, σε ανθρώπους που δεν αρέσκονται στον λυρισμό, σε αυτού του είδους τον ρομαντισμό, στο άγγιγμα του αλλούτερου αυτού κόσμου, του κόσμου της, του γεμάτου αναζήτηση, αγνό παράπονο και προδομένα λόγια. Ωστόσο η Πολυδούρη μέσα από τις λέξεις της δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρανόησης για το ότι ένιωθε, πόσο ένιωθε, τι ένιωθε. Αν κάτι κραύγαζε μέσα από την ποίησή της ήταν το ρήμα νιώθω με τρόπο που θα μπορούσε να το φωνάξει ένα πληγωμένο παιδί.
Το λάθος, φυσικά, θα ήταν να μπερδεύαμε την ευαισθησία της με αδυναμία. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν πνεύμα αντάρτικο κι επαναστατικό, μπροστά από όσα η εποχή της επέβαλε ως δεδομένα. Δε φυλακιζόταν το μυαλό της, δεν πειθόταν η κρίση της από τα πρέπει των άλλων. Ήξερε να αντιδρά, να αγαπάει, να δίνεται, να ζητάει, να ποθεί, να πονάει. Κι ακριβώς επειδή την ίδια τη ζωή με όλα της τα πρόσωπα τη βίωνε στη διαπασών δε θα μπορούσε να μείνει ψυχολογικά ανεπηρέαστη.
Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, να λείπει κι ο ίδιος έρωτας σε όλο του το ολέθριο μεγαλείο από τη σύντομη, ταραγμένη και καθοριστική αυτή ζωή; Τον Κώστα Καρυωτάκη τον ερωτεύτηκε πολύ. Τον αποτύπωσε μέσα της και μέσα από την τέχνη της πεντακάθαρα και με έναν λυγμό σαν κόμπο στο λαιμό να συνοδεύει κάθε στίχο που κουβαλούσε το βαρύ του όνομα. Ο έρωτας αυτός ήταν ένας από τους άδοξους ανολοκλήρωτους έρωτες που στοιχειώνουν τις ζωές των χαρισματικών καταραμένων.
Πηγή πόνου, έμπνευσης, πένθους. Πάντα στο μυαλό της, πάντα το μεγαλύτερο απωθημένο της, παράτησε πολλά στη σκέψη του, έχασε την ισορροπία της, δεν κατάφερε ποτέ να δεσμευτεί με κάποιον άλλον παρότι υπήρξε κάποτε αρραβωνιασμένη, ώσπου έμαθε για τον θάνατό του όσο νοσηλευόταν με φυματίωση στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία πνοή της κάτω από την πνιγηρή αίσθηση της αρρώστιας και της απώλειας, κυκλοφόρησε τις δύο ποιητικές της συλλογές "Οι τρίλλιες που σβήνουν" και "Ηχώ στο χάος".
Άφησε όμως πίσω της και πολλά περισσότερα, μια ολόκληρη κληρονομιά στους εραστές, στις ερωμένες, στους ρομαντικούς επαναστατημένους ανθρώπους, σε κάθε ευγενικό αγρίμι, σε κάθε αγριεμένη κι ευγενική ψυχή. Πρωταπριλιά, λοιπόν, γεννήθηκε μια σπουδαία παρεξηγημένη ποιήτρια κι ένας γοητευτικά αντιφατικός βαθιά ευαίσθητος και ατίθασος άνθρωπος.
Η Μαρία Πολυδούρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου