Καθοδόν σ’ έναν δρόμο που ίσως να έχω υπάρξει ξανά,
ανάγκη είναι να θαυμάζω,
για να μη μαράζω,
ακόμη και χωρίς εχθρό,
πάλι ανατριχιάζω.
Κι αν δω κάποιο χαμόγελο,
πιθανότατα να είναι εις βάρος μου,
γιατί είμαι τόσο αργός κι
ελλιπές το θάρρος μου.
Κι ό,τι θαυμάζω, θα το μισώ,
γιατί εκείνη το έχει κι εγώ δεν μπορώ να το βρω,
κάνω επίκληση για να μου δανείσει
το κρυφό μυστικό.
«Ω εσύ, που χαμόγελα σπέρνεις
και ελπίδα φωτίζεις,
κάνε μου μια χάρη ή καλύτερα
δωσ’ μου τη δική σου.
Ξεδίψασε τον θυμό μου.
Χόρτασε τις επιθυμίες μου.
Ηρέμησε τα πάθη μου
και αγνόησε τα λάθη μου».
H ευχή πήγε στα σκουπίδια
και η φλόγα στο φιτίλι.
Τι χαμένος.
Κι έκατσα και κοιτούσα.
Εγώ τόσο προσπαθούσα
και για ‘σενα μόνο μιλούσα.
Εσένα θα μισώ.
Γιατί είσαι υπερόπτης.
Κι αν εσύ το έχεις κι εμένα δε μου βγαίνει
τότε είσαι μάγισσα κι ένα πράγμα μένει.
Κάψτε τη μάγισσα.
Εγώ και οι υπόλοιποι εγώ,
θα κρατάμε τον πυρσό.
Κι εσύ πάνω στο ξύλο θα ουρλιάζεις
για να κρατήσεις ζωντανό τον θρύλο.
Οι φλόγες αγκαλιάζουν το δέρμα
και διαλύουν τη μαγεία,
όμως μέσα από κάθε στάχτη,
θα ανθίζει πάντα άλλη μία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου