Έτρεχε με τα κορδόνια λυμένα προσπαθώντας να μην τα πατήσει και πέσει. Δεν προλάβαινε να σταματήσει να τα δέσει, θα έχανε χρόνο. Δεν την κυνηγούσε κανείς αλλά ήθελε να απομακρυνθεί το δυνατόν γρηγορότερο. Ένιωθε πάνω της μυρωδιά από σάλια. Μέσα στη βιασύνη της είχε βάλει τα μισά ρούχα· μέσα από το μπουφάν της δεν είχε φορέσει μπλούζα αλλά το είχε κουμπώσει μέχρι το λαιμό.
Βγήκε λαχανιασμένη από τα στενάκια στη λεωφόρο Συγγρού. Το λεωφορείο μόλις που είχε φρενάρει μπροστά από τη στάση και άνοιξε τις πόρτες. Κατέβηκαν δυο-τρεις επιβάτες. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε μέσα. Ποιο λεωφορείο να ήταν αυτό; Θα ρωτούσε κάποιον επιβάτη αλλά όλοι την κοίταζαν λες και ήξεραν. Κοίταξε τα ρούχα της να δει τι μπορεί να έβλεπαν. Αν ήταν ξεκούμπωτη. Μια χαρά ήταν. Μα γιατί την κοιτούσαν; Που ήξεραν τι της είχε συμβεί; Το λεωφορείο είχε έξι άτομα μέσα. Οι πέντε την περιεργάστηκαν με το βλέμμα τους από πάνω έως κάτω. Ο έκτος κοιμόταν πάνω στο τζάμι.
Προχώρησε μπροστά στον οδηγό.
-Με συγχωρείτε, που πάει το λεωφορείο;
Ο οδηγός την είχε δει από τον καθρέφτη ότι πλησίαζε αλλά μόλις άκουσε την ερώτηση γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της.
-Εσύ που πας;
Πάγωσε. Δεν του απάντησε. Κάθισε λίγο παραπίσω κι άρχισε να δένει τα κορδόνια της προσεκτικά κυρίως για να κάνει κάτι. Τα έδενε λες και ήταν ο σκοπός της ζωής της αυτός.
Ο οδηγός την κοίταξε από τον καθρέφτη.
-Το 040 είναι. Ποιό ήθελες να είναι τέτοια ώρα; Πειραιά πάει.
Της απάντησε με ένα λεπτό καθυστέρηση στην ερώτηση της και αρκετά πιο φωναχτά από όσο χρειαζόταν. Μα γιατί της φωνάζουν; Κράτησε με δυσκολία τα δάκρυά της και του έγνεψε με το κεφάλι κάτι ανάμεσα σε «ναι» και «ευχαριστώ». Θα πήγαινε στον Πειραιά λοιπόν. Σε δυο -τρεις ώρες θα ξημέρωνε και θα έπαιρνε το τρένο να πάει στο σπίτι της. Καλά έκανε και μπήκε στο λεωφορείο, κανείς δε θα την έβρισκε στον Πειραιά. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο συνεχώς. Το λεωφορείο έτρεχε αρκετά ή έτσι της φάνηκε. Μάλλον είχε συνηθίσει να είναι στα λεωφορεία πρωινές ώρες που η κίνηση καθιστούσε την ταχύτητα αδύνατη όμως τώρα το απολάμβανε. «Τρέξε!» έλεγε από μέσα της. «Πιο γρήγορα!»
Δεν έπρεπε να μάθει κανείς τίποτα. Δεν είχε καμία δουλειά να συναντηθεί με κάποιον που γνώριζε μόνο διαδικτυακά. Πως της ήρθε να το κάνει; Δεν έπρεπε. Τα χρέωνε όλα στον εαυτό της. Μα μιλούσαμε κοντά δυο μήνες. Προσπαθούσε να βρει μια δικαιολογία. Και πάλι, δεν έπρεπε. Έπρεπε να τον είχε συναντήσει κάπου έξω. Ή πουθενά. Ή έπρεπε μόλις είδε ότι το σπίτι του ήταν άδειο και ότι στο κουδούνι δεν είχε καν όνομα να βρει μια δικαιολογία να φύγει. Της είπε ότι το άδειασε γιατί θα μετακόμιζε. Κάθισαν κάτω στο πάτωμα σε δυο μαξιλάρια. Τότε έπρεπε να φύγει. Να του πει ότι κάτι πάει να πάρει και πως επιστρέφει αμέσως. Στην τελική δεν ήξερε ούτε αν το όνομα του ήταν το πραγματικό του. Ήταν βλαμμένη. Το επανέλαβε στον εαυτό της. Βλαμμένη, βλαμμένη, βλαμμένη. Της είχε φέρει ουίσκι, έπινε και ο ίδιος. Της έβαλε κι άλλο, κι άλλο. Μα γιατί το ήπιε; Γιατί δεν έφυγε; Τόσο ηλίθια ήταν λοιπόν; Δεν έπρεπε να το μάθει κανείς. Είχε κάνει τεράστια μαλακία. Τέλος.
Μάζεψε τα μαλλιά της πίσω και τα έβαλε μέσα στην κουκούλα του μπουφάν. Της μύριζαν σάλια και ουίσκι. Έπρεπε να λουστεί. Αλλά τώρα προείχε το να φύγει μακριά. Το πρωί έπρεπε να πάει στο κομμωτήριο που δούλευε στις δέκα και μισή. Είχε πελάτισσα για μανικιούρ- πεντικιούρ. Όλα θα ήταν πάλι κανονικά. Θα πλενόταν, θα λουζόταν, θα τα κατάφερνε. Δεν θα έλεγε τίποτα πουθενά. Ποτέ και με τίποτα.
Στο Χατζηκυριάκειο κατέβηκε και ο τελευταίος επιβάτης. Ο προτελευταίος δηλαδή, τελευταία ήταν αυτή. Είδε ότι ο οδηγός την κοιτούσε πάλι από τον καθρέφτη.
-Πού θα κατέβεις; Τη ρώτησε.
-Εκεί που τερματίζει. Είναι μακριά;
-Η μεθεπόμενη στάση.
Την κοίταζε επίμονα. Εκείνος σκεφτόταν τι να θέλει τέτοια ώρα χαμένη, χωρίς να ξέρει που πάει. Προσπαθούσε να μαντέψει την ηλικία της. Δεν την έκανε πάνω από είκοσι. Εκείνη δεν άντεχε το βλέμμα του, άρχισε πάλι να κοιτάζει το μπουφάν της αν ήταν κουμπωμένο. Αν φαινόταν πως από μέσα δεν φορούσε τίποτα. Την κοιτούσε λες και ήξερε τα πάντα. Της φάνηκε πως την έγδυνε με το βλέμμα.
Έφτασαν στην τελευταία στάση. Ο οδηγός σταμάτησε και άνοιξε τις πόρτες. Έστρεψε όλο του το σώμα και την κοίταξε. Το βλέμμα του είχε κάποια συμπόνια τελικά, δεν ήταν τόσο σκληρό όσο φαινόταν από τον καθρέφτη. Αναθάρρησε λίγο.
-Τέρμα; Τον ρώτησε με παιδική φωνή.
-Αφετηρία. Τη διόρθωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου