Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021
#Pause_about_rape| Αυτό | Χαριτίνη Ξύδη
Δεν έχω μιλήσει ακόμα γι’ «αυτό». Πέρασαν δώδεκα χρόνια και δεν έχω καν ονομάσει το περιστατικό ούτε σ’ εμένα την ίδια. Όταν το σκέφτομαι, ή, όταν κάτι πάω να γράψω στο ημερολόγιό μου, και όποτε, εν τέλει, το κατορθώνω, το αναφέρω πάντοτε και το καταγράφω ως «αυτό». Η μνήμη μου, επίσης, το έχει απογράψει ως «αυτό». Από τότε που συνέβη «αυτό». Μετά από «αυτό», κ.τ.λ, είναι το κακό μου ορόσημο, το πιο απεχθές. Δώδεκα βασανιστικά χρόνια που το κρατώ μέσα μου επτασφράγιστο, σαν να έχω διαπράξει φόνο. Στην πραγματικότητα, ούτε τώρα μπορώ να μιλήσω για το «αυτό». Ο λόγος είναι ένας. Κάθε φορά, που το ανακαλώ στη μνήμη μου, ξαναπεθαίνω. Όχι μία, δεκάδες φορές. Είναι λες και ποτίζουν με νιτρικό οξύ τα σωθικά μου και μετά τους ανάβουν φωτιά. Χίλιες φορές καλύτερα, λοιπόν, να μου ξερίζωναν τα δόντια ένα-ένα, να με άγγιζε η μέδουσα-κουτί, με τα 60 της πλοκάμια και τα εκατομμύρια άγκιστρα με το φονικό δηλητήριο, να επιβραδυνόταν η αναπνοή μου, οι χτύποι της καρδιάς μου, να ένιωθα βασανιστικό πόνο στο κορμί για μήνες. Ναι, χίλιες φορές καλύτερα.
Θυμάμαι το μετά, από το «αυτό», πάντοτε τυλιγμένο στο προστατευτικό του πέπλο, που λίγο-λίγο και με τεράστια φροντίδα ανασηκώνω, μην τυχόν και αγγίξω σε μένα κάτι που δεν πρέπει, που πονάει σαν χαίνουσα πληγή, μην τυχόν και γίνει αντιληπτό από τους άλλους, γιατί ένας Θεός ξέρει, τι θα βάλουν με τον νου τους.
Εκείνο το βράδυ, έκανα ένα ζεστό μπάνιο, διπλοκλειδώθηκα στο δωμάτιό μου, ένιωσα το σκοτάδι όπως δεν το είχα νιώσει ποτέ, σαν δεύτερο δέρμα μου, ή μάλλον, σαν να είχα αλλάξει δέρμα και το δέρμα μου πλέον να ήταν το σκοτάδι. Το σκοτάδι θα με κατέτρυχε από δω και πέρα, όπου κι αν πήγαινα. Έτρεμα μην συνηθίσουν τα μάτια μου σε αυτό, τ’ αυτιά μου σε τόση βουβαμάρα κι απόγνωση, σε τόση βαθιά αρχέγονη ερημιά. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως έγινα ένα με τον φόβο μου στα σκοτεινά υγρά δωμάτια και τις παγωμένες αίθουσες των χειρουργείων που μισούσα. Σηκώθηκα και κοίταξα από το παράθυρο. Ίσως αυτή ήταν η τελευταία φορά που κοίταξα κάτι επί πολλή ώρα, χωρίς φόβο και χωρίς να πονάει η καρδιά και ο εγκέφαλός μου από αυτόν.
Από τότε αποφεύγω να κυκλοφορώ τις ημέρες περισσότερο από ό,τι αποφεύγω τις νύχτες. Αποφεύγω τον αέρα και το δροσερό χειμερινό φως, αποφεύγω, κυρίως, τον ήλιο ο οποίος δείχνει και καταδείχνει τα πάντα και δεν αφήνει τίποτε κρυφό. Κι όταν δεν μπορώ να τ’ αποφύγω βγαίνω από το σπίτι ντυμένη σαν με στολή ειδικών καταδρομών. Και τα δόντια μου τα βουρτσίζω λιγότερο. Για να μην είναι κάτασπρα και προκλητικά. Τα καλά ρούχα τα έχω ξεχάσει, ακόμα και τις σπάνιες φορές που βγαίνω με τις παρέες μου, για καφέ ή ποτό, ντύνομαι σαν να πηγαίνω να πετάξω τα σκουπίδια στον κάδο, ή σαν να πάω ν’ αγοράσω καφέ από το μπακάλικο. Για να μην είμαι προκλητική. Ευτυχώς όλοι οι φίλοι μου οδηγούν και αποφεύγω και το περπάτημα, που, κανονικά, μου αρέσει, όσο τίποτε άλλο, αλλά δεν θέλω να βαδίζω, γιατί μπορεί να το κάνω προκλητικά. Δεν έχω περπατήσει σχεδόν καθόλου, από τότε, γιατί εργάζομαι πλέον από το σπίτι. Χθες το βράδυ, μόνο, που με άφησαν στην πόρτα μου, είδα ότι δεν είχα κόκα-κόλα και έτσι ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω μια βόλτα, να δω κάτι όμορφο νυχτερινό και να το τραβήξω με την κάμερά μου, δίχως το φόβο ότι θα μου επιτεθεί κάποιος. Κι όταν είμαι αναγκασμένη να πάω κάπου με τα πόδια την ημέρα, περπατώ σκυφτή, φορώντας μαύρα γυαλιά, για να μη βλέπω τι συμβαίνει γύρω μου. Και σιγοτραγουδάω αφού δεν ξαναφόρεσα ακουστικά στ’ αυτιά μου, γιατί δεν ακούω τι συμβαίνει, ούτε τ’ αυτοκίνητα, ούτε τους θορύβους τους, ούτε ποιος βαδίζει δίπλα ή πίσω μου. Και περπατώ άτσαλα, σαν να ήμουν παράλυτη για χρόνια. Ή σαν τα πόδια μου να είναι άλλης, ή άλλου το μυαλό που προσπαθεί να δώσει εντολές. Κι όσο ψιλοτραγουδώ κάπως βρίσκω έναν κάποιο ρυθμό. Μα, λαχανιάζω και δεν πηγαίνω τόσο γρήγορα όσο θα ήθελα. Ακόμα κι έτσι, όμως, κάτι προλαβαίνω να παρατηρήσω, κάτι να φωτογραφήσω. Στα φανάρια, ας πούμε, που στέκομαι στο κόκκινο, κάμποση ώρα, αν σηκώσω το κεφάλι μου, μπορεί να δω ένα παράξενο πέταγμα πουλιού. Από την πείνα και τη δίψα τους, τα μάτια μου βλέπουν ακόμα και πίσω από τα βουνά.
Όταν συναντώ άγνωστους ανθρώπους κάνω άσχημες σκέψεις γι’ αυτούς για να διώξω την ανάγκη μου να σκηνοθετήσω λίγο την όμορφη στιγμή της συνάντησης ή της επικοινωνίας. Αλλά, έτσι, σκέτη και κατάξερη η ζωή, δεν μ’ ενδιέφερε ποτέ, να σου πω την αλήθεια. Ένα άδειο κινηματογραφικό κάδρο θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Και δεν χρειάζεται να το δικαιολογήσεις σε κανέναν. Οι άνθρωποι σου κάνουν χιλιάδες ερωτήσεις για τη ζωή σου, αλλά μπροστά σ’ ένα έργο τέχνης, λένε συχνά «ωραίο», ή «κακό», ή, «καλούτσικο», ή «αυτά τα σκατά δεν είναι τέχνη», και καλύτερα να σου πει κάποιος «αυτό δεν είναι τέχνη», παρά να σου πει «αυτό δεν είναι ζωή».
Βλέπω, κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη. Αρχίζω να τρέχω. Τα μάτια μου παγώνουν από τον αέρα. Τρέχω προς το δασοφυλακείο, σαν να μου ρίχνουν άμμο κατευθείαν μέσα στην ίριδα και τις κόρες, δεν βλέπω τίποτε μπροστά μου, ξαφνικά χιονίζει, η νύχτα ξεκινά βαριά κι ασήκωτη. Το δάσος με τις οξιές αναβοσβήνει ρυθμικά, μια αρκούδα περνάει πίσω μου, σε απόσταση αναπνοής. Είναι ένας μεγάλος χειμώνας η ζωή μου, τα πουλιά κρώζουν, κρώζουν απαίσια, το στόμα μου γεμίζει πέτρες που κατεβαίνουν προς το λαιμό μου, αλλά είναι αδύνατον να τις καταπιώ, πνίγομαι. Ούτε δρόμος υπάρχει τριγύρω, ούτε ένα σπίτι, μόνο πέτρες που κατρακυλάνε μέσα στο φάρυγγα και το στομάχι μου, από τον οισοφάγο και το νερό των ματιών μου ένας καταρράκτης. Εύχομαι σε όσο ζωντανό χρόνο μου μένει τουλάχιστον να παρασύρει και τις πέτρες. Μια μικρή προβλήτα στο βάθος θα είναι η σωτηρία μου. Πού βρέθηκε εδώ η θάλασσα. Αλλά, ούτε βάρκα, ούτε σχεδία, ούτε ψυχή. Πνίγομαι, πνίγομαι, φωνάζω, και τότε καταλαβαίνω πως βλέπω πάλι τον εφιάλτη. Ποτέ ένας άνθρωπος δεν σηκώνεται από τον ύπνο του τόσο μούσκεμα στον ιδρώτα, καταμεσής του χειμώνα. Η ζωή μου, ξαναλέω, έγινε ένας ατέλειωτος, βαρύς χειμώνας.
Τις περισσότερες μέρες, κάθομαι, από το πρωί ως το απόγευμα, σ’ ένα παγκάκι, που βρίσκεται ανάμεσα σ’ ένα δέντρο και μια βρύση. Όταν διψάω σηκώνομαι, πίνω νερό, και ξανακάθομαι. Όταν κατουριέμαι πηγαίνω πίσω από το δέντρο, κατουράω και μετά επιστρέφω στο παγκάκι. Έτσι περνώ τις μέρες μου. Έτσι περνώ τη ζωή μου- χειμώνα. Υπάρχει ένα μικροσκοπικό κομμάτι γης, κάπου στον πλανήτη ή τριγύρω, που, αν το περπατήσω θα με τινάξει πίσω στο παλιό σώμα μου. Κι υπάρχει κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος, που τον διασχίζω, ακίνητη, πατώντας το ένα πόδι μου με το άλλο, πηδώντας σαν το καγκουρό, και που με κάνει να κατουριέμαι συνέχεια πάνω μου, να κλαίω με λυγμούς στον ύπνο μου, με αναφιλητά πότε-πότε, να βαριανασαίνω στα υπόγεια, και τις εισόδους των πολυκατοικιών, να μη μου φτάνει η ανάσα, να μην είμαι σίγουρη για τίποτε, να γυρνώ το κεφάλι τρομοκρατημένη, ακόμα κι όταν ακούω σύρσιμο σαύρας ανάμεσα στα χόρτα, να συνηθίζω τη βροχή, το κρύο, το χιόνι, ν’ ανοίγω τη βρύση για ν’ ακούω τον οικείο ήχο του νερού, όταν είμαι μόνη μου στο σπίτι, να στοιχίζω τα τέλη, και να στοιβάζω τις αρχές, τις ενάρξεις, ν’ αντιπαθώ όλο και περισσότερο, να κουράζομαι, να την παλεύω. Αν ήμουν αλλού, θα σκάλιζα ένα δέντρο πάνω στο στήθος μου, μια βρύση στον δεξιό κι ένα παγκάκι στον αριστερό μου ώμο. Έστω, θα έδινα μια κλωτσιά σε ό,τι υποχωρεί σε οποιοδήποτε «αυτό». Τώρα έχω καινούρια μάτια. Πόσο αντιπαθητικά μου είναι. Η σκιά μου κοιμάται, βλέπει, αυτή τρώει, καπνίζει, πίνει, μιλάει, επικοινωνεί. Όχι εγώ. Εγώ δεν υπάρχω. Εγώ πέφτω σε κάθε μου βήμα. Μεγαλώνει τα χέρια μου η νύχτα, τόσο που φτάνω μ’ αυτά τον μαύρο ουρανό της, πίνω πολύ από τον μέλανα ζωμό του, και φτιάχνω βλήματα με τον εμετό μου για να πετάω στους αριθμούς του ημερολογίου και στις σελίδες του τις στοιχειωμένες, που ξεκινούν όλες, εδώ και δώδεκα χρόνια, με την λέξη «αυτό». Η σκιά μου διαλύει κάθε κατάφαση κι επιστροφή. Θυμάμαι όλες τις γλώσσες που μιλώ στους εφιάλτες μου και δίνω οδηγίες στον χαμένο αέρα, πώς να φτάσει στις στέγες. Δεν είμαι τρελή, μα, όταν σπάω, γεμίζω τα άσυλα της πόλης με τα απροσάρμοστα κομμάτια μου. Έχω ένα μάτι σε κάθε λόφο της. Για να μπορώ να εποπτεύω τους λύκους και τους δράκους. Να μπορώ να τους εμποδίζω, προκειμένου να προστατεύω όλα τα κορίτσια και τις γυναίκες αυτής της τσιμεντένιας πολιτείας.
Πρώτη φορά που βγαίνω μεσημέρι. Πρέπει να βρω εκείνο το εκκλησάκι, της Αγίας Ιουστίνης της Παρθένου, που μου είπαν πάση θυσία να το επισκεφτώ. Θα βρω τον ιερέα που λειτουργεί εκεί και θα τα εξομολογηθώ όλα. Πριν από λίγη ώρα ήμουν σίγουρη ότι πήγαινα καλά, γιατί είδα πράγματα που υποτίθεται πως θα έβλεπα στο δρόμο μου. Κάθομαι τώρα κάτω από έναν ευκάλυπτο, όχι για την σκιά, τέτοια ώρα η σκιά των δέντρων είναι μέσα στο χώμα, μόνο η δική μου κυκλοφορεί. Κάθομαι εδώ για τον ήχο του. Τα φύλλα του, εκεί πάνω, κουνιούνται με το παραμικρό φύσημα ενός αέρα που, ενώ είναι ανίκανος να κουνήσει τα μαλλιά μου, ή να ξεφυλλίσει τις σελίδες του βιβλίου που έχω ανοίξει, κρατάει συντροφιά στ’ αυτιά μου που έμειναν μόνα τους από την ώρα που τελείωσε η μπαταρία στο κινητό μου και σταμάτησα ν’ ακούω μουσική.
Δεν βρήκα τελικά το εκκλησάκι. Αλλά και το δέντρο σαν άγιος ευκάλυπτος ήταν για μένα, και του μίλησα ελεύθερα και κάπως αδέξια και ίσως με στρεβλή μνήμη, για εκείνο που μου συνέβη. Άδεια, όπως πάντοτε, από τότε, τέλος πάντων, λίγο περισσότερο γεμάτη σήμερα, κι ελάχιστα πιο χαρούμενη, αν μπορώ να το πω, επέστρεψα στο σκοτεινό μου δωμάτιο. Στο σκοτεινό μου παράθυρο. Η νύχτα άπλωνε το σταχτόμαυρο πανί της στο εκράν του ουρανού που έγινε ένα μεγάλο αερόστατο. Άρχισε να βρέχει, ο δρόμος, κάτω από το μπαλκόνι μου, γυαλίζει σαν τεράστιο ασημένιο φίδι. Κάποιοι περιμένουν στη σειρά, στη διάβαση, για να περάσουν απέναντι. Οι άνθρωποι διαρκώς μπαίνουν σε μια σειρά. Μου φαίνεται ότι αγγίζονται κάπως διστακτικά, μα, στην πραγματικότητα, στοιχίζονται διακριτικά, λες και είναι σημαντικό πράγμα η συμμετρία στην απόσταση. Θεέ μου, πόσο σημαντική είναι η απόσταση. Απόψε θα κοιμηθώ, χωρίς όνειρα, όπως διαισθάνομαι. Έτσι κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Έτσι κοροϊδεύω και τους εφιάλτες. Στοιχίζονται κι αυτοί, ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα. Κάποιοι κρατούν ακόμα τα όπλα τους. Των υπολοίπων, τα όπλα, τα έχω πάρει εγώ. Τα βάζω, σιγά-σιγά, στη σειρά. Δώδεκα χρόνια, εκπαιδεύω τα δάχτυλά μου στη σκανδάλη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου