Τα γδαρσίματα πάνω στον καθρέφτη χάραζαν το χρόνο. Παπαρούνες της αγκάλιαζαν το δέρμα. Ένα ξεκούρδιστο βιολί υμνούσε παλιές μελωδίες που έκλαιγαν μυστήριο.
Το πορφυρό φόρεμά της σηκωνόταν.
Το πορφυρό φόρεμά της ήταν μαύρο.
Έπλεε στο πάτωμα. Τα φαντάσματα της χάιδευαν την πλάτη σαν λεπτό σεντόνι του καλοκαιριού. Ένα πέπλο φτάνει για να κρατήσεις πνεύματα και δαιμόνια μακριά μα όχι όσα είχε εκείνη μέσα της.
Φώναζαν να βγουν, φώναζε και η ίδια. Έβηχε και πνιγόταν σε κάθε λυγμό, σε κάθε σταγόνα- ιδρώτα, δακρύων, σάλιων και ηδονής.
Τα τζάμια έσπασαν, η κολόνια της δε μύριζε πια. Το ρολόι χτυπούσε ανελέητα καρφώνοντας τους δείκτες του όσο πιο βαθιά της γινόταν.
Και όταν πια ξέρασε το κακό, λίγο πριν λιποθυμήσει πλησίασε όσα είχε μέσα της μέχρι στιγμής. Ένιωθε τόσο κενή. Τα κεριά έλιωναν και το σκοτάδι σκότωνε τη φλόγα τους.
Το κραγιόν της ήταν παντού εκτός απ΄τα χείλη της μα παρέμεναν ακόμα και τότε κόκκινα. Τα γαλανά της μάτια δεν είχαν πια ουσία καθώς έκλειναν σε κάθε αργοπορημένο χτυποκάρδι.
Έτσι οι γλώσσες μπήκαν μέσα, τα δαιμόνια πήραν όσα ήθελαν και θα το ξαναπάρουν το επόμενο βράδυ. Αν ξημέρωνε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου