Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.
[Ο ΄Ελεγχος
Εντός, εκτός κι επί τα αυτά.]
Ο Μεγάλος Σκύλος, το καινούργιο βιβλίο της Βίκυς Τσελεπίδου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη, είναι βυθισμένο σε μια Καφκική θάλασσα, φτιαγμένη από πυκνό αέρα, αλληγορία και ρέουσες παραμέτρους. Αν λοιπόν, ο Κάφκα είχε κρυοδιατηρηθεί και επανέλθει και ζήσει στις μέρες μας της πανδημίας, ίσως ο τίτλος του βιβλίου του να ήταν αυτός. Φυσικά, δεν υπάρχει καμία διάθεση σύγκρισης ή αντικρυστής παράθεσης από μένα, αυτό θα ήταν άτοπο, - για να είμαι απόλυτα ταυτισμένη με το πνεύμα του βιβλίου χρησιμοποιώ συνειδητά αυτή τη λέξη. Μ΄ολα ταύτα, το καφκικό φως και η ατμόσφαιρα είναι παρόντα και διατρέχουν όλο το βιβλίο. Σε μερικά σημεία δε, φρενήρους έντασης, μου θύμισε την ατμόσφαιρα του Κτίσματος, που το διάβασα πρόσφατα.
Το νήμα της πλοκής στήνεται και σ΄αυτό το βιβλίο πάνω σ΄ένα δίπολο κεντρικών ηρώων γυναικών, έφηβη - ηλικιωμένη, αγαπημένο μοντέλο κι από την Αλεπού για τη Βίκυ Τσελεπίδου. Ο βασικός καμβάς της ιστορίας αφορά μια ηλικιωμένη κυρία, υπό το όνομα Τζόουνς, στην Αγγλία που αποφασίζει να κινήσει τα νήματα προκειμένου εκείνη και ο σύζυγός της να καταψυχθούν μόλις πεθάνουν με τη μέθοδο της κρυγογονικής, ώστε να ξυπνήσουν όταν θα έχει βρεθεί θεραπεία για τις ασθένειές τους και μια δεκαπεντάχρονη έφηβη, τη Μάριον που ξυπνά απ΄αυτή τη διαδικασία.
Αρχικά το να διαβάζεις ένα τέτοιο βιβλίο που ασχολείται με το θάνατο, με τη ζωή, με το ενδιάμεσο, και κυρίως τη μεταζωή, εν μέσω πανδημίας, αποτελεί ήδη ένα μεταφυσικό σχεδόν γεγονός, παρότι το βιβλίο δεν γράφτηκε μέσα στην πανδημία και διόλου δεν επιδιώκει την προσέγγιση αυτή, απλώς διορθώθηκε και εκδόθηκε την εποχή αυτή. Τη Νέα Εποχή, περίοδος που υπάρχει και στο βιβλίο, στην πραγματικότητα στην οποία η Μάριον ξυπνά και προσπαθεί να καταλάβει τι της γίνεται.
Από τις πρώτες αράδες η κινηματογραφική γραφή της Βίκυς Τσελεπίδου, το ευφυές ντεκουπάζ των σκηνών, με παρακίνησε όχι μόνο να "βλέπω την ταινία", αλλά να κάνω και κάστινγκ για τους ηθοποιούς και τους συντελεστές. Πρώτα απ΄όλα, αν αυτό είχε γραφτεί στην Αμερική, και στους καιρούς που ζούμε, το Netflix χωρίς υπερβολή θα ειχε ήδη αγοράσει τα δικαιώματα. Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε ένας αριστοτέχνης μοντέρ γιατί το ντεκουπάζ των σκηνών είναι εδώ αριστοτεχνικό,- η επιλογή της λέξης δεν είναι τυχαία καθόλου -, ανάγεται στη φιλοσοφία της αλληγορίας του βιβλίου αλλά και στο εννοιολογικό του υπόβαθρο. Επίσης, ένας καταπληκτικός βιρτουόζος φωτογράφος θα ήταν απαραίτητος, γιατί τα χρώματα στην Αγγλία είναι μουντά, στο Κτίριο της Μάριον, οπωσδήποτε μεταλλικά και πάλλευκα, σκληρός φωτισμός και απόλυτο σκοτάδι.
Ελπίζω ως τώρα να έχετε ιντριγκαριστεί αρκετά, γιατί αυτό μου συνέβη από τις πρώτες αράδες. Το κείμενο βλέπετε, είναι τόσο δυνατό που σε πιάνει απ΄το λαιμό και λυπάσαι όταν τελειώνει. Σε κυριεύει η ατμόσφαιρα και η ιδιοσυγκρασία τόσο της Κυρίας Τζόουνς, όσο και μέσα στο Κτίριο όπου η δομή έχει τη μορφή συνεντεύξεων (ανακρίσεων;) στις οποίες υποβάλλεται η Μάριον αφού ξυπνά, οι οποίες καταλήγουν στην ανατροπή του τέλους του βιβλίου.
Το βιβλίο λοιπόν για μένα έχει στη ραχοκοκκαλιά του αναδυόμενη με ανατριχίλα τη λέξη ΕΛΕΓΧΟΣ. Η κυρία Τζόουνς, βλέπετε, είναι αφοσιωμένη, ψυχή τε και σώματι, στον στόχο της, τη συγκέντρωση χρημάτων για την διαδικασία της κρυογονικής και μετέπειτα στη διασφάλιση ότι τίποτε δεν μπορεί και δεν πρέπει να πάει στραβά. Αυτό όταν το διαβάζεις την εποχή της πανδημίας, όπου όλες οι σταθερές όλων των ανθρώπων, ό,τι έχουν προσπαθήσει να ελέγξουν, πράξεις, καριέρες, ανθρώπους έχουν βγει όλα εκτός, και σιγά σιγά έχει χαθεί ή έχει γίνει σκοπός ο έλεγχος εντός, τότε καταλαβαίνεις πόσο επίκαιρο καθίσταται ένα τέτοιο βιβλίο.
Και εγείρει σιγά σιγά τα ερωτήματα, που θα μπορούσε άνετα να τα καταγράψει σε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, αλλά τα αφήνει οξυδερκέστατα, ως αγαπημένου είδους μου σουπιά-συγγραφέας, να αναδύονται απ΄την πλοκή, αφήνοντας με το μελάνι της να μας κατακλύσει η αχλύ από τις αντιδράσεις των χαρακτήρων και την επενέργεια τους στα γεγονότα: Μπορούμε να ελέγξουμε πώς θα ζούμε; Πώς και πότε κυρίως θα πεθάνουμε; Μπορούμε να ορίσουμε το θάνατό μας, και κυρίως μπορούμε να εξασφαλίσουμε τη μετά ζωή; Τη μεταζωή; Και μήπως εν τη διαδικασία, χάνουμε την ουσία, κτίζουμε παλάτια στην άμμο, ή στον πάγο καλύτερα, γιατί ο πανδαμάτωρ όχι χρόνος, αλλά θάνατος, όταν συμβεί, όταν έρθει, τα αφήνει όλα στον TOΠΟ;
Αυτή είναι η παγίδα από τη μιά μεριά του Ατλαντικού, - που κάνει την αποτελεσματικότητα της Κυρίας Τζόουνς να φλερτάρει με το χειρισμό, άλλωστε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει ο χειριστής όσο κι ο καθ΄όλα πρόθυμος χειριζόμενος.
Γιατί στον αντίποδα, κάπου όπου φαντάζομαι ότι ξυπνάει η Μάριον, η στόχευση είναι εντελώς αντίθετη. Η αποτίναξη του ελέγχου, η επιβολή της ελεύθερης σκέψης, που το σύστημα προσπαθεί να φυλακίσει αλλά μέχρι σήμερα ιστορικά δεν τα έχει καταφέρει. Ποιος είναι ικανός να ελέγξει πότε θα πεθάνει κάποιος; Ποιος μπορεί να ορίσει τι σημαίνει θάνατος; Τι σημαίνει ζωή; Υποταγή στο σύστημα; Παπαγαλία κανόνων; Πώς μπορεί το άτομο να αρνηθεί να συμπράξει στην αλλοτρίωση; Να αντιδράσει κάνοντας τη διαφορά; Και οι λειτουργοί του συστήματος; Μήπως έρχεται και γι΄αυτούς κάποια στιγμή να αμφισβητήσουν την παντοδυναμία του, να ορθώσουν ανάστημα, να γκρεμίσουν τις ψευδαισθήσεις, να απαιτήσουν αλήθεια;
Ο θάνατος είναι εξαφάνιση; Η ανάμνηση πεθαίνει άραγε ποτέ; Η μνήμη μπορεί να σβήσει όταν αυτός που θυμάται δε θέλει να ξεχάσει ποτέ; Μπορεί να τα σβήσει όλα ο θάνατος, ή μπορεί να είναι μια χρυσή μεταζωή; Μήπως θα χρειαστεί να επανεφεύρουμε τις λέξεις, να έχουν άρωμα, να είναι πολύτιμες, έγχρωμες και εύγευστες σαν ζουμερά πορτοκάλια;
Κι οι σχέσεις των ανθρώπων; Ο έρωτας; Γίνεται κάτι άλλο; Μεταλλάσεται όπως ο ιός; Γίνεται εργαλείο ελέγχου, ή άλλοθι χειρισμού ή ακόμα μπορεί να καταλήξει "μια ξένη φορτική" όπως λέει κι ο Αλεξανδρινός ποιητής;
Η φιλοσοφική αναζήτηση, με σαφείς αλλά αδιόρατες αναφορές σε όλα τα υπαρξιστικά και υπαρξιακά ρεύματα, στις φιλοσοφικές θεωρήσεις περί θανάτου και ζωής, από τη θεολογική ως την απολύτως πραγματιστική, συνεχίζεται με υπόγειο τρόπο, αυτόν της αλληγορίας, αλλά και της εκφοράς του λόγου των ηρώων σε όλο το βιβλίο. Τα εξετάζει όλα με συμβολαιογραφική ακρίβεια η συγγραφέας και επαναδιατυπώνει ή θέτει σε συζήτηση όλα όσα μας απασχολουν αιώνες τώρα για τη ζωή, την αγάπη, το θάνατο. ΄Ολα όσα αυτόν τον καιρό, μας απασχολούν και έχουμε χάσει τον έλεγχό τους, ή τουλάχιστον αυτόν τον έλεγχο που νομιζαμε - όπως ο αξιολογητής Σάντερς που εξετάζει τη Μάριον -, ότι είχαμε πάνω τους.
Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο αυτό αποτελεί χρυσό οδηγό για τη συνεχειά μας. Μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης ματιάς, μια πραγματεία θανάτου, αλλά κατ΄ουσίαν και εν κατακλείδι είναι ύμνος της ζωής. Η ατμόσφαιρα προς το τέλος, εκεί λίγο πριν την τελική ανατροπή, θυμίζει την αντίστροφη πορεία του κόσμου του Μπέντζαμιν Μπάττον. Αυτή είναι άλλωστε,κατ΄εμέ, και κατά τη συνάφειά μου με το βιβλίο, η κινητήρια δύναμη της προσπάθειας του ανθρώπου να ελέγξει το φόβο του θανάτου. Είναι η αναίμακτη ανακάλυψη του τι υπάρχει στο επέκεινα, ποια συνδεσμολογία καλωδίων, ποιος δρόμος. Γιατί αυτήν την ανακάλυψη την έχει συνδέσει υπαρξιακά, έχει συνδυάσει το τέλος του ο άνθρωπος, με την ανώδυνη, ομαλή επιστροφή στην ίδια την αρχή. Στη μήτρα. Στην άνευ ορίων και όρων αγκαλιά. Εκεί που όλα μυρίζουν πορτοκάλι. Κι όλα θυμιζουν πορτοκάλι.
΄Οσο για μένα η εμπειρία της ανάγνωσης αποτελεί ήδη μεταζωή. Είναι οδηγός μου, στη Νέα Εποχή, για τα επόμενα που θα έρθουν, το βιβλίο αυτό. Από προσωπική διεργασία έχω μάθει και ξέρω πια να αξιοποιώ τον τόπο που με ταξίδεψε. Δεν θα φοβάμαι ή μάλλον θα πορεύομαι αντάμα με το φόβο και θ΄αφεθώ στο τώρα που είναι εδώ, χωρίς προσπάθεια να ελέγξω τίποτε. Θα περπατώ και θα κρατώ το μέρος της καρδιάς ζεστό, δεν θα την αφήσω να παγώσει.
Και δεν θα ξεχάσω να θυμάμαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου