Γράφει η Μαρίνα Καρτελιά.
"Πόσο θάνατο, σκέφτηκα, πρέπει να κουβαλάμε μέσα μας για να επανεκτιμήσουμε το θαύμα της ζωής;"
΄Εξοδα Νοσηλείας
To βιβλίο αυτό έσκασε αναπάντεχα ανάμεσα στα βιβλία που με βρήκαν στη 17η διαδικτυακή ΔΕΘΒ, σε μια παρουσίαση που είχε θέμα τη μνήμη ("Η ατομική και συλλογική μνήμη ως όχημα του χρόνου στη λογοτεχνία"). Και πράγματι, αποτελεί κυρίαρχο θέμα του βιβλίου, με ποικίλους πυλώνες και εκφάνσεις.
Η πρωτογενής ιστορία αφορά έναν επαγγελματία της υγείας, φροντιστή ασθενών με χρόνια ή το πιο συχνά προβλήματα που αποβαίνουν μοιραία για τη ζωή τους. Η αφήγηση της ιστορίας του, διακόπτεται μετά το δεύτερο μισό του βιβλίου όπου εν είδει ημερολογίου, αν και σε μένα φάνηκε σαν προσωπικό μανιφέστο, ένας από τους ασθενείς του, ή καλύτερα ένας από τους ασθενείς που περιποιειται, καταθέτει την ψυχή του σε περίπου 16 σημεία.
Kαι αφηγητής ξαναγίνεται ο ήρωας του βιβλίου, ως την τελική πραγματικά αναπάντεχη ανατροπή του.
"Προορισμός των πάντων είναι να αλλάζουν, άλλοτε προς το καλύτερο, κι άλλοτε προς το χειρότερο, εκτός απ΄τις αναμνήσεις κι απ΄τις απώλειες".
Το βιβλίο σε ένα πρώτο επίπεδο θίγει το θέμα της άνοιας και των ασθενών που πάσχουν απ΄αυτή. Ο ήρωας φροντιζει τέτοια άτομα ενώ παράλληλα βιώνει στην ίδια του την οικογένεια το πώς είναι να ζεις με έναν πάσχοντα από άνοια ή αλτσχάιμερ, έτσι κι αλλιώς οι παράμετροι φροντίδας είναι εξαιρετικά κοντινοί.
Η αληθοφάνεια της περιγραφής όμως ειναι τόσο καταιγιστική που με κράτησε πολλές φορές στο σημείο που διάβαζα αποσβολωμένη. ΄Εχοντας ιδίαν πείρα από άτομο στο εγγύτερο οικογενειακό περιβάλλον, δυσκολεύτηκα πολλές φορές να συνεχίσω την ανάγνωση διότι πραγματικά χτυπούσε φλέβες που δεν ειχα καταλάβει ότι είχαν παραμείνει πάλλουσες. Κι επειδή τα όσα λέει, είναι πολύ βαθιά στην αλήθεια του φροντιστή και η ματιά στον πάσχοντα τόσο διαυγής και λεπτομερής, θα το συνιστούσα σε φορείς σχετικούς με την ασθένεια, και πριν απ΄όλα στους φροντιστές τους. Θα έλεγα ότι θεωρώ πως θα τους βοηθήσει να δουν πραγματικά την ασθένεια σε ένα άλλο μεγαλείο, με την έννοια του πρίσματος και να καταφέρουν να βοηθήσουν ουσιαστικά και πρώτα τον εαυτό τους στο πώς να σταθούν σωστά ως άνθρωποι και ως φροντιστές. Κι όχι μόνο εκείνοι, αλλά κι όλοι μας, ως κοινωνία ανθρώπων.
Ωραία, και τώρα, το τραύμα. Το τραύμα το ανεπούλωτο, που τριγυρνά στις σκιές των χρόνων και ξαναγυρνά πάντα. Διότι το τραύμα θυμάται. Αισθάνεται, αγαπά. Κι αυτός που το αφήνει αφρόντιστο ή απλά κουκουλωμένο, αλλά αναβάλλει την οδυνηρή ίαση, το ίδιο. Τότε οι σκιές ξεπετάγονται στο φως και το κατακλύζουν όλο, όπως συμβαίνει με τον ήρωα, που μέσα απ΄την προσωπική του πορεία επιστρέφει στον έσω εαυτό, στο παζλ της ύπαρξής του που παραμένει σωρός κουβάρι απο κομμάτια αταίριαστα, όπως το παζλ του πίνακα που ο ήρωας προσπαθεί επί ματαίω να προχωρήσει τα άγρυπνα βράδια.
"Ομολογώ. Συμφιλιώνομαι. Διατυπώνω τον απολογισμό μου. Και πάνω απ΄όλα, προβαίνω σε χειρονομίες".
Ο ύπνος και η λήθη, οργανικές λειτουργίες και συναισθήματα συνυπάρχοντα, δεν τον επισκέπτονται συχνά, αλλά το ανεπίλυτο γιατί γίνεται ξεκάθαρο μοναχά στο τέλος του βιβλίου. Σε όλη την ιστορία, συνεχίζεται και επανακαταστρώνεται η διαπραγμάτευση της σχέσης του με τον πατέρα, αυστηρό αλλά παρόντα και φροντίζοντα, και της μητέρας, γλυκιάς αλλά άπουσας και γι΄αυτό οιωνεί βασανιστικά παρούσας.
Η περιγραφή όμως αυτού του τραύματος, της χαίνουσας μνήμης, του αλύτρωτου μαρτυρίου, του ανήσυχου ύπνου γίνεται με τρόπο τρυφερό, καταιγιστικό αλλά όχι καταθλιπτικό, η γραφή είναι απλή αλλά η λέξη βαριά και συναισθητική. Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, χρησιμοποιεί μια καθόλα χρήσιμη για την εσωτερική κάθαρση του αναγνώστη αντίθεση, ενός λειτουργικού σώματος χωρίς μνήμη και σχεδόν χωρίς αισθήσεις του γέρου πατέρα, αλλά και της γιαγιάς μητέρας ενός Θοδωράκη, από τη μια, και ενός σφύζοντος από σκέψεις, όνειρα, μυαλό και μνήμες ακυβέρνητου σώματος, από την άλλη.
Κι όμως, όλη αυτή η πεισιθανάτια εκ πρώτης όψεως ατμόσφαιρα είναι γεμάτη ζωή. Αισιοδοξία. Δεν έχει παραίτηση παρόλη την απογοήτευση. Ο ήρωας του βιβλίου ελπίζει, εύχεται, επιζητεί τη λύση, τη λύτρωση. Το δρόμο προς τη γεμάτη ουσία ζωή, προς την βαθιά, δικαιωμένη αγάπη. Τα καταφέρνει να τη βρει;
Αφήνω τελευταία την πρώτη εντύπωση που με χτύπησε κατάμουτρα απο την αρχή της ανάγνωσης. Το κείμενο, ενώ φαντάζομαι γράφτηκε πολύ πριν την αρχή της καραντίνας, περιέχει περιγραφές για το σύστημα και ειδικά της υγείας, πολύ κοντινές ή σχεδόν ίδιες με την πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα μέσα στην πανδημία. Σε όλες τις πλευρές του συστήματος, στους ασθενείς, στους νοσηλευτές, στο νοσοκομείο, στις διαδικασίες. Σε όλα.
Κι αυτό το ίδιο σύστημα, αδηφάγο και απρόσωπο, ο ήρωας, με την προσωπική του πορεία και τις επιλογές του καταφέρνει να το νικήσει, ή να μην νικήσει αυτόν τον ίδιο το σύστημα, ψάχνοντας τους τρόπους να ξεχωρίσει απ΄το σωρό, να φύγει έξω από το κοινό μέτρο.
"Νομίζω ότι όποιος για πολύ καιρό έχει ζήσει στην απόρριψη δεν μπορεί παρά να μοιράζεται την ίδια μοίρα, την ίδια αγωνία, την ίδια απορία μ΄όσους συνεχίζουν να ζουν σε αυτή την απόρριψη - αλλιώς δεν έχει μάθει τίποτα."
Αν θα τα καταφέρει... Δεν σας το αποκαλύπτω. Το ταξίδι δεν έχει νόημα έτσι, ο σκοπός είναι να το βιώσετε κι εσείς, όπως κι εγώ, να ψάξετε και να βρείτε τον εαυτό σας κατά πάσα πιθανότητα, κατά τη διάρκειά του. Στις σελίδες του βιβλίου.
Κι επειδή στη λογοτεχνία, όπως και στη ζωή, όποιος ψάχνει βρίσκει, είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξη για σας. Σας εύχομαι καλό ταξίδι. Τα έξοδα νοσηλείας δικά σας.
΄Εξοδα Νοσηλείας
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γεννήθηκε το 1970 στο Δυτικό Πέλλας. Εργάζεται ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση.
Του ίδιου:
"Τρεις μνήμες και δύο ζωές" (διηγήματα), εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005,
"Καλά μόνο να βρεις", (νουβέλα), Κέδρος, 2006, "Το παραμύθι του ύπνου" (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο, 2008, "Αστοχία υλικού" (μυθιστόρημα), Μεταίχμιο,2010, "Ζώνη πυρός" (διηγήματα), Μεταίχμιο, 2014, "Η ιδιωτική μου αντωνυμία" (μικρά πεζά), Κίχλη, 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου