Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά
Απόσπασμα από τα Βερολινέζικα Χρονικά, μια σειρά άρθρων του Γιόζεφ Ροτ, που δίνουν τη δική του ματιά για το Βερολίνο της εποχής. Αποτελούν εξαιρετική ηθογραφία, αλλά όχι μόνο, καθώς μέσα από τις περιγραφές ο συγγραφέας αποτυπώνει την κριτική του ματιά για τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία.
Το συγκεκριμένο καφέ, το Σβάννεκε, δεν υπάρχει πια, ωστόσο υπάρχουν καφέ σαν αυτό και σήμερα στο Βερολίνο.
Κατά τα λοιπά, η γραφή και η υποδόρια εικονοποίηση όλων των παθογενειών της κοινωνίας, καθιστούν το κείμενο εξαιρετικά επίκαιρο και με μια φρεσκάδα και ειλικρίνεια που δεν συναντάται συχνά.΄Ενα βιβλίο που αξίζει να διαβάσετε.
(1928)
Φωτ. από το βιβλίο. |
Παρόλο που ο θόρυβος που κάνουν συζητώντας οι θαμώνες είναι πολύ πιο σοβαρός από τα θέματα που πραγματεύονται, αυτό που τελικά προκύπτει είναι μια ατμόσφαιρα κοινωνικού σχολιασμού και ασάφειας, που συνήθως αποκαλούμε "φημολογία". Η πολύ συγκεκριμένη ένταση της φωνής, με την οποία ο ένας λέει στον άλλον τα νέα, δημιουργεί το ακουστικό μισοσκόταδο, το τονικό ημίφως, όπου η είδηση χάνει το περίγραμμά της, η αλήθεια αποκτά σκιές ψέματος και το νέο έχει τα χαρακτηριστικά της ίδιας του της διάψευσης. Κι όπως στο φως μιας δυνατής, αλλά τρεμάμενης φλόγας δεν μπορεί κανείς να δει σωστά κανένα πράγμα, το ίδιο δυσκολεύεται κι ο ακροατής, όσο κι αν βάζει τα δυνατά του, ν΄αξιολογήσει τα λόγια που του σερβίρουν· ιδίως αν πρόκειται για μυστικά, όπως στις περισσότερες περιπτώσεις.
Το στέκι των Βερολινέζων καλλιτεχνών και διανοούμενων (όπου τα μεσάνυχτα βρίσκει κανείς όλους αυτούς που το προηγούμενο βράδυ ορκίζονταν ότι δεν θα πάνε πια εκεί, δεν πατάνε το πόδι τους, για την ακρίβεια ούτε που θυμούνται από πότε έχουν να πάνε), φιλοξενεί το είδος εκείνο των φτασμένων μποέμ, των οποίων η φερεγγυότητα είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης. Κανείς από τους θαμώνες δεν έχει ανάγκη να γυρίσει στο σπιτάκι του πιο αργά απ΄όσο του υπαγορεύει το αστικό του ένστικτο. Και πράγματι: Κάθε βράδυ το παίρνει απόφαση, να μην ξανάρθει σε τούτο το μέρος. Αλλά ο φόβος τον σπρώχνει· φοβάται πως οι φίλοι του, αυτοί που τον περιμένουν εδώ για να πούνε όλοι μαζί τον καλό τους λόγο για άλλους, θα βρουν την ευκαιρία και θα πουν τον κακό τους λόγο για τον ίδιον - αν τυχόν λείψει. Κι έτσι κάνει κουράγιο και δίνει το "παρών" εκεί όπου μάλλον χρειάζεται περισσότερο κουράγιο η απουσία. ΄Ερχεται για να μη διαταράξει την ομόνοια που πλέκοντας φόβο και δυσπιστία φωλιάζει στα τραπεζάκια· έρχεται για να προστατέψει τον εαυτό του και την παρέα του από τα κουτσομπολιά και τις συκοφαντίες, που κυκλοφορούν - όχι μακριά, στα διπλανά τραπέζια. Αν κάποιος μπορούσε να βρεθεί καθισμένος ταυτόχρονα σε όλα τα τραπέζια, τότε δεν θα άκουγε παρά μόνο καλά λόγια να λέγονται για πάρτη του· και το θαύμα, που ο ίδιος θα πραγματοποιούσε, θα ΄ταν στ΄αλήθεια ασήμαντο σε σύγκριση με το άλλο, που θα αναγκάζονταν να κάνουν οι άλλοι. ΄Ετσι κι αλλιώς οι περισσότεροι πλησιάζουν τα όρια του θαύματος, αφού καταφέρνουν να ελέγχουν περνώντας στα γρήγορα όλα τα τραπέζια, το ένα μετά το άλλο. Υπολείπονται, ωστόσο· γιατί δεν μπορούν να προλάβουν την ταχύτητα με την οποία οι καθισμένοι καταφέρνουν ν΄αλλάξουν θέμα - και, περιστασιακά, και γνώμη.
Υπάρχουν φυσικά και αρκετοί, που λόγω θέσης και φήμης μπορούν να σηκώνονται, αλλά όχι να περιφέρονται ή να επισκέπτονται άλλα τραπέζια. Δεν έχουν ούτε αυτοί ανοσία στο φόβο: αγωνιούν μήπως κάποιος μιλάει άσχημα για λογαριασμό τους. Αλλά σηκώνουν το δυσάρεστο φορτίο της κακής γνώμης των άλλων ως απόδειξη της σπουδαιότητάς τους - και τη δυσπιστία που όχι ακόμα φτασμένοι κρύβουν μέσα στην προθυμία, στην κινητικότητα και στην ευγένειά τους, αυτοί που μεταμορφώνουν σε συμπεριφορά περιφρονητική, υποτιμητική προς τους άλλους. ΄Ολοι αυτοί, που τώρα δεν του χρειάζονται, είναι αόρατοι για κείνον που θα τους χρειαστεί σ΄έναν χρόνο· αόρατοι σαν τον αέρα, που τον ανασαίνει βέβαια, αλλά δεν τον βλέπει. Σιγά, μη βιάζεστε! Σύντομα θα περάσουν απ΄αυτήν την άυλη διαφάνεια της ανωνυμίας στη χειροπιαστή σωματικότητα της ψευδωνυμίας, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να κάτσει στην πολυθρόνα πίσω από ένα γραφείο. Κι αυτοί, που σήμερα ακόμα ονειρεύονται να γίνουν οι σκιές κάποιων φημισμένων σωμάτων, μια μέρα θα αποκτήσουν δικές τους σκιές, που θα τις ρίχνουν προστατευτικές στους ανώνυμους, τους διάφανους, τους αόρατους. Θα μοιράζουν τότε αυτοί τις κινηματογραφικές κριτικές, που σήμερα πέφτουν στα χέρια τους μια δυο φορές το χρόνο μόνο, σαν θεόσταλτο δώρο· θα παίρνουν μέρος σε ομιλίες, που σήμερα παρακολουθούν θέλοντας και μη# στις πρεμιέρες θα κάθονται δίπλα στους κριτικούς, κριτικοί πια και οι ίδιοι, αλλά κριτικοί μιας νέας "τάσης", με νέα ορολογία, χάρη στην οποία θα φυλάγονται από τις κρίσεις και θα αποκτούν προκαταλήψεις. Συνιστάται, λοιπόν, στους προσεκτικούς να μην αγνοούν ούτε τον πιο ασήμαντο από τους παρευρισκόμενους, να μην παραβλέπουν ούτε τους αόρατους - να τους κοιτάζουν κι αυτούς με ύφος προσοχής και εκτίμησης· και να χαιρετούν ακόμα και τις σκιές, σαν να ΄χανε κορμί χειροπιαστό και στόμα ν΄απαντήσουν. Κατά τη διάρκεια των πολλών χρόνων, που είχα την ευκαιρία να παρατηρώ τη γερμανική "διανοούμενη σκηνή", έχω δει πολλά μηδενικά να κολλάνε σε νούμερα και μαζί να φτιάχνουν αριθμούς, που πρέπει κανείς να τους λαβαίνει υπόψη του και να τους λογαριάζει. Μάλιστα. Κάποιοι που δεν ήταν στην κοινωνία του Σβάννεκε παρά διακοσμητικές κάθετες γραμμούλες στην ανυπαρξία του περιθωρίου, μεταμορφώθηκαν σε παύλες ανυποψίαστων λογαριασμών. Και άλλοι, αναλφάβητοι, που περίμεναν στους προθαλάμους των γραφείων σύνταξης συλλαβίζοντας τα άρθρα των εφημερίδων, βρέθηκαν ξαφνικά να γράφουν οι ίδιοι άρθρα κρίνοντας ολόκληρα βιβλία.
Αλλά και οι έχθρες μεταξύ των θαμώνων του Σβάννεκε μπορούν να παρουσιάσουν απροσδόκητες εξελίξεις. Και μόνον οι αδαείς μπορούν να πιστέψουν σε μια έχθρα τόσο ώστε να νομιζουν ότι θα επωφεληθούν οι ίδιοι απ΄αυτήν. Ακόμα και μετά την αδιαμφισβήτητη κήρυξη του λεγόμενου "πολέμου της πένας" - που μαζί με την "εκδίκηση της πένας" είναι τα πιο επικίνδυνα έθιμα των φυλών του Σβάννεκε -, κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει την ταχύτητα με την οποία ένας αρθρογράφος θα θάψει μια παλιά έχθρα, μια έχθρα εβδομάδων και ημερών πολλών εναντίον του τάδε ή του δείνα συγγραφέα, κάτω από το ασήκωτο βάρος μιας φλύαρης επαινετικής κριτικής· και κανείς δεν είναι σε θέση να μαντέψει το γιατί, το πώς ή το προς τι. Κάποιοι ενδιάμεσοι, ιδιαίτερα καλά πληροφορημένοι, είναι πότε πότε σε θέση να ενημερώσουν ότι αιτία της προσέγγισης των δύο εχθρών στάθηκε το κοινό τους ενδιαφέρον για ένα καινούργιο μοντέλο αθλητικού αυτοκινήτου. Γιατί εδώ και λίγο καιρό το "τέμπο" έχει γίνει υποχρεωτικό - κι όχι μόνο για την οικοδόμηση, την ανοικοδόμηση και την αναδόμηση κτιρίων στην Κουρφύρστενταμ κι αλλού στη χώρα· τόσο οι υπηρέτες όσο και οι αφέντες του πνεύματος είναι πέρα για πέρα ικανοί και διατεθειμένοι να δώσουν προτεραιότητα σ΄ένα ταξίδι με ταχύτητα ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα, αφήνοντας παρά πίσω την όποια κοσμοθεεωρία τους. Η εμπειρία της μέτρησης της ταχύτητας με την οποία διατρέχουν ένα δρόμο τους κάνει να ξεχνούν την αίσθηση της (μη μετρήσιμης) ταχύτητας, με την οποία ξεχνούν τις δηλώσεις και τις εξαγγελίες τους. Κι αφού στη σύγχρονη λογοτεχνία μας ένα μονόκλ μπορεί μια χαρά να αντικασταστήσει ένα μάτι, δεν είναι πια δυνατόν να διακρίνει κανείς τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια ούτε στα βλέμματα μεμονωμένων αντιπάλων. Γι΄αυτό κι εγώ εδώ και καιρό διαβάζω τις επιθέσεις και τις λοιδορίες τις τυπωμένες στα λογοτεχνικά ένθετα σαν να ΄ταν ήδη συγγνώμες και δημόσιες δηλώσεις μεταμέλειας.
Δεν εκνευρίζομαι χωρίς λόγο για την εσωτερική αρχιτεκτονική του Σβάννεκε, τη μακρόστενη σάλα που θυμίζει διάδρομο, με τα τετράγωνα σεπαρέ αραδιασμένα στις δύο πλευρές της, έτσι που οι παρέες των θαμώνων να μένουν χωρισμένες, σαν να ΄ταν ξένοι κι άγνωστοι. Μ΄ενοχλεί ο στενός χώρος, μ΄ενοχλεί που δεν χωράει όλους όσοι θεωρούν ότι εκεί ανήκουν - ότι αυτό είναι το στέκι τους. Με ευχαρίστηση παραδίνομαι ώρες ώρες στην ιδέα, που περνάει κάποιες φορές από το μυαλό μου: κι εκεί που κάθομαι νωρίς το πρωί σε κάποιο από τα τραπεζάκια του Σβάννεκε, νιώθω σαν να ΄ναι εδώ ένα παράρτημα της Νύχτας. Τη σκέψη μου κυριεύει η εικόνα ενός Σβάννεκε κολοσσιαίων διαστάσεων, ενός οικοδομήματος ανοιχτού, με τρούλο, ικανού να χωρέσει ολόκληρη τη λογοτεχνία, το κοινό της και την κριτική της, την κινηματογραφική παραγωγή και τους σχολιαστές της, τη θεατρική σκηνή και τους δικούς της χρονικογράφους, ακόμα και τα ιδιαίτερα γραφεία εκείνων που προτιμούν το σνομπισμό από τη μοναξιά, που δεν τους ταιριάζει - γραφεία διαλυμένα, σκορπισμένα, όπου μόνο οι γραφομηχανές διακόπτουν το ηχηρό κενό των συλλογισμών. Οραματίζομαι ένα Σβάννεκε που θα ξεπερνάει τις μετρήσεις, θα ξεπερνάει κατά κάποιο τρόπο και τις αισθήσεις: ένα πάνθεον του ζώντος (αν όχι γεμάτου ζωή) λογοτεχνικού κόσμου, το οποίο θα διαθέτει γκαράζ για τ΄αυτοκίνητα των τολμηρών ποιητών της ταχύτητας..., υπερσύγχρονες πίστες για τους υμνωδούς του παρόντος ... κι ένα αεροδρόμιο για τους Ομήρους των εφημερίδων, που πετούν πάνω από τις στεριές, θάλασσες και ωκεανούς.
Frankfurter Zeitung, 2.6.1928,
GW, ii, 928 κ.ε.
Γιόζεφ Ροτ
Βερολινέζικα Χρονικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου