Ονειρεύομαι τις ανθρώπινες ψυχές, το νου που ξεφεύγει, την αγάπη που πνίγει, τους ανθρώπους που μιλούν με τα μάτια…, με την ελπίδα κανείς ποτέ να μην τους διακόψει.
Προσπαθώ να θυμηθώ πότε έγραψα την παραπάνω σκέψη. Έστεκε άτακτα γραμμένη σε ένα απόκομμα χαρτιού μήπως και τη ξεχάσω.
Και όντως δεν τη ξέχασα, γύρισα πίσω με το νου για να μπορέσω να συνδυάσω πρόσωπα, εικόνες και σκέψεις. Σίγουρα ήταν αυτό το καλοκαίρι. Αυτό το περίεργο καλοκαίρι και το πρώτο που δεν κατάφερα να ηρεμήσω με τον ήχο της θάλασσας, αν και βρίσκομαι σε νησί.
Ένα νησί διαφορετικό από τα άλλα, με βροχές και ουρανό συννεφιασμένο παρά την έλευση του καλοκαιριού. Λονδίνο βλέπεις. Στο άκουσμα της πόλης και μόνο σου έρχεται η λέξη «βροχή» και επιβεβαιώνετε σχεδόν καθημερινά.
Δεκαπενταύγουστος ήταν όταν βγήκα έξω με ζιβάγκο. Ποτέ δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα μα το δέχτηκα.
Το δέχτηκα γιατί ακόμα και εδώ ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του και τότε τα περιποιημένα καταπράσινα πάρκα με κάθε λογής λουλούδια γεμίζουν με ανθρώπους όλων των ηλικιών. Παιδιά που παίζουν σε αχανείς εκτάσεις, παρέες της πρώτης νιότης με μπύρες και πίτσες και ζευγάρια μεγαλύτερης ηλικίας που κρατιούνται χέρι χέρι καθισμένοι στα παγκάκια. Δημιουργούν αλήθεια σκηνικό ταινίας στην προσπάθειά τους να απολαύσουν την εφήμερη αυτή φούσκα.
Εγώ συνηθίζω να κάθομαι στην άκρη της λίμνης. Κοιτάω το νερό και απλά ηρεμώ, καθώς ταράζεται από τα πλατσουρίσματα που κάνουν τα πόδια και τα φτερά από τις πάπιες και τις χύνες. Η δύση του ηλίου είναι η αγαπημένη μου ώρα. Τα χείλια μου σκάνε το πιο ειλικρινές χαμόγελό τους, καθώς το βλέμμα μου χάνεται στις μοναδικές αποχρώσεις που παίρνει ο ουρανός. Το κόκκινο και το κίτρινο χρώμα χορεύει και αναμειγνύεται άψογα με το πορτοκαλί και το ξεχασμένο γαλάζιο.
Μα η νύχτα έρχεται γρήγορα… Το φευγάτο μυαλό επανέρχεται και ταράζεται όταν συνειδητοποιεί για ποιον έγραψε την φράση που έψαχνε.
Ήταν απόγευμα. Το λεωφορείο με λίγους ανθρώπους που μετράς στα δάχτυλα του χεριού. Το βλέμμα μου εντοπίζει έναν άνθρωπο, βαριά ντυμένο για την εποχή, να κάθεται στο απέναντι παράθυρο. Μαλλιά άστατα, μακριά, με ένα ξανθο-γκρίζο χρώμα. Αστραγάλους σαν τους καρπούς των χεριών μου που φοβάσαι ότι θα σπάσουν και μόνο στο κουβάλημα του σώματος του. Γρήγορα φεύγω από το περιτύλιγμα και δίνω χρόνο στο πρόσωπό του. Χαμογελάει και παρατηρεί και αυτός τους ανθρώπους, το δρόμο, την άδεια θέση δίπλα του.
Τα μάτια του είχαν χρώμα απαλού γαλάζιου και το βλέμμα του μου θύμισε μια σελίδα λευκού χαρτιού· Έτοιμη να μοιραστείς μαζί της ανάμεικτες ιστορίες που έχουν σβηστεί ή ξεχαστεί με τα χρόνια και ζητούν απεγνωσμένα να γεμίσουν μελάνι.
Αν και το λεωφορείο δεν είχε τη γνωστή πολυκοσμία δεν αργεί να γίνει κάτι που θα ταράξει την ηρεμία του. Είναι πραγματικά απορίας άξιο πως σε όλες τις χώρες, σε όλα τα μέσα, είτε είναι άδεια είτε γεμάτα δυο άνθρωποι καταφέρνουν να «πιαστούν στα χέρια». Μιας και πρόκειται για καβγά της στιγμής οι υπόλοιποι κρυφογελάμε. Μαζί και εκείνος.
Ο καβγάς σταμάτησε και ο άνθρωπος που με «μάγεψε» έπιασε αμέσως κουβέντα με τον κύριο που στεκόταν όρθιος μπροστά του. Ήταν ο γνωστός σχολιασμός που απαιτείται έπειτα από ένα τέτοιο συμβάν. Είχε χιούμορ και μιλούσε αρκετά καθαρά. Σα να το περίμενα και ήθελα να συμμετάσχω μα τελικά κατέβηκε λίγες στάσεις μετά.
Δεν νομίζω να είχε να πάει κάπου συγκεκριμένα, ένιωσα πως απλά κουβαλούσε το σώμα του. Μάλλον το κρεβάτι του δεν βρισκόταν κάτω από κεραμίδια, και το μόνο που τον αγκάλιαζε το βράδυ ήταν ρούχα πεταμένα στην άκρη ενός μαγαζιού, με μόνη του παρέα έναν αφιερωμένο σκύλο.
Αναρωτιόμουν πόσα όνειρα να είχε αυτός ο άνθρωπος; Πόσο γρήγορα σβήστηκαν και πότε; Έχει οικογένεια, φίλους, συγγενείς ή του αρκεί η λιγοστή ομιλία με περαστικούς;
Σε κανέναν δεν αξίζει αυτή η κατάληξη, αυτό γνωρίζω. Κανείς δεν πρέπει να παρακαλά και να αποζητά φαγητό. Κανείς δεν πρέπει στη διάρκεια της νύχτας να μένει σε βρώμικο στρώμα που από τύχη το βρήκε. Κανείς δεν πρέπει να μένει χωρίς τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς που ονειρεύεται.
Εκείνος ο άνθρωπος μου θύμισε πόσο εύκολα η ζωή μπορεί να πάρει άλλη τροπή από αυτή που πιστεύουμε. Μου θύμισε δεκάδες άλλους ανθρώπους που έχω δει να κοιμούνται στην άκρη του δρόμου, με μόνη τους σταθερά ένα ποτηράκι μπροστά τους με λίγα ψιλά.
Σε εκείνους όμως τους ανθρώπους βλέπω τις ψυχές, εκεί ο νους μου φεύγει αλλά δε ξεχνά, εκεί η αγάπη που έχω με πνίγει, εκεί συνειδητοποιώ πως το βλέμμα που ονειρεύεται δεν ξεθωριάζει και εκεί πως τα μάτια που μιλούν ποτέ δε διακόπτονται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου