Πουλιά αλλιώτικα, χαμένα από το νόημα τους, αγριεμένα κοράκια να τρώνε τα κόκαλα τους,
ξερόχορτα, σπασμένα κλαριά, ξεριζωμένα φύλλα
στο κελάρι της μοναξιάς πως τρύπωσαν κι απόκαμαν,
μην βλέποντας κάτι απ’ τη ζωντανή την ένωση στις άκρες των φρυδιών τους
ούτε ακούγοντας τον δρόσο να στάζει μεταμέλεια
να στέλνει όλα του κόσμου τ’ απάνθρωπα στα μετερίζια του Άδη
απ’ τις βαριές ημέρες πάνω απ’ τα καυτά χώματα,
στης στέπας το μπουντρούμι.
Ορφάνεψαν τα σώματα – κι η κυρά άφαντη-
μήτε πίνοντας τη βροχή να μεθάει με κρυστάλλους από ζάχαρη ,
ν’ ανοίγουν νυχτολούλουδα ,ν’ ανασταίνονται οι κρίνοι
απ’ τις πολύπαθες νύχτες , κάτω απ’ τα ξελογιασμένα άστρα,
στης κρυωμένης κουβέρτας το μόνο χάδι.
Ερημωμένοι οι βραχώδεις κρόταφοι, καημούς δαγκώνουν τα λεπτά χείλη
με τα χέρια ξεχειλωμένα βαριά φορτία, αφού μ’ άλλα δεν μοιράστηκαν τα βάρη
με τα πόδια δυο πέτρες θαμμένες στα πατρικά μάρμαρα, αφού ξένες χώρες κι άτσαλα αλισβερίσια με του χρόνου τα καμώματα τις μίκρυναν
με την καρδιά αλλοδαπή παραδουλεύτρα μ’ αφεντικό την ντόπια εξουσία του πόνου,
στα κρυφά να μπαλώνει τις τρύπες της ποδιάς, τα φαγωμένα μαντήλια απ’ τα βάσανα του φόβου,
στα κλεφτά να στρώνει την μακριά πλεξίδα, οι γκρίζες τρίχες φεγγρίζονται κι πέφτουν απ’ το φαρμάκι της λησμονιάς
είναι τούτο εδώ το μέρος, της μοναξιάς , φάλαγγα δίχως δόρατα
φτωχό κι μολυσμένο , σκληρό κι αλλοιωμένο
κυβερνά εδώ ο Χάρος, δίχως αργίες, Κυριακές κι καλοκαίρια
κι εμείς όλα τ’ απωθημένα, τ’ ανάπηρα παιδιά του ,
μαστόρια δικά του να δουλεύουμε, να τον ξενυχτάμε , να τον αναγεννάμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου