μ’ ηλιαχτίδες
π’ ακουμπούν το σταρένιο δέρμα
κι εκείνο ανατριχιάζει.
Ο αέρας τούτος έχει μια γεύση ξένη
και τα δέντρα ακόμα δεν μ’ έχουν μάθει.
Κυνηγώ τα φώτα κάποια βράδια
των σπιτιών απέναντι
και σαν τα πιάσω τα πετώ ψηλά
να γίνουν άστρα μ’ αναμνήσεις.
Να μπορώ να τα φωνάζω
με το μικρό τους όνομα
και να πίνουμε κάπου-κάπου
παγωμένο κρασί
καθισμένοι στην άμμο της παραλίας.
Οι απάνεμοι κόλποι είναι τυχεροί
γιατί ποτέ δεν έμαθαν
μεγάλες τρικυμίες,
και τα κοχύλια που μάζεψα
είναι ήρεμα και πράα
γιατί ποτέ δεν γνώρισαν
ωκεανούς με βάθη.
Μένει να περπατήσω
ξυπόλυτη
εκεί που σκάει το κύμα,
να μάθει κι αυτή η θάλασσα
τα πιο κρυφά μου θέλω.
Πολύ ωραίο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή