Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Κώστας Καρυωτάκης: Η ζωή και το έργο ενός «ιδανικού αυτόχειρα» | Τάσος Ζαννής

«Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις ― είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης»

Έτσι καταλήγει ο Ανδρέας Εμπειρίκος στο πεζό του ποίημα «Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες» από την ποιητική συλλογή Οκτάνα (1964). «Μεγάλος ποιητής». Αυτή ήταν η ματιά του Εμπειρίκου για τον Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος αυτοκτονεί σαν σήμερα, 21 Ιουλίου 1928.


Ποιητής και πεζογράφος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του, κριτικά σκεπτόμενος, αθεράπευτα ρομαντικός. Ο Κώστας Καρυωτάκης γεύτηκε μια πολυτάραχη ζωή, την αναζήτησε, την αγάπησε και στο τέλος τη σκότωσε.

Ταξίδια, έρωτες, πάθη και μια αρρώστια που τον εξαντλούσε και τον έκανε να νιώθει ολοένα πιο μακριά από τη ζωή. Δέσμιος των ίδιων του των ποιημάτων, κάπου ανάμεσα στο εφήμερο της ανθρώπινης φύσης και την υποκρισία στις κοινωνικές σχέσεις, σημάδεψε την καρδιά του με ένα πιστόλι και αυτοκτόνησε σε ηλικία μόλις 32 ετών.

Ο Κώστας Καρυωτάκης ήρθε αντιμέτωπος με το αίσθημα της ιερής απόγνωσης και, σεμνά και αθόρυβα, παραδόθηκε στο αδιέξοδο που τον έπνιγε. Άφησε πίσω του έναν μεγάλο έρωτα που δεν «καρποφόρησε» ποτέ, ένα σημείωμα αυτοκτονίας γεμάτο μυστήριο και απορίες, και «πλημμύρισε» τη νεοελληνική ποίηση με πλούσια στοιχεία του μοντερνισμού.

Οι μετακινήσεις, ο πρώτος έρωτας και η αρχή της δημοσιοϋπαλληλικής ζωής

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη (πατρίδα της μητέρας του, Αικατερίνης Σκάγιαννη) στις 30 Οκτωβρίου 1896. Δευτερότοκο παιδί μιας σχετικά εύπορης οικογένειας, με αρχές και παραδόσεις. Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης εργαζόταν ως νομομηχανικός στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ο Κώστας και τα αδέρφια του (Νίτσα και Θάνος) είχαν συνηθίσει στις πολλές μετακινήσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Έτσι, έζησε κατά καιρούς στη Λευκάδα, την Κεφαλονιά, την Καλαμάτα, την Πάτρα, την Αθήνα, και στα Χανιά.
Δεν είχε πολλές παρέες στα Χανιά. Έμοιαζε φοβισμένος και τρομοκρατημένος. Μάθαινε γαλλικά και γερμανικά και από μικρός ζωγράφιζε και έγραφε πατριωτικούς και αισθηματικούς στίχους που έστελνε σε παιδικά και λαϊκά περιοδικά. Το 1913, σε ηλικία 17 ετών, τελείωσε το γυμνάσιο με «λίαν καλώς» και ερωτεύτηκε τη γειτονοπούλα του στα Χανιά, Άννα Σκορδύλη. Εκείνη ήταν από εύπορη μικροαστική οικογένεια, λίγο μεγαλύτερή του. Ο έρωτάς τους, όμως, δεν κράτησε πολύ γιατί ο Καρυωτάκης εκείνη την περίοδο έφευγε για να σπουδάσει νομικά στην Αθήνα. Παρότι η ερωτική σχέση τους δεν υπήρξε σφοδρή, ο τρόπος που αυτή διεκόπη, ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που ο Καρυωτάκης βίωσε την ερωτική απογοήτευση, επιτείνοντας έτσι το βασανιστικό συναίσθημα της μειονεκτικότητάς του.

Εγγράφηκε στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1917, παίρνοντας την άδεια του Δικηγόρου το 1919. Τα φοιτητικά του χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα. Οικότροφος την πρώτη χρονιά στην Ιόνιο Σχολή και στη συνέχεια σε νοικιασμένο δωμάτιο ή στο σπίτι ενός θείου του. Απέκτησε μια στενή φιλία με τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη και μαζί κατετάγησαν το 1916 στη Φοιτητική Φάλαγγα (από όπου όμως ο Καρυωτάκης έφυγε, δηλώνοντας ότι ήθελε να πολεμήσει και όχι να μείνει κλεισμένος στον στρατώνα).

Με την αποφοίτησή του, το 1918 κατετάγη στον στρατό (όντας ανυπότακτος), ζητώντας και παίρνοντας αναρρωτική άδεια. Κατόπιν, εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη στράτευση, παίρνοντας έτσι μια πρώτη αναβολή. Μετά από μια σειρά αναρρωτικών, το καλοκαίρι του 1921 πέτυχε την οριστική απαλλαγή για λόγους υγείας.
Στο μεταξύ, όντας πότε φαντάρος και πότε πολίτης, δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1919 («Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων»), πήρε μέρος στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό, όπου βραβεύτηκε με το δεύτερο βραβείο (1920) για τη συλλογή «Τραγούδια της Πατρίδας», ενώ εξέδωσε το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Γάμπα» μαζί με τον Άγη Λεβέντη, το οποίο όμως κατασχέθηκε μετά από έξι τεύχη.

Το 1919, τη χρονιά που η κυβέρνηση Βενιζέλου πήρε συμμαχική εντολή να καταλάβει τη Σμύρνη, ο Καρυωτάκης διορίστηκε ως υπουργικός γραμματέας α’ στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε εννιά χρόνια κάνοντας αυτή τη ζωή. Μέχρι το 1928 ταξίδεψε στη Σύρο, την Άρτα, την Αθήνα, την Πάτρα και τέλος την Πρέβεζα. Πρώτα στο Υπουργείο Εσωτερικών στη Νομαρχία Αττικής και από το 1923 κι έπειτα, στο Υπουργείο Πρόνοιας.

Ο έρωτας με την Μαρία Πολυδούρη, η σύφιλη και η μετάθεση στην Πρέβεζα

Το 1921 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Νηπενθή» και έναν χρόνο αργότερα, το 1922, κατά την εργασία του στη Νομαρχία, γνώρισε την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Μια γνωριμία που θα σημάδευε τις ζωές και των δύο.

Φεμινίστρια, ατίθαση, έκανε παρέα με άντρες, έπινε, κάπνιζε και δεν δίσταζε να προκαλεί την όποια προκατάληψη συναντούσε. Η νεαρή ποιήτρια γοητεύτηκε από τον μελαγχολικό νέο και υπήρξε η γενεσιουργός αιτία για τα ποιήματά της. Το έργο της προσανατολίστηκε, όμως, κυρίως στον ανικανοποίητο έρωτα. Ερωτεύτηκαν παράφορα αλλά ο έρωτάς τους ήταν ατελέσφορος και «καταραμένος». Ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη – αρρώστια τότε ανίατη, η οποία αποτελούσε και κοινωνικό στίγμα – και ζήτησε από την Πολυδούρη να χωρίσουν. Εκείνη φέρεται να τον ζήτησε σε γάμο, αλλά ο Καρυωτάκης αρνήθηκε, πληγώνοντας έτσι τα ευγενή της συναισθήματα.

Σε επιστολή που της έστειλε τον Ιούνιο του 1922 της έγραψε:
«Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;» και υπέγραφε: «Με χίλια φιλιά, Κ.».


Ένας έρωτας δραπέτης. Μαρία Πολυδούρη και Κώστας Καρυωτάκης.
Πηγή φωτογραφίας: andro.gr

Όμως, τους χώριζε η άβυσσος της αρρώστιας. Η Πολυδούρη απολύθηκε το 1924 από τη Νομαρχία, χώρισε με τον Καρυωτάκη και αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου. Ο χωρισμός την ρήμαξε ψυχολογικά και ο αρραβώνας δεν κράτησε πολύ, καθώς το μετάνιωσε γρήγορα και έφυγε για το Παρίσι όπου το 1926 προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα, στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Το 1928 την επισκέφτηκε ο Καρυωτάκης και κατέρρευσε όταν την είδε χλωμή και άρρωστη.

Τον Φεβρουάριο του 1924, ο Καρυωτάκης συμμετείχε στη συλλογική σύνταξη του περιοδικού «Εμείς» και τον Αύγουστο της ίδια χρονιάς, ταξίδεψε σε Ιταλία, Γερμανία και Γαλλία. Μια κίνηση που έμοιαζε «λυτρωτική» για να ξεφύγει από το βαρύ ψυχολογικό φορτίο που είχε δημιουργηθεί μέσα του και τον συνόδευε σε κάθε βήμα στη ζωή του. Τον Δεκέμβριο του 1926 συνεργάστηκε με την «Κυριακή» του «Ελεύθερου Βήματος» και δύο ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και του Π. Χάρη «Διάλογοι και ποιήματα για παιδιά».
Τον Δεκέμβριο του 1927 συνεργάστηκε με τη «Νέα Εστία», ενώ παράλληλα εξέδωσε την τρίτη και τελευταία ποιητική του συλλογή, «Ελεγεία και Σάτιρες». Τον Ιανουάριο του 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, όπου μετείχε ενεργά για έναν μήνα, για να αναλάβει τον Φεβρουάριο υπηρεσία στην Πάτρα. Εκεί υπέστη διώξεις από τους ανωτέρους του, με αποτέλεσμα να λάβει δυσμενή μετάθεση για την Πρέβεζα στις 18 Ιουνίου 1928, στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Το μέρος που έμελλε να ήταν και ο τελευταίος σταθμός της ζωής του.

Αηδιασμένος από τον μικροαστισμό και τη ζωή του δημοσίου υπαλλήλου, οδηγήθηκε, μοιραία, σε απόγνωση. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του εκείνη την περίοδο, αναδείκνυε την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του στο ποίημα «Πρέβεζα»:

«…Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κ’ ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία…»

Μαζί με αυτό το ποίημα, έγραψε το «Η ζωή του» καθώς και έξι ακόμα πεζογραφήματα. Ο πόνος του είχε γίνει τρόπος ζωής. Όσοι ήταν κοντά του, παρατηρούσαν τη μελαγχολία του και τον δύσκολο καθημερινό αγώνα που έδινε για να ανταπεξέλθει στην ανιαρή καθημερινότητά του. Η αρρώστια τον είχε εξαντλήσει. Συχνά μιλούσε για την ποιήτρια με τα μεγάλα θλιμμένα μάτια και την ψηλή κορμοστασιά. Έγραφαν επιστολές ο ένας στον άλλον για τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους. Ένα από τα γράμματα που του είχε στείλει η Πολυδούρη, είναι το «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες (1928), και αποτελεί ως σήμερα ένα από τα πιο συγκινητικά ερωτικά ποίηματα.

«… Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες…»
(«Οι τρίλιες που σβήνουν»)

Οι τελευταίες στιγμές και η αυτοκτονία του Καρυωτάκη

Στις 20 Ιουλίου, ο Καρυωτάκης πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο γιος του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού στην ΕΡΤ «Εκπομπές που αγάπησα-Κώστας Καρυωτάκης», ο Καρυωτάκης είχε αγοράσει ένα πιστόλι, το οποίο επέστρεψε μετά από λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι είχε βλάβη, ενώ ο ίδιος είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια. Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν.

Την επόμενη μέρα, το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928, ο Καρυωτάκης έφυγε από το σπίτι και πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη Βρυσούλα, όπου ήπιε μια βυσσινάδα και ζήτησε από τον καφεπώλη μια κόλλα χαρτί και να καπνίσει ένα τσιγάρο Εκεινος έμεινε έκπληκτος όταν είδε τον Καρυωτάκη να του δίνει 75 δραχμές, ενώ η τιμή του αναψυκτικού κόστιζε 5 δραχμές. Στο χαρτί έγραψε αυτές που θα ήταν οι τελευταίες του σημειώσεις. Στο τέλος έγραψε μεταξύ άλλων:
«Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια»

Ο Καρυωτάκης έφυγε από το καφενείο και ο καφεπώλης ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε πριν αυτοκτονήσει δύο ώρες αργότερα. Άρχισε να βαδίζει αργά προς το τέλος της ζωής του. Περπάτησε μια απόσταση περίπου 400 μέτρων στο Βαθύ της Μαργαρώνας, ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο, έστριψε το πιστόλι στην καρδιά του και αυτοκτόνησε. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε το σημείωμα που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του.

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική»

Αυτή είναι η έναρξη του τελευταίου σημειώματος του Καρυωτάκη. Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, αποκαλύπτει ότι ήταν άνθρωπος ξεχωριστής ιδιοσυγκρασίας, όχι όμως δύστροπος, ενώ παρατηρείται και η θέλησή του να αποβάλλει από πάνω του ό,τι σχετίζεται με το επάγγελμά του.
«Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι».

Ο Καρυωτάκης ζούσε έντονα την πικρία από το προσφυγικό δράμα και ήταν τσακισμένος ψυχολογικά από την παρακμή της εποχής.

«Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές, είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας Κ.Γ.Κ».
Ο μελαγχολικός ποιητής δεν μπορούσε να δεχτεί ότι τέλος του θα ήταν τόσο απογοητευτικό για την οικογένειά του. Το στίγμα που άφηνε η σύφιλη στο σώμα, συνοδευόταν και από ένα κοινωνικό στίγμα. Επέλεξε την αυτοχειρία για να γλυτώσει τους δικούς του ανθρώπους από την κοινωνική κατακραυγή.

«[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το σώμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου»
Έφυγε από το καφενείο αποφασισμένος για να δώσει το τέλος που είχε επιλέξει ο ίδιος. Κάτω από έναν ευκάλυπτο, φορώντας το κοστούμι του και το ψάθινο καπέλο του, βρήκε τη γαλήνη και τη λύτρωση που πάσχιζε να βρει η καρδιά του μέσα από την ποίηση. Πάντως, προξενεί εντύπωση ότι, ακόμα και τις τελευταίες του ώρες, δεν χάνει το χιούμορ και τον σαρκασμό του.


Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928).
Πηγή φωτογραφίας: Βικιπαίδεια

Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Ο χρόνος και για εκείνη μετρούσε αντίστροφα. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Απριλίου του 1930, έφυγε από τη ζωή.

Χαρακτηριστικά της Ποίησης του Καρυωτάκη

Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκε σε μια γενιά που ζούσε τις πολιτικές ανακατατάξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, τις αλλεπάλληλες πολεμικές συρράξεις και το διαβρωτικό κλίμα της εποχής. Η γενιά του ’20 χαρακτηρίζεται από παραίτηση και αίσθηση του ανικανοποίητου και της διάλυσης. Η τραυματική ταύτιση ζωής και τέχνης δημιούργησε ένα ψυχικά αποκαρδιωτικό κλίμα. Οι ποιητές του ’20 προσπαθούσαν να καταφύγουν στον σαρκασμό, όμως η λύτρωση κατέληξε σε αδιέξοδο.

Ο Καρυωτάκης αδυνατούσε να προσαρμοστεί στις επιταγές της πραγματικότητας. Η ποίησή του είναι σοβαρή, χωρίς συναισθηματισμούς. Κυριαρχείται από τη ματαιότητα και τον πεσιμισμό. Ο συχνότερος τόνος των ποιημάτων του ήταν ο τραγικός. Ακόμη κι όταν ήθελε να φανεί ήρεμος, δύσκολα έκρυβε τη βαθιά του πικρία και την οξύτατη μελαγχολία του. Κάτω από τη φαινομενική ηρεμία, αισθάνεται κανείς τον μουγκό πόνο και τον πνιγμένο λυγμό του. Ο πικρός αυτοσαρκασμός που αναδίδει η ποίησή του μετουσιώθηκε σε εξόδιο ακολουθία, χωρίς κάθαρση. Οι διαρκείς μεταθέσεις και το στίγμα της ασθένειάς του τον αποδυνάμωναν καθημερινά. Η απαισιοδοξία και η παραίτησή του, τον εξώθησαν στην αυτοχειρία.

Για τον Καρυωτάκη, το περιεχόμενο της ποίησής του ήταν τελεσίδικα δοσμένο. Πραγματευόταν την απόστασή του από τον κόσμο. Το μόνο που τον βασάνιζε ήταν πώς θα την εκφράσει. Κρατούσε μια αντιηρωική στάση και έγραφε ποιήματα για το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, ως διαμαρτυρία, που άγγιζε τα όρια του σαρκασμού. Αυτός ήταν ο τρόπος για έναν επαναστατημένο νέο να δηλώσει την οργή του.

Βίωσε μια Ελλάδα χαμηλού επιπέδου ζωής, με τον ίδιο να δουλεύει ως δημόσιο υπάλληλο, κάτι που τον τσάκιζε. Σε αρκετές περιπτώσεις αποξενώθηκε, όχι όμως επειδή μίσησε τους ανθρώπους αλλά επειδή μίσησε την εποχή του. Ήθελε να αποτραβηχτεί από τη κοινωνία του, και αυτή συχνά του θύμιζε πως ζει μέσα της. Έπρεπε πρώτα να έρθει σε ρήξη με τον ίδιο του τον εαυτό. Η πικρή και καυστική του ειρωνεία κατέληγε σε μια απεγνωσμένη κραυγή. Η απαισιοδοξία ήταν πάντα το κύριο χαρακτηριστικό. Οδηγούταν συνεχώς προς το μηδέν, προς το απόλυτο άγνωστο. Δεν είχε κάποιο ιδανικό, δεν δραπέτευε στα φώτα της πόλης, ούτε έψαχνε καταφύγιο σε «τεχνητούς παραδείσους». Είχε μια ταραγμένη και διάτρητη ψυχολογία και επεδίωκε συνεχώς μια ποίηση ριζωμένη στην υπαρξιακή συγκίνηση.

Η ποίηση του ήταν σκοτεινή και «καταραμένη» όπως και των ποιητών που αγάπησε, μεταξύ άλλων τους Πολ Βερλαίν, Φρανσουά Βιγιόν, Σαρλ Μπωντλαίρ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και Χάινριχ Χίμλερ. Μάλιστα, είχε γράψει το ποίημα «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» το 1921, υπό την επίδραση μιας συναισθηματικής κατάστασης στην οποία ο Καρυωτάκης έμοιαζε αλληλέγγυος με όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.

 «… Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
στους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή,
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι…»
«Φθονούσε» την αθανασία τους, πίστευε πως «μάταια στιχουργούσε» όμως ο Κώστας Καρυωτάκης άλλαξε μια για πάντα την Ελληνική ποίηση.

Γραμματολογικά εντάσσεται στους νέο-συμβολιστές. Χρησιμοποιούσε στοιχεία του υπερβατικού συμβολισμού, όπως αφηρημένες εικόνες, για να δημιουργήσει μια ιδεατή πραγματικότητα. Βρισκόταν σε διαρκή δυσαρμονία με την περιβάλλουσα κατάσταση και καταβαλλόταν από ολέθρια πάθη. Η κυρίαρχη θεματική των έργων του αναφέρεται στη διάσταση ανάμεσα στις επιθυμίες και τα ιδανικά. Εκεί εντοπίζονται κοινά στοιχεία με τη θεματική των Γάλλων συμβολιστών και των «καταραμένων» ποιητών. Ένα από τα θεματικά μοτίβα που χρησιμοποιούσε ο Καρυωτάκης ήταν οι αντιθέσεις μεταξύ:

1. ευτυχισμένου παρελθόντος και δυστυχισμένου παρόντος,
2. νοσταλγία ιδανικού παρελθόντος και σκληρής σημερινής πραγματικότητας και
3. ονείρων-επιδιώξεων και ανικανοποίητων-ανεκπλήρωτων συναισθημάτων.

Μέσω αυτών των αντιθετικών ζευγαριών, ήθελε να δηλώσει πως η σύγχρονη ζωή είναι ρηχή, άρα απατηλή και νόθα, ενώ η ζωή του παρελθόντος ήταν ουσιώδη. Η διάσταση μεταξύ των επιθυμιών και των ψυχικών διαθέσεων, μαζί με τη συνειδητοποίηση της τραγικότητας του κόσμου, καταδεικνύει την αδυναμία της ποίησης να αποτρέψει τη συγκρουσιακή και αδιέξοδη σχέση με την πραγματικότητα. Η στάση της υπαρξιακής αγωνίας που κρατούσε, έρχονταν σε άμεση συνάρτηση με το πρόβλημα της περιθωριοποιημένης θέσης του στην κοινωνία. Μια στάση που τον ανάγκασε να οδηγηθεί στα όρια της σιγής και να αφήσει οριστικά τον ποιητικό του λόγο.


Εφημερίδα "ΕΜΠΡΟΣ" της 27ης Ιουλίου 1928
Πηγή φωτογραφίας: ogdoo.gr

Δημιούργησε το δικό του λογοτεχνικό ρεύμα, τον καρυωτακισμό. Έτσι ονομάστηκε η στάση και η επίδραση που άσκησε ο ποιητής στους συγχρόνους του, οι οποίοι μιμήθηκαν τη μελαγχολία, το υπαρξιακό αδιέξοδο, τον σκεπτικισμό και το αίσθημα της παρακμής του Καρυωτάκη. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, ο καρυωτακισμός αφορά την προβληματική σχέση του ποιητή με τον κοινωνικό του περίγυρο και την προσπάθειά του για κοινωνική διαμαρτυρία. Μαζί με τον Κωνσταντίνο Καβάφη, επηρέασαν την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη, της γενιάς του ’30 (Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος) και των μεταπολεμικών (Μανώλης Αναγνωστάκης, Τίτος Πατρίκιος)

Πρέβεζα: Το τελευταίο μέρος που έζησε ο Καρυωτάκης

Η Πρέβεζα του Μεσοπολέμου, προσδιορίζεται ως αστική μονάδα και θαλάσσιος εμπορικός κόμβος από τις ιδιαίτερες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής, οι οποίες αποτελούσαν ταυτόχρονα και την έκφραση της καινούριας φυσιογνωμίας της Ελλάδας σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Ο Καρυωτάκης προσπάθησε να φέρει στην επιφάνεια τη διαφθορά από τα προγράμματα μέριμνας για τους πρόσφυγες. Αυτό το γεγονός είχε προκαλέσει την οργή του Υπουργού Πρόνοιας, Μ. Κύρκου, ο οποίος τον έστειλε σε δυσμενή απόσπαση στην Πρέβεζα, όπου έφτασε τον Ιούνιο του 1928.


Το σπίτι που έμεινε ο Καρυωτάκης στην Πρέβεζα.
Πηγή φωτογραφίας: ogdoo.gr

Το σπίτι που νοίκιασε τις τελευταίες μέρες της ζωής του, βρίσκεται στην οδό Δαρδανελίων, στο λεγόμενο Σεϊτάν Παζάρ. Έξω από το σπίτι υπάρχει αναμνηστική πλάκα και κατοικούταν τη δεκαετίας του ’90 από την κυρία Λελόβα, κόρη της κυρίας Καλλιόπης Λυγκούρη, σπιτονοικοκυράς του Καρυωτάκη, η οποία δήλωσε στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι «στο σπίτι δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο δικά του χειρόγραφα».

Όντας απογοητευμένος απόλυτα από την πραγματικότητα που βίωνε και μη έχοντας την παραμικρή ελπίδα για κάποια, έστω πνευματική ανάταση, ζώντας μέσα σ’ ένα περιβάλλον θλιβερό και άχαρο από κάθε πλευρά, αηδιασμένος από τον περίγυρό του, έγραψε τους πικρόχολους στίχους για την «Πρέβεζα» (1928).

«Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια»

Από την αρχή του ποιήματος, παρατηρείται μια έντονη δυσθυμία. Ό,τι έβλεπε μπροστά του, τον αηδίαζε. Από τον ήχο των πουλιών μέχρι και τις γυναίκες. Πιθανώς στην Πρέβεζα να άρχισε να συναναστρέφεται με γυναίκες άλλου ήθους και να του δημιουργούν την εντύπωση ότι βλέπουν ακόμα και τον έρωτα σαν αγγαρεία.


Με την αδελφή του, μια φίλη του και τον ανιψιό του στην Πρέβεζα, καλοκαίρι 1927 [πηγή: Σαββίδης Γ.Π. - Χατζηδάκη Ν.Μ. - Μήτσου Μ., Χρονογραφία Κ.Γ. Καρυωτάκη (1896-1928). Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1989

«Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους»

Βρέθηκε σε μια πόλη χωρίς να το θέλει και αισθανόταν να τον καταπιέζει κάθε πτυχή της πόλης. Η θάλασσα και ο ήλιος, που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν πηγές γαλήνης και ευτυχίας, για εκείνον ήταν ακόμα μια πηγή θλίψης και πόνου. Ο Καρυωτάκης ένιωθε εγκλωβισμένος στην απραξία της Πρέβεζας.

«Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει, μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης,
Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψώνει σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης»

Παρουσίαζε μια υποτιμητική εικόνα της Πρέβεζας, χρησιμοποιώντας έντονες ειρωνείες. Ο Καρυωτάκης είχε πλήρη γνώση της ασημαντότητάς του εκεί που βρισκόταν. Τον χαρακτήριζε μια έγκλειστη απομόνωση που τον έκανε να φθείρεται σε μια παθολογική ατολμία.

«Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία»

Ο Καρυωτάκης, αποδεχόμενος μέχρι το τέλος τις ευθύνες που απορρέουν από τη σύγκρουση του εαυτού του με την κοινωνία, χτίζει στην Πρέβεζα τα θεμέλια μιας άλλης ηθικής, ενός άλλου πολιτισμού. Τα ποιήματά του ήταν ο δικός του τρόπος να αντιταχθεί στην κοινωνία. Ήταν μια άμυνα και μια αντίσταση απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα που απεχθανόταν όλο και περισσότερο.


ποίηση: Κ. Καρυωτάκης (απόσπασμα από το ποίημα "Ύπνος") απαγγελία: Δ. Χορν

Αδυνατώντας, έτσι, να «σπάσει» την κοινωνική ασφυξία, ακολούθησε το μονοπάτι της μοναξιάς. Υπό μια οπτική, το ποίημα «Πρέβεζα» έπαψε να έχει «αυτοκτονικό» χαρακτήρα. Ήταν η αναπόφευκτη συνέχεια της ποιητικής του δημιουργίας. Ένας άνθρωπος που δεν «χωρούσε» σε ένα μέρος, μόνο στην ποίηση θα μπορούσε να βρει χώρο για να ζήσει. Κι όταν αυτό το έργο αρχίζει να αυτοκαταστρέφεται, τότε ο ποιητής αποφάσισε να σιωπήσει οριστικά.

Η δική του επανάσταση ήταν η ποίηση. Ως ποιητής, ο Καρυωτάκης ήταν μια ευγενική ψυχή. Πήρε τη λύρα του και μας έκρουσε λυπητερά τις χορδές της, κι έτσι κατόρθωσε αυτό που πρέπει, σε τελική φάση, να επιτελεί η ποίηση: να μας παρασέρνει ειρηνικά, να μας γλυκαίνει τον πόνο, να μετριάζει την πλήξη μας και να μας ανακουφίζει.

«Ὁ ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει
σήμερα πού ῾ναι Κυριακή.
Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει
μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ.
Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι
θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά:
κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά,
κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι.
Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε
εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός.
Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε
καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός.
Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του
κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ,
σὰν τραγουδάκι χαρωπό,
ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου»
(«Κυριακή»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου