«Ονειρεύομαι ότι ζωγραφίζω και μετά ζωγραφίζω αυτό που
ονειρεύομαι»
27 Ιουλίου 1890, ο Βαν Γκογκ, μετά από έναν περιπετειώδη βίο, αυτοπυροβολείται στο στήθος. Δύο μέρες αργότερα, σαν σήμερα, 29 Ιουλίου 1890, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 37 ετών.
Έπασχε από βαριά κατάθλιψη και παρέμεινε πολύ φτωχός και σχεδόν άγνωστος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Κι όπως συμβαίνει με τους περισσότερους μεγάλους της Τέχνης, τα έργα του ασκούν τεράστια επιρροή στην τέχνη του 20ού αιώνα.
Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890), γεννημένος στο Ολλανδικό χωριό Γκρουτ Ζούντερτ, ήταν ένας εκ των σημαντικότερων ζωγράφων του 19ου αιώνα. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και η επίδρασή του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καθοριστική.
Γιος πάστορα, ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, συνεσταλμένος και βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει ένα παιδί, το οποίο είχε επίσης βαφτιστεί Βίνσεντ, αλλά πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του. Έτσι, ο Βίνσεντ ένιωθε πως οφείλει την ύπαρξή του στον θάνατο αυτού του μικρού παιδιού, κι αυτό ήταν κάτι που επηρέασε τον ψυχισμό του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ένιωθε ανάξιος να αγαπηθεί και ταυτόχρονα αναζητούσε την αγάπη και την προσοχή των άλλων απεγνωσμένα.
Σε ηλικία 16 ετών, κι αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, εκεί όπου υπήρξε υποδειγματικός υπάλληλος με αποτέλεσμα, το 1873 να μετατεθεί στο υποκατάστημα του Λονδίνου. Εκεί, λέγεται, ότι ερωτεύτηκε την κόρη της σπιτονοικοκυράς του, Ευγενία Λόιερ. Ο πρώτος αυτός έρωτας όμως για τον νεαρό Βίνσεντ, δεν βρήκε ποτέ ανταπόκριση και η απογοήτευση αυτή, επιβάρυνε επιπλέον τον ψυχισμό του. Ίσως και αυτός να ήταν ο λόγος που ο ίδιος μεταφέρθηκε στο υποκατάστημα του Παρισιού, και να καταλήξει να πάψει να εμπορεύεται πλέον έργα τέχνης το 1876.
Ο Βίνσεντ δεν τα κατάφερνε με τα μαθήματα και μετά από έναν χρόνο, εγκατέλειψε τις σπουδές του. Το 1878, του ανατέθηκε μια θέση ιεροκήρυκα στο Μπορινάζ του Βελγίου, σ’ ένα ορυχείο, όπου ο Βαν Γκογκ επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φτώχεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή ήταν και η περίοδος κατά την οποία ξεκίνησε να σχεδιάζει μικρά έργα και αποφάσισε να ασχοληθεί με την τέχνη.
Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, πήγε στις Βρυξέλλες και γνώρισε τον φοιτητή τότε της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, Αντόν Βαν Ραπάρντ, δίπλα στον οποίο έμαθε τις βασικές αρχές της ζωγραφικής. Έναν χρόνο έμεινε εκεί, και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Χάγη, όπου φιλοξενήθηκε από τον ξάδερφό του, Αντόν Μοβ. Εκεί, ο Βαν Γκογκ ξεκίνησε να καλλιεργεί το ταλέντο του (επηρεασμένος, κυρίως, από τη ζωγραφική του Μιλλέ) καθώς έκανε και την πρώτη του σχέση με την Σίεν Χούρνικ. Ένιωθε μοναξιά, όμως, και το 1883 πήγε στην πόλη Ντουένεν, όπου έμεναν οι γονείς του. Εκεί ζωγράφιζε θέματα που εμπνεόταν από την πόλη. Τον Μάιο του 1885, πέθανε ο πατέρας του και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, εγκαταστάθηκε στην Αμβέρσα, όπου ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, τα οποία όμως, διεκόπησαν πολύ σύντομα καθώς αποβλήθηκε από τον καθηγητή της ακαδημίας, Ευγένιο Σιμπέρ. Παρόλα αυτά, ο Βαν Γκογκ κατάφερε να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη, στοιχεία της οποίας δανειζόταν για τα έργα του.
Την Άνοιξη του 1886, φιλοξενήθηκε στο Παρίσι από τον (επιτυχημένο, πλέον) αδερφό του, Τεό Βαν Γκογκ, στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Με την άφιξή του στην γαλλική πρωτεύουσα, γράφτηκε ως σπουδαστής στο εργαστήριο του Φερνάντ Κορμόν, καθώς και γνώρισε τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάστηκε σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και εκείνη την περίοδο, αποφάσισε να χρησιμοποιεί περισσότερα χρώματα στους πίνακές του. Ήθελε τα έργα του να εκπέμπουν αισιοδοξία αντί για μελαγχολία, όπως αυτά που ζωγράφιζε έως τότε. Χρησιμοποιούσε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρινόταν από τη χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων και απλοποίηση της φόρμας και του χρώματος, κάτι που οι ιμπρεσιονιστές απέφευγαν.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1988, έφυγε από το Παρίσι και εγκαταστάθηκε στην γαλλική πόλη Άρλ, όπου έκανε λιτή ζωή και ζωγράφιζε συνεχώς. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνεύστηκε από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθούσε να αποδώσει και στα έργα του. Εκείνη την περίοδο επινόησε και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο, ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως το κίτρινο, το πράσινο και το μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα «Έναστρη νύχτα» και μια σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο «Κόκκινο αμπέλι» εκείνης της περιόδου, ήταν το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο Βαν Γκογκ εν ζωή.
Στην Άρλ, για ένα μικρό διάστημα, συγκατοίκησε με τον ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν. Η συγκατοίκηση αυτή κάθε άλλο παρά ήρεμη ήταν, καθώς οι δύο ζωγράφοι βρέθηκαν να έχουν έντονες διαφωνίες και να κατέληξαν σε ένα βίαιο επεισόδιο, στο οποίο ο Βαν Γκογκ απείλησε τον Γκωγκέν με ένα ξυράφι. Οι λόγοι για τους οποίους «μονομάχησαν» οι δύο ζωγράφοι είναι μια γυναίκα ονόματι Ραχήλ, η οποία ήταν πόρνη, και για την αληθινή φύση της ζωγραφικής – δηλαδή για το ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ζωγραφίζει κανείς (ο Βαν Γκογκ υποστήριζε πως πρέπει να ζωγραφίζεις από τη ζωή, ενώ ο Γκωγκέν από τη φαντασία).
Ο Γάλλος ζωγράφος απειλούσε να φύγει για πάντα από την Άρλ, καταστρέφοντας το όνειρο του Βαν Γκογκ να ιδρύσει μια ουτοπική αποικία καλλιτεχνών στην περιοχή. Αυτό που είναι γνωστό για το συγκεκριμένο γεγονός, είναι το ότι ο Βαν Γκογκ (λόγω και της ασταθούς ψυχικής του υγείας), μετά τον έντονο τσακωμό του με τον Γκωγκέν, έκοψε το αριστερό αυτί του, κάτι το οποίο, σύμφωνα με ισχυρισμούς, έπραξε έτσι αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.
Το 1889, τα ψυχολογικά του προβλήματα εξελίχθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, σε παράνοια και μανιοκατάθλιψη. Παρέπαιε ανάμεσα στην τρέλα και την ιδιοφυία. Οι παραισθήσεις δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους, με αποτέλεσμα να εισαχθεί στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηρίου του Αγίου Παύλου στο Σεν Ρεμί, όπου παρέμεινε έναν χρόνο. Εκεί συνέχισε να ζωγραφίζει, κυρίως τοπία, κατά τη διάρκεια περιπάτων που έκανε με τη συνοδεία φύλακα, καθώς και αντίγραφα έργων άλλων ζωγράφων. Χρησιμοποιούσε έντονα χρώματα και άφηνε την προσωπική του σφραγίδα, εκφράζοντας τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν εκείνη την περίοδο της ζωής του.
Τον Μάιο του 1890, εγκατέλειψε την ψυχιατρική κλινική και έζησε για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθούταν από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, τον οποίο είχε συστήσει στον Βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Σ’ εκείνο το διάστημα, το μόνο έργο του αποτελούσε την προσωπογραφία του Γκασέ. Ο Βαν Γκογκ είχε αρχίσει να νιώθει εγκαταλελειμμένος καθώς εμφάνισε συμπτώματα έντονης κατάθλιψης. Τελικά, στις 27 Ιουλίου, λέγεται ότι, κατά τη διάρκεια περιπάτου του στους αγρούς, αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος και δύο μέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου του 1890, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 37 χρονών.
Μετά τον θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914). Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια.
Έναστρη νύχτα
Από τη στιγμή της άφιξής του στην Άρλ τον Φεβρουάριο του 1988, ο Βαν Γκογκ παρουσίαζε μια ιδιαίτερη γοητεία στα νυχτερινά τοπία και τους ουρανούς γεμάτους αστέρια. Πίστευε πως οι νύχτες είναι περισσότερο γεμάτες με χρώμα από ότι οι μέρες, κι αυτό ακριβώς ήθελε να ενσωματώσει στα έργα του. Έτσι, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, δημιούργησε τρία έργα τα οποία απεικόνιζαν αυτό που ήθελε: τη νύχτα σε συνδυασμό με το φως των αστεριών. Το πρώτο λεγόταν «Έναστρη Νύχτα πάνω από τον Ροδανό» (Starry Night over the Rhone), το δεύτερο «Το Καφενείο Terace τη νύχτα» (Cafe Terrace At Night) και το τρίτο «Το πορτραίτο του Ευγένιου Μποχ» (Portrait of Eugene Boch).
Αφότου τα ψυχολογικά προβλήματα άρχισαν να του προξενούν παραισθήσεις, τον Ιούνιο του 1889, ο Βαν Γκογκ, όντας ακόμα στο ψυχιατρικό κέντρο στο Σεν Ρεμί ζωγράφισε την «Έναστρη Νύχτα», ένα έργο το οποίο, μετά τον θάνατό του, θα γινόταν από τους πιο γνωστούς πίνακες στον σύγχρονο πολιτισμό (σημειωτέον πως ο πίνακας αυτός, ενέπνευσε τον δημιουργό της αφίσας για την ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (2011) του Γούντι Άλεν).
Tο χωριό βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία, κάτι που αντιπαραβάλλεται με το αίσθημα της περιδίνησης που αποπνέει η ενέργεια του νυχτερινού και ταραγμένου ουρανού, ενώ τα λαμπερά και φωτεινά αστέρια «εκρήγνυνται». Τα κυπαρίσσια (ένα δέντρο που συνδέεται παραδοσιακά με τα νεκροταφεία και το πένθος) που μοιάζουν με σκοτεινές φλόγες, αντιπροσωπεύουν τον σύνδεσμο ανάμεσα στον ουρανό και τη Γη, τη ζωή και το θάνατο.
Το τοπίο είναι γεμάτο κίνηση και ενέργεια. Στον ορίζοντα, ένα λαμπερό μονοπάτι φωτός δεν καταφέρνει να φωτίσει επαρκώς τα βουνά που βρίσκονται από κάτω του. Τα βουνά αποδίδονται με σκούρες γραμμές. Αυτά τα περιγράμματα μοιάζουν να τονίζουν πως τα βουνά δεν ανήκουν στη μεριά του φωτός, αλλά στη γήινη σφαίρα. Η ευφυής τεχνική με την οποία ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε τον πίνακα και συνδύασε τα χρώματα, ενισχύει το αίσθημα του ρυθμού και της κίνησης. Ο Ολλανδός καλλιτέχνης προσπαθούσε να απεικονίσει στους πίνακές του το φως με τρόπο διαφορετικό από τους παλαιότερους ζωγράφους, συλλαμβάνοντας, κατά κάποιο τρόπο, την κίνησή του.
Ο Βαν Γκογκ ήταν βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος. Μετά από μία περίοδο που ήταν πνευματικά ασταθής, όταν ακολουθούσε φαρμακευτική αγωγή για τις κρίσεις του, τα συναισθήματά του ήταν τόσο έντονα που υπερέβαιναν το ορατό, με αποτέλεσμα να δημιουργεί φανταστικές προβολές με το μυαλό όπως είναι το πορτοκαλί φεγγάρι (μερικοί ισχυρίζονται πως αυτό ίσως να οφείλεται στην επιθυμία του να συνδυάσει το φεγγάρι με τον Ήλιο) αλλά κυρίως, το σπειροειδές νεφέλωμα που διακρίνεται στον πίνακα.
Στο έργο του αυτό, ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν τη λεγόμενη «κλιμάκωση Κολμογκόροφ», όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας, εξισώσεις που δίνουν την πιθανότητα δύο οποιαδήποτε σημεία του ρευστού να έχουν μια δεδομένη διαφορά ταχύτητας. Ο Ολλανδός ζωγράφος αναπαρήγαγε σε αρκετούς πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.
Στην «Έναστρη Νύχτα», ανέμειξε το τοπίο του Σεν Ρεμί με τα ολλανδικά χωριά όπου έζησε στα νεανικά του χρόνια. Τα ψηλά καμπαναριά (σπάνιο στο μεσογειακό τοπίο – τα συναντάμε όμως συχνά στις πεδιάδες του Βορρά) είναι ένα στοιχείο που διακρίνεται στον πίνακα, και ενισχύει αρκετά την άποψη ότι ο Βαν Γκογκ νοσταλγούσε ολοένα και περισσότερο την πατρίδα του.
Ο Βαν Γκογκ έγραφε συχνά γράμματα στον αδερφό του, Τεό, εκφράζοντας όλες τους τις ιδέες και ελπίδες για τη ζωή του – γράμματα τα οποία μοιάζουν με ένα συνεχές ημερολόγιο. Σ’ ένα από αυτά τα γράμματα, ο Βινσέντ γράφει: «Αυτό το πρωί είδα την εξοχή από το παράθυρό μου πολύ πριν από την ανατολή, με τίποτε άλλο παρά μόνο με το αστέρι του πρωινού, το οποίο φαινόταν πολύ μεγάλο.» Αυτό το «αστέρι του πρωινού» ή η Αφροδίτη, μπορεί να είναι το μεγάλο άσπρο αστέρι ακριβώς αριστερά του κέντρου στον πίνακα.
Μια εκδοχή αποδίδει την παρουσία έντεκα αστεριών στον πίνακα, στο απόσπασμα από την Γένεση (Γεν. 37,9): «Είδες όμως και ένα άλλο όνειρον, το οποίον διηγήθη στον πατέρα και τους αδελφούς του, και είπεν ∙ “ιδού εις ένα άλλο όνειρον, που είδον, μου εφάνη ως εάν ο ήλιος και η σελήνη και ένδεκα αστέρες με προσκυνούσαν”».
Ο θάνατος δεν ήταν δυσοίωνος για τον Βαν Γκογκ. Σ’ ένα άλλο γράμμα που είχε στείλει στον αδερφό του, σχολιάζοντας την «Έναστρη Νύχτα», γράφει: «Το να κοιτάζω τα αστέρια με κάνει πάντα να ονειρεύομαι. Γιατί, αναρωτιέμαι, να μην είναι τα λαμπερά σημεία του ουρανού τόσο προσιτά όσο τα μαύρα σημεία στο χάρτη της Γαλλίας; Ακριβώς όπως παίρνουμε το τρένο για να φτάσουμε στη Tarascon ή την Rouen, έτσι να παίρνουμε τον θάνατο για να φτάσουμε σ’ ένα αστέρι;»
Μια… ιδιοφυής παράνοια
Τα πάντα μοιάζουν χαμένα στην απεραντοσύνη, στην κίνηση του σύμπαντος που τυλίγεται και ρέει. Ο Βαν Γκογκ είχε μια μοναδική ικανότητα να απεικονίζει αναταράξεις σε περιόδους παρατεταμένης ψυχωτικής αναστάτωσης. Οι πινελιές του μιλούσαν για την κατάσταση του μυαλού του, ήταν μια κραυγή αγωνίας στην αδιάκοπη πάλη του να απελευθερώσει τα βίαια, καταπιεσμένα πάθη και συναισθήματά του. Αναζητούσε την απλότητα και την ειλικρίνεια. Πίστευε στην ηθική σπουδαιότητα της τέχνης, η οποία δεν θα πρέπει να εξιδανικεύει την πραγματικότητα αλλά να ανακαλύπτει σε αυτήν, μια ιερότητα, ακόμα και από τα καθημερινά γεγονότα και αντικείμενα.
Αυτό που απασχολούσε τον Βαν Γκογκ δεν ήταν η σωστή αναπαράσταση της εικόνας. Χρησιμοποιούσε χρώματα και σχήματα για να εκφράσει τι αισθανόταν για τα πράγματα που ζωγράφιζε και τι ήθελε να αισθανθούν οι άλλοι. Δεν τον ενδιέφερε τόσο η «στερεοσκοπική πραγματικότητα», όπως την αποκαλούσε, δηλαδή η ακριβής φωτογραφική εικόνα της φύσης. Αναζητούσε με πάθος μια απλή τέχνη που δε θα τραβούσε μόνο τους πλούσιους φιλότεχνους, αλλά θα έδινε χαρά και παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους.
Όπως ο Γκωγκέν, έτσι κι ο Βαν Γκογκ πίστευε ότι η τέχνη είναι μια νέα θρησκεία, στην οποία έπρεπε να δοθεί ολόψυχα ο καλλιτέχνης. Και οι δύο εμπνέονταν από την ίδια επιθυμία να ανακτηθεί η ειλικρίνεια και η φυσικότητα των απλών ανθρώπων που δεν τους έχει διαφθείρει ακόμα ο πολιτισμός και η ζωή στις σύγχρονες πόλεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου