Κύριο Μένου

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Κατάστιχα Μεταφορών & Παρομοιώσεων "Κατάστηθα" | Σταμάτης Παρασκευάς



*και πες πως δεν υπάρχει ποίηση, παρά μόνο λόγια που μεταφέρουν και παρομοιάζουν. Κι άνθρωποι που δεν είναι άνθρωποι, παρά μονάχα τρώνε, κοιμούνται και ερωτεύονται. Κι αν με ρωτούσαν τι θα ήθελα να γίνουν τα λόγια μου, όταν μεγαλώσουν, θα έλεγα πως θα τα ήθελα προφητείες ή προσευχές. Κι εκείνα όλο πάνε και δεν γράφονται σε τοίχους, σε δέρματα ή βιβλία. Στέκουν εκεί. Συνωστίζονται σαν χιλιάδες φεγγάρια στον ουρανό. Προκαλούν παλίρροια και στο φλυτζανάκι του ελληνικού ή στον ιδρώτα στις κλείδες. Διέξοδοι κινδύνου, που δεν ξέρεις από πού να πρωτο-δραπετεύσεις.



*από την παρανυχίδα ξεκινά, από ένα ξέφτι τόσο δα του δέρματος και φτάνεις να δεις τα δέρματα που ντύνονται οι άνθρωποι. Πώς κρύφτηκε εκείνο το γύναιο μέσα του -εκείνος πλάγιαζε με δαύτη και τον βλέπεις να γδύνεται για να πλυθεί ή να κρεμάει το παλτό του γυρνώντας πίσω στο σπίτι του- και πώς εκείνη σε κοιτάει μέσα από δαύτον, σαν να είναι στοιχειωμένος. Πώς βυθίστηκε ολόκληρη η πόλη με τους δρόμους της κάτω απ'το δέρμα και πιο πάνω από τις φλέβες. Από το χρυσόμαλλο δέρας ξεκινάς και πάντα καταλήγεις στο φόνο το διπλό. Κι άλλα δέρματα περιμένουν να τα πάρεις.



*λίγα πράγματα ξέρουμε καλά. Γιατί εντάξει, αυτή την πλήρη ακύρωση, ότι ξέρουμε καλά ότι δεν ξέρουμε τίποτε, δεν την αντέχω στο πετσί μου και γιατί δεν σου έχω φτιάξει τουρκικό καφέ ακόμη ή δεν έχω ξεδιπλώσει όλη την παθητικοεπιθετικότητά μου. Και μη μου πεις ότι δεν είναι και σπουδαίο πράγμα ο καφές, γιατί το κατακάθι είναι η πιο ωραία μεταφορά που έχω για τα σώματά μας μετά έρωτα. Αφυδατωμένα, ριγμένα ως εκεί που η βαρύτητα τα αφήνει, πιωμένα και διψασμένα και να λες, να σου μιλάω και να σου απαντάω χαζά, πώς ό,τι θέλω να σου πω τα έχουν πει οι ποιητές, που είναι και λίγο ξενέρωτο, μα είναι κι ειλικρινές, να μου λες να σου πω κάτι και να σου απαντάω ακόμη πιο χαζά "κάτι" και να μου λες ώρα πολλή μετά πώς ένα πράγμα ξέρεις, πως καθόλου δε με ξέρεις. Αλλά ήξερες δυο-τρία πράγματα καλά, που ίσως και να φτάνουν κι ήταν το να περνάς το δέρμα μου με τα δάχτυλά σου σαν μια γλώσσα αγριμιού σε μιαν ήρεμη λίμνη, να θυμώνεις γιατί όντως σε ένοιαζε να με ακούς σαν να ήξερα τόσα ή κάποιο μήνυμα να είχα μεγάλο και ήξερες, επίσης, να είσαι εκεί σαν άγκυρα για το πλοίο και σαν πρεσπαπιέ για το χαρτί και σαν νερό για τη ζέστη.
Ξέρω πώς σε κοιτούσα και ξέρω πώς δε με ήξερες, λες κι είχες έρθει να με επισκεφτείς στον Άδη. Λίγα πράγματα ξέρουμε καλά, αλλά όχι το δρόμο της επιστροφής. Αφυδατωμένα, ριγμένα εκεί, πιωμένα και διψασμένα, έφτασε το ένα σώμα στο στόμα του άλλου σαν της πηγής το νερό και νερό δεν ήπιαμε.
Λίγα πράγματα ξέρουμε καλά, όταν μοιάζει κανείς να μη μας ξέρει.



*το όνομά Σου μπαίνει στη μέση όποιας προσκόλλησης κι αδιαχώριστου έχω στον κόσμο. Πάμε πουθενά; Έφαγες τίποτα; Είδες κανέναν; Θα κοιμηθείς ποτέ; Λες και το άδειο των λέξεων αυτών -πουθενά, τίποτα, κανένας, ποτέ- να στέκονται επαρκή για το όνομα του μέρους, του πράγματος, του προσώπου και του χρόνου, για να μη χρειάζεται να χωράνε στη μέση όποιας προσκόλλησης κι αδιαχώριστου, μα να γίνονται ο τόπος, το πράγμα, το πρόσωπο κι ο χρόνος που θα μας περιέχει. Η εντολή Σου μπαίνει στη μέση. Πάμε. Φάε. Δες. Ονειρέψου.



*μου ζητήθηκε να γράψω ένα ποίημα. Απάντησα ξεκινώντας να λέω πως δεν ξέρω τι να γράψω, δεν έχω έμπνευση, για τι να μιλήσω. Έλεγα, έλεγα, έλεγα. Σηκώνεται τότε ένα χέρι με νεύμα να παύσω. "Ευχαριστούμε! Θα επεξεργαστούμε το ποίημά σας και θα σας ενημερώσουμε". Κι έτσι ποτέ δεν τους έδωσα αυτό εδώ το χαρτάκι:

"Τα δύο χέρια μας
δεξί σου και αριστερό μου
πλεγμένα σε γροθιά
πήραν τη θέση της καρδιάς μου

κι απ' την καρδιά μου πια
πηγάζει ένα ποτάμι
ορμητικό
που γαληνεύει πριν την θάλασσα

όπως το σώμα μου
πριν το σώμα σου".

Να στο αφήσω;



*σ' αφήνω στην νύχτα,
όπως ξεχνιέται η νύχτα πάνω από κάθε σπιθαμή μας.
Ώσπου κάποιος ξυπνάει μες στη νύχτα και το πρόσωπο, που του χαμογελάει φάτσα φόρα με το βάρος του αφημένο στο στήθος του, βρίσκει τη δύναμη και του κόβει τα αχαμνά και εκείνο τινάζεται και καρφώνεται με αστέρια.
Παίρνει το κομμάτι σάρκας, που δεν τυχαίνει πάντα πέσει μες στη θάλασσα και να αναδευτεί και να γεννηθεί μια θεά, το τυλίγει στο καλό του φουλάρι και το βάζει στο συρτάρι δίπλα από κει που φυλάει τα βαφτιστικά του.
Κάπου κάπου, ψαχουλεύοντας ένα βρακί της προκοπής για την αποψινή έξοδο, το ψηλαφίζει κι αν έχει περάσει καιρός, παραμερίζει το ύφασμα να δει τι παράπεσε μες στο συρτάρι. Το βλέπει.

Κι αν δε με είχες αφήσει στην νύχτα,
δε θα είχα την προσδοκία, το όνειρο και τον φόβο.
Που κι αυτή και τα άλλα είναι ανθρώπινα κι ως τέτοια θεϊκά και μάταια.

Και κάπως έτσι σαν την νύχτα θα 'θελα να ξεχνιέμαι πάνω από κάθε σπιθαμή του κόσμου ή και μόνο δική σου. Ακόμη και το δεύτερο ένα πανταχού παρών μπορεί και να 'ναι.



*υπάρχει πάντοτε η ύστατη ελπίδα πως τα ποιήματα που σου έγραψα θα εκφράζουν και θα εμπνέουν και θα αφιερώνονται σε άλλους έρωτες και σώματα και υπό άλλων σκιών οπωροφόρων και αστικών τοπίων, πως το καλό που έκανες σε έναν άνθρωπο -κι ας μη σου δοθεί- θα απλωθεί στον κόσμο σαν ομόκεντροι κύκλοι γύρω από μια πέτρα στο νερό και πως το φτερούγισμα μιας πεταλούδας που πλέον είναι δύο μέρες νεκρή θα προκαλέσει καταιγίδα πιο πέρα στον κόσμο.
Τι τα θες και τα θυμάσαι, τους περασμένους έρωτες και τις ωραίες στιγμές; Κι αν έρχονται από μόνα τους στον ύπνο και τον ξύπνιο, άσε τα να χάσκουν. Μένε εδώ. Κάθε φορά που θυμάσαι και νοσταλγείς και ονειρεύεσαι, προδίδεις. Βλέπω πια στα μάτια σου την αστραπή από πίσω μου σαν να είναι καθρέφτες. Φεύγω. Κι υπάρχει πάντα η ύστατη ελπίδα να τρέξεις πίσω μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου