Σε βλέπω να υποχωρείς σαν λαμπάδα αναστημένη μπρος του θανάτου τη θύμηση,
Σε βλέπω να φεύγεις, να φεύγεις να χάνεσαι
Να κρύβεσαι σαν αχινός κάτω από πέτρες και κοράλλια που κολυμπούν στραβά
Σε βλέπω να βουτάς μέσα στο γαλάζιο φόντο του πίνακα
Και να κρατιέσαι από ένα σύννεφο ακατοίκητο,
Σε βλέπω να γραπώνεσαι από την σπιτική σιωπή σαν να ήταν κάτι πολύτιμο
Και αφού αισθάνθηκες την πνοή των αέρινων βελών σε βλέπω να τρέχεις να τρέχεις
Και έπειτα να ξεφεύγεις από τη συνήθεια της ζωής
Σε βλέπω, σε βλέπω να πολεμάς τα στοιχειά πίσω από την πόρτα με φωνήεντα βουβά
Σε βλέπω να βρυχάσαι καθώς το σώμα σου ανοίγει όπως ανοίγει ο νυχτερινός Ουρανός με την πρώτη ηλιαχτίδα φωτός
Σε βλέπω, σε παρατηρώ
Μα εσύ δεν απαντάς ούτε παραδίνεσαι ούτε πολεμάς
Μονάχα τα χείλη σου συνομιλούν με τα αστέρια σε μια γλώσσα ακατανόητη
Οι λέξεις βγαίνουν με κόπο από τα σφιγμένα σου χείλη
Ο πρωινός αέρας δροσίζει το ιδρωμένο σου μέτωπο,
Και το παραζαλισμένο σου εγκέφαλο
τα χέρια σου τρέμουν ακόμη,
Καλή σου μέρα ποιητή
Η δίψα
Όταν θα σε φιλήσω είμαι σχεδόν σίγουρη ότι θα ξεδιψάσω από την δίψα,
Τη δίψα που στεγνώνει το φως στις φλέβες μου
Ίσως να ξεδιψάσω τόσο πολύ
Που να μην ξαναπεινάσω,
Που να μην ξαναφυτέψω μηλιές στη γαλαζοπράσινη θάλασσα,
Θα μασουλήσω το στόμα σου και θα χορτάσω
Αυτό Το φαγητό τόσα χρόνια,
Το σιχάθηκα,
παραήταν ανθρώπινο για μένα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου