Δεν είχε τίποτ'άλλο για ν'αντισταθεί- δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι-
μόνο δυό χέρια λιγνά , πολύ λιγνά, ένα φόρεμα μαύρο,
τη θύμηση από 'να ψωμί πολύ προσεχτικά μοιρασμένο
κι αυτό που λέγαμε «πατρίδα» κρυφά μιλημένο τις νύχτες.
Όταν την έριξαν μες στο σκοτάδι, δεν είχε φωνή να μιλήσει.
Τ'άλλα κελιά δεν την ακούσανε. Μονάχα το πουλί της Περσεφόνης
της έφερε σ'ένα μαντήλι λίγους σπόρους ροδιού και τα παιδιά
τη ζωγράφισαν στα μαθητικά τετράδια τους, κάτω απ'τη λάμπα
μια μικρή Παναγιά σε μια καρέκλα λαϊκού καφενείου
με πολλά ψάρια και πουλιά στους όμως και στα γόνατά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου