Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.
#weremember 2020 - Δεν θ΄αρνηθώ, δεν θα ξεχάσω το Ολοκαύτωμα.
΄Ολο το μήνα, ο Σελιδοδείκτης συμμετέχει στη μνήμη με κορύφωση τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος στις 27/1, με εκδηλώσεις, άρθρα, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων, και την αποτύπωση του Ολοκαυτώματος στις Τέχνες και στην κοινωνία.
Την ακόλουθη μαρτυρία κατέγραψε ο ΄Ερικα Κούνιο-Αμαρίλιο, και περιέχεται μαζί με δεκάδες άλλες, στο βιβλίο Προφορικές μαρτυρίες Εβραίων της Θεσσαλονίκης για το Ολοκαύτωμα που εξέδωσαν οι εκδόσεις Ευρασία και έχουν παρουσιαστεί από τον Σελιδοδείκτη.
Μαρτυρία της Ζερμαίν Μάνο
ΤΟ 1943 ΗΜΟΥΝ ΔΕΚΑΕΠΤΑ ΧΡΟΝΩΝ και κατοικούσα στη Θεσσαλονίκη. Το πατρικό μου επίθετο ήταν Πιτσόν.
Δηλαδή γεννηθήκατε το 1926. Σε ποια γειτονιά της Θεσσαλονίκης μένατε;
Στο 151.
Επομένως δεν αλλάξατε όταν έγινε γκέτο, γιατί ήταν γκέτο το 151. Ζούσατε με τους γονείς σας;
Ζούσα με τους γονείς μου και ήμουν ανύπαντρη. Είχα πέντε αδελφές, εγώ ήμουν η μεγαλύτερη. Η μητέρα μας σκοτώθηκε τριάντα εννέα χρονών, την κάψανε στο στρατόπεδο.
Από την οικογένειά σας, από τους πρώτου βαθμού συγγενείς, επέζησε κανένας άλλος εκτός από εσάς;
Μόνο εγώ. ΄Εχασα τέσσερις αδελφές και τους δύο γονείς, πατέρα και μητέρα, έξι άτομα, πρώτου βαθμού συγγενείς.
Πηγαίνατε σχολείο τότε, κυρία Ζερμαίν;
Πήγα μέχρι την 4η, ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί, δεν μπορούσα να πάω. Στην σχολή Καζές πήγαινα.
Πρόκειται για το σημερινό κτίριο που στεγάζει το βρεφοκομείο ΄Αγιος Στυλιανός. Πείτε μας λιγάκι για την ατμόσφαιρα του σχολείου, μια και ήσασταν μαθήτρια αυτής της σχολής.
Εκεί ήταν ο θείος μου, ο Μπαρούχ Μπεν Ιακώβ, είχε τη Σάρα, την αδελφή του πατέρα μου. Πήγαινα στο σχολείο και μου μάθαινε τα εβραϊκά, ήταν δάσκαλος.
΄Ηταν γνωστός εβραιολόγος, έτσι μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε. Θυμάστε τίποτε άλλο από αυτόν;
Είχε μια ωραία συναγωγή στο 151, ήταν μεγάλη συναγωγή και αυτός ήταν δάσκαλος στο σχολείο Καζές. Και αυτός πέθανε στο Ολοκαύτωμα.
΄Ησασταν μικρή τότε, μπορεί να μη θυμάστε, αλλά εγώ θέλω να σας ρωτήσω για τον Μπαρούχ Μπεν Ιακώβ. Το 1938 ή 1937, δεν θυμάμαι ακριβώς, είχε πάει στην Πορτογαλία για επαφές με κάτι Μαράνους εκεί πέρα. Θυμάστε τίποτα;
Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι είχε ένα γιο, και όταν πήγα στο Ισραήλ ήταν μεγάλος γιατρός.
΄Οταν οι Γερμανοί άρχισαν να παίρνουν τα γνωστά μέτρα, κίτρινα άστρα, γκέτο, κλπ., μήπως εσείς ή ο πατέρας σας σκεφτήκατε ότι όλα αυτά δεν θα βγουν σε καλό; Μήπως σκεφτήκατε να δραπετεύσετε, να το σκάσετε;
Δεν ξέραμε τίποτα. Μας είπαν ότι θα μας πάνε στην Πολωνία, και να πάρουμε όλα τα χρυσά, ό,τι έχουμε. Μας πήραν το 1943, Απρίλιο και μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς.
Στο 151 σας έλεγαν ότι θα πάτε στην Πολωνία για ποιο λόγο;
Για να δουλέψουμε εκεί. Μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς, όλη την οικογένεια. Από το 151 περπατήσαμε όλη αυτήν την απόσταση. ΄Ολος ο κόσμος ήταν μαζεμένος και κλαίγανε, οι χριστιανοί λυπούνταν που αφήναμε τα σπίτια μας, καθόμουν με Ελληνίδες και κλαίγαμε όταν φεύγαμε. ΄Οταν πήγαμε στο γκέτο, στου Βαρώνου Χιρς, η μάνα μου δεν ήθελε να έρθει στα τρένα. Η πολιτοφυλακή ερχόταν να μας πάρει, η μάνα μου δεν ήθελε και έλεγε ότι ίσως ο Θεός κάτι θα κάνει και θα ξαναγυρίσουμε στο σπίτι μας. Μας πήρανε, ευτυχώς που βρήκαμε κάτι τσουβάλια με φρούτα και τρώγαμε. ΄Οταν μας βάλανε στο τρένο δεν είχε τίποτα, μόνο μια ελιά και λίγες σταφίδες. Οχτώ μέρες και οχτώ νύχτες ήμασταν στα βαγόνια. Τα βαγόνια ήταν κλειστά, δεν είχε ούτε ένα παράθυρο μικρό, όλη η οικογένεια ήταν μαζί, η θεία μου, η γιαγιά μου, όλοι μαζί. Η μαμά μου είχε μωρό και το θήλαζε, δεν είχε άλλο γάλα, γιατί δεν είχε να φάει τίποτα. Για τις ανάγκες μας παίρναμε κανένα χαρτί ή έναν τενεκέ και τα πετούσαμε από το παραθυράκι, δεν ανοίγανε να μας δώσουν τίποτα. Καμία φορά άνοιγαν, νερό είχαμε λίγο, ένα καζάνι, λίγες σταφίδες και ελιές. ΄Ημασταν ο ένας πάνω στον άλλο, οι γριές ήταν άρρωστες και ένας γέρος πέθανε. Τους πήραν από τα πόδια και τους πέταξαν κάτω.
Πόσες μέρες κράτησε το ταξίδι;
Κάπου επτά μέρες. ΄Οταν έφτασα εγώ στο ΄Αουσβιτς, η μητέρα μου ήταν με τα μικρά, όλη η οικογένειά μου, η θεία μου, όλοι, ήταν σ΄ένα μεγάλο φορτηγό.
Τι ώρα φτάσατε;
Εμείς φτάσαμε η ώρα 12 το μεσημέρι. Μόλις ήρθαν οι Γερμανοί, με α΄να τουφέκι τους έδιωξαν πάνω στα φορτηγά, τις μητέρες με τα μωρά, τις όχι νέες. Τους άντρες τους έβαλαν χωριστά.
Είπατε ότι χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες; Μετά τι άλλο έκαναν;
Μετά χώρισαν τις νέες γυναίκες και τους νέους άντρες, και τους ηλικιωμένους αλλού. Οι αδελφές μου ήταν επτά χρονών, ένα μωρό τριών χρονών και μια ακόμα έξι χρονών.
΄Ετσι τη μητέρα σας με τις άλλες αδελφές τις έβαλαν στο φορτηγό, και εσάς μαζί με κάποιες άλλες νέες κοπέλες, σας έβαλαν αλλού.
Δεν ήξερα πού θα τις πήγαιναν, νόμιζα ότι τις πήγαιναν για δουλειά. Μόλις κατεβήκαμε οι Γερμανοί μας έσπρωχναν με τα τουφέκια, τα πράγματα όλα μας τα πήραν και τα πέταξαν κάτω. ΄Ηρθε ένας Πολωνός Εβραίος και μας είπε ότι έπρεπε να βάλουμε όλα τα πράγματα κάτω, και εμένα με σπρώξανε και πήγα στη μάνα μου και έκλαιγα για να πάω στο φορτηγό, και με έριξε κάτω με το ντουφέκι για να πάω στη σειρά.
Είχαν σκυλιά οι Γερμανοί:
Δεν είδα σκυλιά.
΄Οταν μιλούσαν, καταλαβαίνατε τι έλεγαν οι Γερμανοί;
Είχαμε διερμηνέα, έφερναν αυτοί διερμηνέα για να μας εξηγεί. ΄Οταν έφτασα στο μπλοκ 10 ήμασταν 300 κορίτσια και δεν ήταν όλες Ελληνίδες, υπήρχαν Γαλλίδες, Ουγγαρέζες. Μας είπαν να πάμε στο μπάνιο και κοιτάζαμε ποιες είναι απ΄το μπλοκ Ελληνίδες, περίπου εξήντα ήταν. Μας πήγαν στο μπάνιο, το νερό ήταν κρύο, μας έκοψαν τα μαλλιά μας και μας πήγαν πίσω στο μπλοκ 10. ΄Οταν φτάσαμε εκεί, βρήκαμε κι άλλες Ουγγαρέζες, Ολλανδέζες. Τον αριθμό μου τον έβαλαν ύστερα από δύο εβδομάδες. Τα μαλλιά μου τα έκοψαν όλα και μου έβαλαν μια νυχτικιά. Ο αριθμός μου ήταν "41.500". Σ΄αυτό το νοσοκομείο έμεινα ενάμιση χρόνο. ΄Οταν ήρθε ένας γιατρός κατέβηκα κάτω και είδα ότι είναι νοσοκομείο. Ο Σοέλ δούλευε εκεί, σ΄αυτό το το νοσοκομείο. Βλέπω γιατρούς, μια γιατρίνα Γαλλίδα που ήταν πολύ καλή , κρατούμενη ήταν και αυτή. Είχαμε δύο νοσοκόμες καλές, η μία ήταν η Μπέλα και η άλλη η Σάρα, και οι δύο Ελληνοεβραίες. Η Σάρα πήγε στο Παρίσι, τώρα ζει εκεί. ΄Ηταν καλές, μας βοήθησαν πάρα πολύ.
΄Υστερα από δυο μήνες είδα ένα γιατρό, υψηλό, τον έλεγαν ντόκτωρ Σαμουέλ, ήταν Πολωνοεβραίος. Από τα 300 κορίτσια ήρθε σε εμένα γιατί ήμουν σε καλή κατάσταση, παχουλή, ήρθε στο κρεβάτι μου και μου είπε:"Μιλάω ισπανικά, μπορώ να σας μιλήσω στα ελληνικά και ισπανικά". Και αμέσως μου είπε να μη φοβάμαι: "Θα ακούς ό,τι σου λέω εγώ, γιατί αλλιώς θα σε στείλουν στο κρεματόριο. Καλύτερα που είσαι τόσο όμορφη, δεκαεπτά χρονών, θα προσπαθήσουμε όσο μπορούμε. Τα λόγια που θα σου πω πρέπει να τα ακούσεις". Μου είπε για δύο ημέρες να μη φάω καθόλου. Τον ρώτησα γιατί, και μου είπε ότι θα με πάει σε ένα εργαστήριο που έχει μηχανές και θα μου κάνει μια εγχείρηση. "΄Οσο μπορώ θα σε βοηθήσω", μου έλεγε. ΄Ημασταν περίπου δέκα κορίτσια, μας είπε ότι πρέπει να αναχωρήσουμε με τα πόδια την άλλη μέρα, μισή ώρα δρόμο, για το Μπίρκεναου. Μόλις πήγαμε εκεί, μας είπε να περιμένουμε. Βλέπαμε κάτι μηχανές που ήταν σαν ανεροπλάνα, άνοιξε την πόρτα και νόμιζα ότι θα μας βάλει στο φούρνο, φοβήθηκα, αλλά είπα στα κορίτσια να μη φοβούνται, γιατί έκλαιγαν, και τους είπα θα μπω εγώ πρώτη. Μπήκα μέσα και είδα πέντε έξι γιατρούς, αξιωματικούς, ψηλοί, μου είπαν "έλα, έλα". Μπαίνω μέσα και είχε δύο μεγάλες μηχανές, με έβαλαν εκεί και είχε ένα ηλεκτρικό μηχάνημα, μας έβαλαν μέσα και έτρεμα... τη μία πίσω από την άλλη. Το μηχάνημα μάς το έβαζαν πάνω στην κοιλιά μας και μας πίεζε, όλα άνω-κάτω... τάση για εμετό.
΄Οταν βγήκα έξω τους είπα να μη φοβούνται, δεν είναι το κρεματόριο, είναι για άλλο πράγμα. Σ΄όλο το δρόμο έκανα εμετό, δεν ήμουν καλά. Ξαναγυρίσαμε πίσω στο ΄Αουσβιτς, περπατώντας. ΄Οταν κατέβηκα κάτω μου είπε ο γιατρός ότι θα ήμουν εγώ πρώτη, μου έδεσαν τα χέρια και τα πόδια για να με κάνουν εγχείρηση. Μόλις με έβαλαν πάνω στο τραπέζι, είχε πολλούς αξιωματικούς και μιλούσαν για το τι θα κάνουν.
Δηλαδή ο δόκτωρ Σαμουέλ έκανε την εγχείρηση κάτω από τα μάτια των άλλων αξιωματικών;
Ναι, γιατί ήταν μεγάλος γιατρός. Αναισθητικό μου έδωσε, αλλά πολύ λίγο. Μόλις με άνοιξαν, δεκαοκτώ ραψίματα μετά μου έκαναν και ακούω μια διαταγή και φύγανε όλοι. ΄Εμεινε μόνο ο γιατρός με δύο νοσοκόμες, τις Ελληνοεβραίες. Η κοιλιά μου ήταν ανοιχτή, και ακούω το γιατρό που λέει στις άλλες:"Τι όμορφο κορίτσι, να το σώσουμε, είναι δεκαεπτά χρονών". Μου έβγαλαν μια ωοθήκη και αμέσως με ράψανε. Με έραψαν τόσο γρήγορα, με έβαλαν στο κρεβάτι, αλλά από τις άλλες τα έβγαλαν όλα, εγώ ήμουν τυχερή. ΄Ημουν εγώ, η Φωφώ και η Λίζα, κι αυτές σώθηκαν, έκαναν παιδιά. ΄Ενα κοριτσάκι, πριν πεθάνει εκεί, μου είπα αν βρω τον αδελφό της, να του πω ότι πέθανε. Αυτό το κοριτσάκι ήταν δεκαπέντε χρονών, Ελληνοεβραία Θεσσαλονικιά. Την έλεγαν Ντουρίκα. ΄Υστερα φούσκωσε η κοιλιά μου, ξέχασε ο γιατρός να με ράψει ολόκληρη γιατί βιαζόταν επειδή θα έρχονταν οι αξιωματικοί. ΄Εκλαιγα και είχα πυρετό πολύ, έκανε μόλυνση η πληγή και είπα την Μπέλλα ότι και εγώ θα πεθάνω. Μόλις ήρθε ο γιατρός και δεν ήταν μπροστά οι άλλοι Γερμανοί, μου είπε ότι πρέπει να ζήσω, ότι εάν έχω υπομονή θα με σώσει, πήρε ένα μυτερό μαχαίρι και μου είπε να μασήσω το πάπλωμα. Μου έβαλε το μαχαίρι και βγήκε όλο το πύο. Τρεις μέρες ήμουν στο κρεβάτι, σαν παράλυτη.
Δηλαδή χωρίς να σου δώσει αναισθητικό, χωρίς τίποτα, σε τρύπησε για να βγάλει το πύο. ΄Υστερα το σημείο αυτό σ΄το έραψε;
Δεν θυμάμαι αν με έραψε. Τρεις μήνες ήμουν στο κρεβάτι. ΄Ηρθαν μετά οι Γερμανοί και είπαν όσες ήμασταν εγχειρισμένες, όλες να πάμε στο κρεματόριο. Ο γιατρός του είπε όχι όλες, αυτή την κοπέλα και την άλλη τις χρειάζομαι. Θα κάνουμε και άλλη εγχείρηση, γιατί η πρώτη δεν πέτυχε, το είπε για να μας κρατήσει εκεί, να μας σώσει από τους Γερμανούς. Μια μέρα μου είπε να κρύψω το μυστικό, να μην πω ότι με έσωσε, να το κρύψω γιατί μπορούσαν οι άλλες να τον προδώσουν. Εγώ το έκρυψα, είχα περίοδο, ήμουν σε καλή κατάσταση. Μου είπε ότι εάν τύχει να τον κρεμάσουν, το πρώτο παιδί που θα γεννήσω να το ονομάσω Σαμουέλ, το όνομά του δηλαδή. ΄Ετσι το έκρυψα το μυστικό, και ύστερα από δύο τρεις μήνες τον έπιασαν γιατί έσωζε κοπέλες, τον κρεμάσανε μπροστά μας στο μπούνκερ, στη φυλακή του στρατοπέδου. Βλέπαμε από το παράθυρο.
Τα άλλα κορίτσια είχαν περίοδο;
΄Οχι δεν είχαν. Η Φωφώ δεν είχε, γιατί με αυτά που τους έβγαζαν από μέσα δεν μπορούσαν μετά να έχουν περίοδο. Εγώ δεν μιλούσα, όπως μου είπε ο γιατρός έτσι έκανα. Μετά από μήνες μας έβγαλαν από το μπλοκ 10.
Κάνανε σε όλες τις κοπέλες που ήταν μέσα πειράματα;
Σε κάμποσες ΄΄εκαναν πειράματα. ΄Ηταν ο δόκτωρ Κλάουμπεργκ, αυτός ήταν Γερμανός και ερχόταν ντυμένος πολιτικά. Αυτός έδινε τις διαταγές. ΄Ηταν και μια μεγάλη γιατρίνα, δούλευε με τον Κλάουμπεργκ. Αυτός έκανε ενέσεις στις γυναίκες που ήταν παντρεμένες. Τις τραβούσαν τα γεννητικά όργανα και τις έβαζαν ενδομήτριες ενέσεις για να μην κάνουν παιδιά.
΄Οταν ήρθαν οι Ουγγαρέζες, τις έπαιρναν το αίμα και το έστελναν στη Γερμανία, ενώ εμείς ξέραμε τι γινόταν εκεί μέσα.
Τι άλλα πειράματα έκαναν;
Διαλέξανε κάμποσα κορίτσια, Εβραίες που είχαν μεγάλες μύτες. Πήγα να δω και είδα κάτι μάσκες, αυτές οι μάσκες ήταν εκμαγεία. Σε τριάντα μέρες τις έβαλαν στο τρένο και δεν τις ξαναείδαμε πια. Λέγανε ότι τις έκαναν μούμιες, τις βαλσαμώσανε.
΄Υστερα ήρθε διαταγή να φύγουμε από το μπλοκ 10. Αυτό έγινε ύστερα από ενάμιση χρόνο.
Δηλαδή εσείς πήγατε τον Απρίλιο του 1943, και τέλους του '44 σας είπαν να φύγετε;
Ναι, ναι, και μας πήγαν στο μπλοκ 9, στο ΄Αουσβιτς πάλι. Μας πήγαν στο Στατόιντεσγκεμπ....
Το Στατόιντεσγκεμπ ήταν κρατικό κτίριο, και εκεί μέσα όλοι όσοι εργάζονταν έκαναν εργασίες για να βοηθήσουν το γερμανικό στρατό, όπως ήταν το πολιτικό γραφείο.
Στο μπλοκ 9 με έκαναν νοσοκόμα. ΄Ημασταν είκοσι κορίτσια, Ελληνίδες, Γαλλίδες, πήγαμε κάτω και μας είπαν ότι θα φέρουν κάσες ολόκληρες από μασέλες χρυσές από τα κρεματόρια, και μια Γερμανίδα θα μας εξηγούσε πώς θα δουλεύαμε. Δουλεύαμε βάρδιες όλη τη νύχτα, παίρναμε τη μασέλα και ξεχωρίζαμε τα χρυσά δόντια, τα βάζαμε σ΄ένα κουτί και τα άλλα τα πετούσαμε στα σκουπίδια. Στη δουλειά που κάναμε στο ΄Αουσβιτς, όταν ξεχωρίζαμε τα χρυσά δόντια, εγώ να σου πω την αλήθεια έκλεβα δόντια, και τα μεσάνυχτα τα έδινα σε μια άλλη κοπέλα και μας έφερνε ψωμιά και σαλάμια. Γι΄αυτό ήμασταν καλά στην υγεία μας. Αυτό το γκρουπ που ήμασταν περνούσαμε καλά. Δεν φοβόμουν γιατί ήξερα ότι θα μας σκοτώσουν ούτως ή άλλως. Δίναμε τα δόντια και παίρναμε σαλάμια και φραντζόλες, γι΄αυτό ήμασταν καλά. ΄Εβαζα τα δόντια στον κόρφο μου και ύστερα πήγαινα επάνω και κοιμόμουν, γι΄αυτό μπορούσα να τα κρύψω.
Πριν να πάμε στη δουλειά τα πετούσαμε στα σκουπίδια και τα παίρνανε αυτές, για να μας δίνουν ψωμί και σαλάμι, γι΄αυτό ήμασταν καλά. Πήγαιναν αυτές έπαιρναν τα σκουπίδια και εκεί έβρισκαν τα χρυσά δόντια που είχαμε αφήσει εμείς. Αυτή τη δουλειά την κάναμε μέχρι που ήρθαν οι Ρώσοι, μέχρι τις 18 Ιανουαρίου. Ξέχασα να σας πω ότι το μπλοκ 10, τότε που έγινα καλά, έπαιρνα το καλάθι και πήγαινα στο δάσος να μαζέψω λουλούδια για να κάνουμε γιατρικά, βότανα.
Ποιος σας πήγαινε στα δάση;
Οι Γερμανίδες, 20-25 κορίτσια κάθε μέρα. ΄Ηταν κάτι φυτά σαν μπίλιες, τα βράζανε και μου είχε πει ο δόκτωρ ότι τα βράζουν για να μας τα δίνουν για να μην έχουμε περίοδο. Εμένα όμως δεν με σταμάτησε η περίοδος. ΄Οταν ήρθαν οι Ρώσοι και έπρεπε να αναχωρήσουμε, έπρεπε να πάρουμε από ένα ψωμί γιατί θα φεύγαμε, ήταν χειμώνας. Πήραμε ένα ψωμί και αναχωρήσαμε, περπατούσαμε νύχτα και μέρα... Κάθε βράδυ σταματούσαμε σε ένα στάβλο. Αυτοί που δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο, γυρνούσαν πίσω οι Γερμανοί και τους σκοτώνανε. Στο Β.... που προχωρούσαμε, βλέπαμε πολλούς σκοτωμένους, και ήταν πολλοί αυτοί που δούλευαν στο εργοστάσιο, οι πιο πολλοί απ΄αυτούς ήταν πεθαμένοι. Κάθε βράδυ σταματούσαμε και κλέβαμε ό,τι να ΄ναι, πατάτες και τέτοια. Και δεν είχαμε νερό και παίρναμε χιόνι. Περπατούσαμε δυο τρεις μέρες και μετά μας έβαλαν σε ανοιχτά βαγόνια, φορτηγά που ήταν γεμάτα χιόνια. ΄Οταν κατεβήκαμε απ΄τα βαγόνια, άνοιξαν τις πόρτες και είδαμε μέσα Πολωνέζες Εβραίες, Ρωσίδες Εβραίες, όλοι σκελετοί. Οι μισοί είχαν πεθάνει στο δρόμο.
Εσείς, οι Ελληνοπούλες, πόσες ήσασταν;
΄Ημαστε καμία πενηνταριά. Και μόλις μας πέταξαν σ΄ένα δωμάτιο, εκεί ήμασταν για μέρες και νύχτες. Δεν μας έδιναν νερό παρά μόνον άνοιγαν την πόρτα για πέντε λεπτά, για να πάρουμε χιόνι. Μόνο λίγη σούπα μας έδιναν. Κάποιες Ρωσίδες Εβραίες δεν ήταν καλές, δεν μας χώνευαν. Ζήλευαν που ήμασταν πολύ έξυπνες. Και εκεί ήμασταν ένα γκρουπ που κλέβαμε, εγώ, θυμάμαι, έκλεψα ένα καζάνι σούπα, μου έβγαλανα τα ρούχα και μ΄άνοιξαν το κεφάλι. ΄Εμεινε λίγο σούπα και το αίμα μου έπεφτε μέσα στη σούπα, μετά με πήγαν στο ιατρείο και μου έκαναν ράμματα.
Μετά από κει μας σήκωσαν, μας έβαλαν στα τρένα, στα βαγόνια και μας πήγαν στο Νόυστατ. ΄Ημασταν σ΄ένα δωμάτιο εκατό, είχε επτά δωμάτια, κοιμόμασταν κάτω, το πρωί 5 η ώρα μας σήκωναν. Είχε σύρματα γύρω-γύρω και έξω υπήρχε ένα δωμάτιο όπου κοιμούνταν γυναίκες Ες-Ες. Μια μέρα, η ΄Αννα που ήξερε καλά τα γερμανικά και ήμασταν πάντα μαζί, μας είπε να κάνουμε κάτι γιατί ούτε φαΐ είχαμε ούτε τίποτα. Εκεί ζητήσαμε να μας βάζουν να δουλεύουμε για να τρώμε. Βρίσκαμε κάτι πατάτες παραχωμένες στο χώμα.
Αυτές τις πατάτες πώς τις βρίσκατε εσείς;
Εγώ καθάριζα με τους κουβάδες, έπαιρνα βρόμικα νερά. Και μου λέει η φράου Ζ..., να πάμε μέσα στο μπλοκ, να ανοίξουμε τις πόρτες και να πετάξουμε τα βρόμικα νερά μέσα. Και τότε εγώ πήγαινα και έβαζα πατάτες μέσα στο βρόμικο κουβά και ερχόμουν μέσα στο μπλοκ.
Εκεί ήμασταν κάμποσους μήνες, και ήρθε η ώρα να ελευθερωθούμε... Μια μέρα μας έβγαλαν έξω για να πάμε στο δωμάτιο να κάνουμε δουλειές, και ένας πολίτης μας είπε ότι θέλει, επειδή τα κάναμε τόσο καθαρά όλα, τόσο ωραία, να μας χαρίσει ένα καζανάκι σούπα. Το πήρα εγώ και μόλις άνοιξαν οι πόρτες να το πάω μέσα, με πιάσανε οι Ρωσίδες, με χτύπησαν και μου πήραν τη σούπα. Και έτσι περάσαμε κάμποσους μήνες εκεί. Ξαφνικά είδαμε να έρχονται φορτηγά με Γερμανούς, είχε τελειώσει ο πόλεμος. Και μετά τους Γερμανούς, πέρασε ένα φορτηγό με Πολωνοεβραίους, και είχαν τόσα πράγματα, τρόφιμα, που δεν μπορείς να φανταστείς. Εμείς ανοίξαμε τα χέρια και μας έδωσαν σοκολάτες και άλλα, και τους βλέπαμε όλους να φεύγουν, δεν έμεινε κανένας. Μπήκαμε μέσα στα μαγειρεία για να φάμε, φάγαμε τόσο πολύ που μερικοί πεθάνανε. Και τότε μας είπαν ότι μπήκαν οι Ρώσοι και ότοι μπορούσαμε να πάμε όπου θέλουμε.
Εμείς ήμασταν δεκαπέντε κορίτσια και πιάσαμε ένα δωμάτιο έξω και έτσι αναγκαστήκαμε να πάμε πάλι να κλέψουμε, αλλά ήταν όταν ελευθερωθήκαμε και δεν ξέραμε πού να πάμε...
Από πού κλέβατε;
Από τα σπίτια, μπάιναμε στα σπίτια και δεν υπήρχε κανένας. Τα είχαν αδειάσει οι Γερμανοί, είχαν φύγει. Βρίσκαμε ζεστά φαγητά μέσα στις κουζίνες, φύγανε ξαφνικά. Κάναμε μπάνιο στα σπίτια, παίρναμε ρούχα, από δυο-τρεις φορεσιές και φεύγαμε. Οι Ρώσοι που μπήκαν δεν φέρθηκαν καλά. Οι Ρώσοι στρατιώτες ήρθαν να βρουν κορίτσια... ΄Ηταν η Νταίζη η μπλοκόβα, ήξερε πολωνέζικα και λίγα ρώσικα, και ήρθαν αυτοί να βρουν γυναίκες, άνοιξε την πόρτα και τους μίλησε ότι είμαστε από το στρατόπεδο, και τους είπε για άλλες γυναίκες Γερμανίδες που μπορούσαν να πάνε, και έτσι μας άφησαν. Πιάσανε και μια, και τη βιάσανε, αλλά εμείς ευτυχώς γλιτώσαμε. Το πρωί μπήκε και η Αγγλία, η Αμερική, μας ρώτησαν πού θέλουμε να πάμε και εμείς είπαμε ότι θέλουμε να φύγουμε με την Αγγλία. Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό όσες θέλαμε να γυρίσουμε πίσω, μας έδιναν να τρώμε κλπ.
΄Υστερα από εκεί που μας βοήθησαν, μας έστειλαν σ΄ένα μέρος στο οποίο βρήκαμε Γιουγκοσλάβες, μας κοιτούσαν για δυο μήνες, μας βάλανε στα τρένα και μας έστειλαν με τον Ερυθρό Σταυρό στις Βρυξέλλες. Εκεί μείναμε δεκαπέντε μέρες, μας έδιναν φαγητό, και τότε μας ρώτησαν πού θέλαμε να πάμε, και εγώ είπα ότι θέλω να φύγω πίσω στην πατρίδα. Κάποιες πήγαν στο Παρίσι. Εγώ ήρθα πίσω. ΄ΟΤαν γύρισα πίσω, δεν βρήκα κανένα, έμεινα στη συναγωγή εδώ. Βρήκα ένα θείο, ο οποίος είχε γλιτώσει απ΄το στρατόπεδο. Ο θείος είπε ότι μόνο εγώ έμεινα από την οικογένεια, και να πάω μαζί τους στο Ισραήλ. Του είπα ότι θα μεινω εδώ να παντρευτώ, και ότι ύστερα θα φύγω για το Ισραήλ. Και έτσι έμεινα εδώ και παντρεύτηκα στη συναγωγή. Παντρεύτηκα τον Σιμόν Μάνο, έκανα ένα παιδάκι, ύστερα ένα άλλο, και όταν το πρώτο ήταν τεσσάρων χρονών και το άλλο δεκαοκτώ μηνών έφυγα για την Αμερική.
Δηλαδή με δυο παιδιά, έφυγες στην Αμερική;
Ναι, και εκεί έκανα δύο δίδυμα, όλα αγόρια. ΄Εχω εννέα εγγόνια και ένα δισέγγονο, και δόξα τω Θεώ είμαι πολύ χαρούμενη.
Κάτι άλλο ξέχασα να αναφέρω, όταν ήρθα εδώ και γεννήθηκε ο μεγάλος μου γιος, Σολομών, εγώ ήθελα να του δώσω το όνομα του γιατρού Σαμουέλ πυ είχε σώσει τη ζωή μου. Και έτσι έκανα. Του δώσαμε δυο ονόματα, δηλαδή Σολομών-Σαμουέλ.
Δηλαδή γεννηθήκατε το 1926. Σε ποια γειτονιά της Θεσσαλονίκης μένατε;
Στο 151.
Επομένως δεν αλλάξατε όταν έγινε γκέτο, γιατί ήταν γκέτο το 151. Ζούσατε με τους γονείς σας;
Ζούσα με τους γονείς μου και ήμουν ανύπαντρη. Είχα πέντε αδελφές, εγώ ήμουν η μεγαλύτερη. Η μητέρα μας σκοτώθηκε τριάντα εννέα χρονών, την κάψανε στο στρατόπεδο.
Από την οικογένειά σας, από τους πρώτου βαθμού συγγενείς, επέζησε κανένας άλλος εκτός από εσάς;
Μόνο εγώ. ΄Εχασα τέσσερις αδελφές και τους δύο γονείς, πατέρα και μητέρα, έξι άτομα, πρώτου βαθμού συγγενείς.
Πηγαίνατε σχολείο τότε, κυρία Ζερμαίν;
Πήγα μέχρι την 4η, ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί, δεν μπορούσα να πάω. Στην σχολή Καζές πήγαινα.
Πρόκειται για το σημερινό κτίριο που στεγάζει το βρεφοκομείο ΄Αγιος Στυλιανός. Πείτε μας λιγάκι για την ατμόσφαιρα του σχολείου, μια και ήσασταν μαθήτρια αυτής της σχολής.
Εκεί ήταν ο θείος μου, ο Μπαρούχ Μπεν Ιακώβ, είχε τη Σάρα, την αδελφή του πατέρα μου. Πήγαινα στο σχολείο και μου μάθαινε τα εβραϊκά, ήταν δάσκαλος.
΄Ηταν γνωστός εβραιολόγος, έτσι μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε. Θυμάστε τίποτε άλλο από αυτόν;
Είχε μια ωραία συναγωγή στο 151, ήταν μεγάλη συναγωγή και αυτός ήταν δάσκαλος στο σχολείο Καζές. Και αυτός πέθανε στο Ολοκαύτωμα.
΄Ησασταν μικρή τότε, μπορεί να μη θυμάστε, αλλά εγώ θέλω να σας ρωτήσω για τον Μπαρούχ Μπεν Ιακώβ. Το 1938 ή 1937, δεν θυμάμαι ακριβώς, είχε πάει στην Πορτογαλία για επαφές με κάτι Μαράνους εκεί πέρα. Θυμάστε τίποτα;
Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι είχε ένα γιο, και όταν πήγα στο Ισραήλ ήταν μεγάλος γιατρός.
΄Οταν οι Γερμανοί άρχισαν να παίρνουν τα γνωστά μέτρα, κίτρινα άστρα, γκέτο, κλπ., μήπως εσείς ή ο πατέρας σας σκεφτήκατε ότι όλα αυτά δεν θα βγουν σε καλό; Μήπως σκεφτήκατε να δραπετεύσετε, να το σκάσετε;
Δεν ξέραμε τίποτα. Μας είπαν ότι θα μας πάνε στην Πολωνία, και να πάρουμε όλα τα χρυσά, ό,τι έχουμε. Μας πήραν το 1943, Απρίλιο και μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς.
Στο 151 σας έλεγαν ότι θα πάτε στην Πολωνία για ποιο λόγο;
Για να δουλέψουμε εκεί. Μας πήγαν στου Βαρώνου Χιρς, όλη την οικογένεια. Από το 151 περπατήσαμε όλη αυτήν την απόσταση. ΄Ολος ο κόσμος ήταν μαζεμένος και κλαίγανε, οι χριστιανοί λυπούνταν που αφήναμε τα σπίτια μας, καθόμουν με Ελληνίδες και κλαίγαμε όταν φεύγαμε. ΄Οταν πήγαμε στο γκέτο, στου Βαρώνου Χιρς, η μάνα μου δεν ήθελε να έρθει στα τρένα. Η πολιτοφυλακή ερχόταν να μας πάρει, η μάνα μου δεν ήθελε και έλεγε ότι ίσως ο Θεός κάτι θα κάνει και θα ξαναγυρίσουμε στο σπίτι μας. Μας πήρανε, ευτυχώς που βρήκαμε κάτι τσουβάλια με φρούτα και τρώγαμε. ΄Οταν μας βάλανε στο τρένο δεν είχε τίποτα, μόνο μια ελιά και λίγες σταφίδες. Οχτώ μέρες και οχτώ νύχτες ήμασταν στα βαγόνια. Τα βαγόνια ήταν κλειστά, δεν είχε ούτε ένα παράθυρο μικρό, όλη η οικογένεια ήταν μαζί, η θεία μου, η γιαγιά μου, όλοι μαζί. Η μαμά μου είχε μωρό και το θήλαζε, δεν είχε άλλο γάλα, γιατί δεν είχε να φάει τίποτα. Για τις ανάγκες μας παίρναμε κανένα χαρτί ή έναν τενεκέ και τα πετούσαμε από το παραθυράκι, δεν ανοίγανε να μας δώσουν τίποτα. Καμία φορά άνοιγαν, νερό είχαμε λίγο, ένα καζάνι, λίγες σταφίδες και ελιές. ΄Ημασταν ο ένας πάνω στον άλλο, οι γριές ήταν άρρωστες και ένας γέρος πέθανε. Τους πήραν από τα πόδια και τους πέταξαν κάτω.
Πόσες μέρες κράτησε το ταξίδι;
Κάπου επτά μέρες. ΄Οταν έφτασα εγώ στο ΄Αουσβιτς, η μητέρα μου ήταν με τα μικρά, όλη η οικογένειά μου, η θεία μου, όλοι, ήταν σ΄ένα μεγάλο φορτηγό.
Τι ώρα φτάσατε;
Εμείς φτάσαμε η ώρα 12 το μεσημέρι. Μόλις ήρθαν οι Γερμανοί, με α΄να τουφέκι τους έδιωξαν πάνω στα φορτηγά, τις μητέρες με τα μωρά, τις όχι νέες. Τους άντρες τους έβαλαν χωριστά.
Είπατε ότι χώρισαν τους άντρες από τις γυναίκες; Μετά τι άλλο έκαναν;
Μετά χώρισαν τις νέες γυναίκες και τους νέους άντρες, και τους ηλικιωμένους αλλού. Οι αδελφές μου ήταν επτά χρονών, ένα μωρό τριών χρονών και μια ακόμα έξι χρονών.
΄Ετσι τη μητέρα σας με τις άλλες αδελφές τις έβαλαν στο φορτηγό, και εσάς μαζί με κάποιες άλλες νέες κοπέλες, σας έβαλαν αλλού.
Δεν ήξερα πού θα τις πήγαιναν, νόμιζα ότι τις πήγαιναν για δουλειά. Μόλις κατεβήκαμε οι Γερμανοί μας έσπρωχναν με τα τουφέκια, τα πράγματα όλα μας τα πήραν και τα πέταξαν κάτω. ΄Ηρθε ένας Πολωνός Εβραίος και μας είπε ότι έπρεπε να βάλουμε όλα τα πράγματα κάτω, και εμένα με σπρώξανε και πήγα στη μάνα μου και έκλαιγα για να πάω στο φορτηγό, και με έριξε κάτω με το ντουφέκι για να πάω στη σειρά.
Είχαν σκυλιά οι Γερμανοί:
Δεν είδα σκυλιά.
΄Οταν μιλούσαν, καταλαβαίνατε τι έλεγαν οι Γερμανοί;
Είχαμε διερμηνέα, έφερναν αυτοί διερμηνέα για να μας εξηγεί. ΄Οταν έφτασα στο μπλοκ 10 ήμασταν 300 κορίτσια και δεν ήταν όλες Ελληνίδες, υπήρχαν Γαλλίδες, Ουγγαρέζες. Μας είπαν να πάμε στο μπάνιο και κοιτάζαμε ποιες είναι απ΄το μπλοκ Ελληνίδες, περίπου εξήντα ήταν. Μας πήγαν στο μπάνιο, το νερό ήταν κρύο, μας έκοψαν τα μαλλιά μας και μας πήγαν πίσω στο μπλοκ 10. ΄Οταν φτάσαμε εκεί, βρήκαμε κι άλλες Ουγγαρέζες, Ολλανδέζες. Τον αριθμό μου τον έβαλαν ύστερα από δύο εβδομάδες. Τα μαλλιά μου τα έκοψαν όλα και μου έβαλαν μια νυχτικιά. Ο αριθμός μου ήταν "41.500". Σ΄αυτό το νοσοκομείο έμεινα ενάμιση χρόνο. ΄Οταν ήρθε ένας γιατρός κατέβηκα κάτω και είδα ότι είναι νοσοκομείο. Ο Σοέλ δούλευε εκεί, σ΄αυτό το το νοσοκομείο. Βλέπω γιατρούς, μια γιατρίνα Γαλλίδα που ήταν πολύ καλή , κρατούμενη ήταν και αυτή. Είχαμε δύο νοσοκόμες καλές, η μία ήταν η Μπέλα και η άλλη η Σάρα, και οι δύο Ελληνοεβραίες. Η Σάρα πήγε στο Παρίσι, τώρα ζει εκεί. ΄Ηταν καλές, μας βοήθησαν πάρα πολύ.
΄Υστερα από δυο μήνες είδα ένα γιατρό, υψηλό, τον έλεγαν ντόκτωρ Σαμουέλ, ήταν Πολωνοεβραίος. Από τα 300 κορίτσια ήρθε σε εμένα γιατί ήμουν σε καλή κατάσταση, παχουλή, ήρθε στο κρεβάτι μου και μου είπε:"Μιλάω ισπανικά, μπορώ να σας μιλήσω στα ελληνικά και ισπανικά". Και αμέσως μου είπε να μη φοβάμαι: "Θα ακούς ό,τι σου λέω εγώ, γιατί αλλιώς θα σε στείλουν στο κρεματόριο. Καλύτερα που είσαι τόσο όμορφη, δεκαεπτά χρονών, θα προσπαθήσουμε όσο μπορούμε. Τα λόγια που θα σου πω πρέπει να τα ακούσεις". Μου είπε για δύο ημέρες να μη φάω καθόλου. Τον ρώτησα γιατί, και μου είπε ότι θα με πάει σε ένα εργαστήριο που έχει μηχανές και θα μου κάνει μια εγχείρηση. "΄Οσο μπορώ θα σε βοηθήσω", μου έλεγε. ΄Ημασταν περίπου δέκα κορίτσια, μας είπε ότι πρέπει να αναχωρήσουμε με τα πόδια την άλλη μέρα, μισή ώρα δρόμο, για το Μπίρκεναου. Μόλις πήγαμε εκεί, μας είπε να περιμένουμε. Βλέπαμε κάτι μηχανές που ήταν σαν ανεροπλάνα, άνοιξε την πόρτα και νόμιζα ότι θα μας βάλει στο φούρνο, φοβήθηκα, αλλά είπα στα κορίτσια να μη φοβούνται, γιατί έκλαιγαν, και τους είπα θα μπω εγώ πρώτη. Μπήκα μέσα και είδα πέντε έξι γιατρούς, αξιωματικούς, ψηλοί, μου είπαν "έλα, έλα". Μπαίνω μέσα και είχε δύο μεγάλες μηχανές, με έβαλαν εκεί και είχε ένα ηλεκτρικό μηχάνημα, μας έβαλαν μέσα και έτρεμα... τη μία πίσω από την άλλη. Το μηχάνημα μάς το έβαζαν πάνω στην κοιλιά μας και μας πίεζε, όλα άνω-κάτω... τάση για εμετό.
΄Οταν βγήκα έξω τους είπα να μη φοβούνται, δεν είναι το κρεματόριο, είναι για άλλο πράγμα. Σ΄όλο το δρόμο έκανα εμετό, δεν ήμουν καλά. Ξαναγυρίσαμε πίσω στο ΄Αουσβιτς, περπατώντας. ΄Οταν κατέβηκα κάτω μου είπε ο γιατρός ότι θα ήμουν εγώ πρώτη, μου έδεσαν τα χέρια και τα πόδια για να με κάνουν εγχείρηση. Μόλις με έβαλαν πάνω στο τραπέζι, είχε πολλούς αξιωματικούς και μιλούσαν για το τι θα κάνουν.
Δηλαδή ο δόκτωρ Σαμουέλ έκανε την εγχείρηση κάτω από τα μάτια των άλλων αξιωματικών;
Ναι, γιατί ήταν μεγάλος γιατρός. Αναισθητικό μου έδωσε, αλλά πολύ λίγο. Μόλις με άνοιξαν, δεκαοκτώ ραψίματα μετά μου έκαναν και ακούω μια διαταγή και φύγανε όλοι. ΄Εμεινε μόνο ο γιατρός με δύο νοσοκόμες, τις Ελληνοεβραίες. Η κοιλιά μου ήταν ανοιχτή, και ακούω το γιατρό που λέει στις άλλες:"Τι όμορφο κορίτσι, να το σώσουμε, είναι δεκαεπτά χρονών". Μου έβγαλαν μια ωοθήκη και αμέσως με ράψανε. Με έραψαν τόσο γρήγορα, με έβαλαν στο κρεβάτι, αλλά από τις άλλες τα έβγαλαν όλα, εγώ ήμουν τυχερή. ΄Ημουν εγώ, η Φωφώ και η Λίζα, κι αυτές σώθηκαν, έκαναν παιδιά. ΄Ενα κοριτσάκι, πριν πεθάνει εκεί, μου είπα αν βρω τον αδελφό της, να του πω ότι πέθανε. Αυτό το κοριτσάκι ήταν δεκαπέντε χρονών, Ελληνοεβραία Θεσσαλονικιά. Την έλεγαν Ντουρίκα. ΄Υστερα φούσκωσε η κοιλιά μου, ξέχασε ο γιατρός να με ράψει ολόκληρη γιατί βιαζόταν επειδή θα έρχονταν οι αξιωματικοί. ΄Εκλαιγα και είχα πυρετό πολύ, έκανε μόλυνση η πληγή και είπα την Μπέλλα ότι και εγώ θα πεθάνω. Μόλις ήρθε ο γιατρός και δεν ήταν μπροστά οι άλλοι Γερμανοί, μου είπε ότι πρέπει να ζήσω, ότι εάν έχω υπομονή θα με σώσει, πήρε ένα μυτερό μαχαίρι και μου είπε να μασήσω το πάπλωμα. Μου έβαλε το μαχαίρι και βγήκε όλο το πύο. Τρεις μέρες ήμουν στο κρεβάτι, σαν παράλυτη.
Δηλαδή χωρίς να σου δώσει αναισθητικό, χωρίς τίποτα, σε τρύπησε για να βγάλει το πύο. ΄Υστερα το σημείο αυτό σ΄το έραψε;
Δεν θυμάμαι αν με έραψε. Τρεις μήνες ήμουν στο κρεβάτι. ΄Ηρθαν μετά οι Γερμανοί και είπαν όσες ήμασταν εγχειρισμένες, όλες να πάμε στο κρεματόριο. Ο γιατρός του είπε όχι όλες, αυτή την κοπέλα και την άλλη τις χρειάζομαι. Θα κάνουμε και άλλη εγχείρηση, γιατί η πρώτη δεν πέτυχε, το είπε για να μας κρατήσει εκεί, να μας σώσει από τους Γερμανούς. Μια μέρα μου είπε να κρύψω το μυστικό, να μην πω ότι με έσωσε, να το κρύψω γιατί μπορούσαν οι άλλες να τον προδώσουν. Εγώ το έκρυψα, είχα περίοδο, ήμουν σε καλή κατάσταση. Μου είπε ότι εάν τύχει να τον κρεμάσουν, το πρώτο παιδί που θα γεννήσω να το ονομάσω Σαμουέλ, το όνομά του δηλαδή. ΄Ετσι το έκρυψα το μυστικό, και ύστερα από δύο τρεις μήνες τον έπιασαν γιατί έσωζε κοπέλες, τον κρεμάσανε μπροστά μας στο μπούνκερ, στη φυλακή του στρατοπέδου. Βλέπαμε από το παράθυρο.
Τα άλλα κορίτσια είχαν περίοδο;
΄Οχι δεν είχαν. Η Φωφώ δεν είχε, γιατί με αυτά που τους έβγαζαν από μέσα δεν μπορούσαν μετά να έχουν περίοδο. Εγώ δεν μιλούσα, όπως μου είπε ο γιατρός έτσι έκανα. Μετά από μήνες μας έβγαλαν από το μπλοκ 10.
Κάνανε σε όλες τις κοπέλες που ήταν μέσα πειράματα;
Σε κάμποσες ΄΄εκαναν πειράματα. ΄Ηταν ο δόκτωρ Κλάουμπεργκ, αυτός ήταν Γερμανός και ερχόταν ντυμένος πολιτικά. Αυτός έδινε τις διαταγές. ΄Ηταν και μια μεγάλη γιατρίνα, δούλευε με τον Κλάουμπεργκ. Αυτός έκανε ενέσεις στις γυναίκες που ήταν παντρεμένες. Τις τραβούσαν τα γεννητικά όργανα και τις έβαζαν ενδομήτριες ενέσεις για να μην κάνουν παιδιά.
΄Οταν ήρθαν οι Ουγγαρέζες, τις έπαιρναν το αίμα και το έστελναν στη Γερμανία, ενώ εμείς ξέραμε τι γινόταν εκεί μέσα.
Τι άλλα πειράματα έκαναν;
Διαλέξανε κάμποσα κορίτσια, Εβραίες που είχαν μεγάλες μύτες. Πήγα να δω και είδα κάτι μάσκες, αυτές οι μάσκες ήταν εκμαγεία. Σε τριάντα μέρες τις έβαλαν στο τρένο και δεν τις ξαναείδαμε πια. Λέγανε ότι τις έκαναν μούμιες, τις βαλσαμώσανε.
΄Υστερα ήρθε διαταγή να φύγουμε από το μπλοκ 10. Αυτό έγινε ύστερα από ενάμιση χρόνο.
Δηλαδή εσείς πήγατε τον Απρίλιο του 1943, και τέλους του '44 σας είπαν να φύγετε;
Ναι, ναι, και μας πήγαν στο μπλοκ 9, στο ΄Αουσβιτς πάλι. Μας πήγαν στο Στατόιντεσγκεμπ....
Το Στατόιντεσγκεμπ ήταν κρατικό κτίριο, και εκεί μέσα όλοι όσοι εργάζονταν έκαναν εργασίες για να βοηθήσουν το γερμανικό στρατό, όπως ήταν το πολιτικό γραφείο.
Στο μπλοκ 9 με έκαναν νοσοκόμα. ΄Ημασταν είκοσι κορίτσια, Ελληνίδες, Γαλλίδες, πήγαμε κάτω και μας είπαν ότι θα φέρουν κάσες ολόκληρες από μασέλες χρυσές από τα κρεματόρια, και μια Γερμανίδα θα μας εξηγούσε πώς θα δουλεύαμε. Δουλεύαμε βάρδιες όλη τη νύχτα, παίρναμε τη μασέλα και ξεχωρίζαμε τα χρυσά δόντια, τα βάζαμε σ΄ένα κουτί και τα άλλα τα πετούσαμε στα σκουπίδια. Στη δουλειά που κάναμε στο ΄Αουσβιτς, όταν ξεχωρίζαμε τα χρυσά δόντια, εγώ να σου πω την αλήθεια έκλεβα δόντια, και τα μεσάνυχτα τα έδινα σε μια άλλη κοπέλα και μας έφερνε ψωμιά και σαλάμια. Γι΄αυτό ήμασταν καλά στην υγεία μας. Αυτό το γκρουπ που ήμασταν περνούσαμε καλά. Δεν φοβόμουν γιατί ήξερα ότι θα μας σκοτώσουν ούτως ή άλλως. Δίναμε τα δόντια και παίρναμε σαλάμια και φραντζόλες, γι΄αυτό ήμασταν καλά. ΄Εβαζα τα δόντια στον κόρφο μου και ύστερα πήγαινα επάνω και κοιμόμουν, γι΄αυτό μπορούσα να τα κρύψω.
Πριν να πάμε στη δουλειά τα πετούσαμε στα σκουπίδια και τα παίρνανε αυτές, για να μας δίνουν ψωμί και σαλάμι, γι΄αυτό ήμασταν καλά. Πήγαιναν αυτές έπαιρναν τα σκουπίδια και εκεί έβρισκαν τα χρυσά δόντια που είχαμε αφήσει εμείς. Αυτή τη δουλειά την κάναμε μέχρι που ήρθαν οι Ρώσοι, μέχρι τις 18 Ιανουαρίου. Ξέχασα να σας πω ότι το μπλοκ 10, τότε που έγινα καλά, έπαιρνα το καλάθι και πήγαινα στο δάσος να μαζέψω λουλούδια για να κάνουμε γιατρικά, βότανα.
Ποιος σας πήγαινε στα δάση;
Οι Γερμανίδες, 20-25 κορίτσια κάθε μέρα. ΄Ηταν κάτι φυτά σαν μπίλιες, τα βράζανε και μου είχε πει ο δόκτωρ ότι τα βράζουν για να μας τα δίνουν για να μην έχουμε περίοδο. Εμένα όμως δεν με σταμάτησε η περίοδος. ΄Οταν ήρθαν οι Ρώσοι και έπρεπε να αναχωρήσουμε, έπρεπε να πάρουμε από ένα ψωμί γιατί θα φεύγαμε, ήταν χειμώνας. Πήραμε ένα ψωμί και αναχωρήσαμε, περπατούσαμε νύχτα και μέρα... Κάθε βράδυ σταματούσαμε σε ένα στάβλο. Αυτοί που δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο, γυρνούσαν πίσω οι Γερμανοί και τους σκοτώνανε. Στο Β.... που προχωρούσαμε, βλέπαμε πολλούς σκοτωμένους, και ήταν πολλοί αυτοί που δούλευαν στο εργοστάσιο, οι πιο πολλοί απ΄αυτούς ήταν πεθαμένοι. Κάθε βράδυ σταματούσαμε και κλέβαμε ό,τι να ΄ναι, πατάτες και τέτοια. Και δεν είχαμε νερό και παίρναμε χιόνι. Περπατούσαμε δυο τρεις μέρες και μετά μας έβαλαν σε ανοιχτά βαγόνια, φορτηγά που ήταν γεμάτα χιόνια. ΄Οταν κατεβήκαμε απ΄τα βαγόνια, άνοιξαν τις πόρτες και είδαμε μέσα Πολωνέζες Εβραίες, Ρωσίδες Εβραίες, όλοι σκελετοί. Οι μισοί είχαν πεθάνει στο δρόμο.
Εσείς, οι Ελληνοπούλες, πόσες ήσασταν;
΄Ημαστε καμία πενηνταριά. Και μόλις μας πέταξαν σ΄ένα δωμάτιο, εκεί ήμασταν για μέρες και νύχτες. Δεν μας έδιναν νερό παρά μόνον άνοιγαν την πόρτα για πέντε λεπτά, για να πάρουμε χιόνι. Μόνο λίγη σούπα μας έδιναν. Κάποιες Ρωσίδες Εβραίες δεν ήταν καλές, δεν μας χώνευαν. Ζήλευαν που ήμασταν πολύ έξυπνες. Και εκεί ήμασταν ένα γκρουπ που κλέβαμε, εγώ, θυμάμαι, έκλεψα ένα καζάνι σούπα, μου έβγαλανα τα ρούχα και μ΄άνοιξαν το κεφάλι. ΄Εμεινε λίγο σούπα και το αίμα μου έπεφτε μέσα στη σούπα, μετά με πήγαν στο ιατρείο και μου έκαναν ράμματα.
Μετά από κει μας σήκωσαν, μας έβαλαν στα τρένα, στα βαγόνια και μας πήγαν στο Νόυστατ. ΄Ημασταν σ΄ένα δωμάτιο εκατό, είχε επτά δωμάτια, κοιμόμασταν κάτω, το πρωί 5 η ώρα μας σήκωναν. Είχε σύρματα γύρω-γύρω και έξω υπήρχε ένα δωμάτιο όπου κοιμούνταν γυναίκες Ες-Ες. Μια μέρα, η ΄Αννα που ήξερε καλά τα γερμανικά και ήμασταν πάντα μαζί, μας είπε να κάνουμε κάτι γιατί ούτε φαΐ είχαμε ούτε τίποτα. Εκεί ζητήσαμε να μας βάζουν να δουλεύουμε για να τρώμε. Βρίσκαμε κάτι πατάτες παραχωμένες στο χώμα.
Αυτές τις πατάτες πώς τις βρίσκατε εσείς;
Εγώ καθάριζα με τους κουβάδες, έπαιρνα βρόμικα νερά. Και μου λέει η φράου Ζ..., να πάμε μέσα στο μπλοκ, να ανοίξουμε τις πόρτες και να πετάξουμε τα βρόμικα νερά μέσα. Και τότε εγώ πήγαινα και έβαζα πατάτες μέσα στο βρόμικο κουβά και ερχόμουν μέσα στο μπλοκ.
Εκεί ήμασταν κάμποσους μήνες, και ήρθε η ώρα να ελευθερωθούμε... Μια μέρα μας έβγαλαν έξω για να πάμε στο δωμάτιο να κάνουμε δουλειές, και ένας πολίτης μας είπε ότι θέλει, επειδή τα κάναμε τόσο καθαρά όλα, τόσο ωραία, να μας χαρίσει ένα καζανάκι σούπα. Το πήρα εγώ και μόλις άνοιξαν οι πόρτες να το πάω μέσα, με πιάσανε οι Ρωσίδες, με χτύπησαν και μου πήραν τη σούπα. Και έτσι περάσαμε κάμποσους μήνες εκεί. Ξαφνικά είδαμε να έρχονται φορτηγά με Γερμανούς, είχε τελειώσει ο πόλεμος. Και μετά τους Γερμανούς, πέρασε ένα φορτηγό με Πολωνοεβραίους, και είχαν τόσα πράγματα, τρόφιμα, που δεν μπορείς να φανταστείς. Εμείς ανοίξαμε τα χέρια και μας έδωσαν σοκολάτες και άλλα, και τους βλέπαμε όλους να φεύγουν, δεν έμεινε κανένας. Μπήκαμε μέσα στα μαγειρεία για να φάμε, φάγαμε τόσο πολύ που μερικοί πεθάνανε. Και τότε μας είπαν ότι μπήκαν οι Ρώσοι και ότοι μπορούσαμε να πάμε όπου θέλουμε.
Εμείς ήμασταν δεκαπέντε κορίτσια και πιάσαμε ένα δωμάτιο έξω και έτσι αναγκαστήκαμε να πάμε πάλι να κλέψουμε, αλλά ήταν όταν ελευθερωθήκαμε και δεν ξέραμε πού να πάμε...
Από πού κλέβατε;
Από τα σπίτια, μπάιναμε στα σπίτια και δεν υπήρχε κανένας. Τα είχαν αδειάσει οι Γερμανοί, είχαν φύγει. Βρίσκαμε ζεστά φαγητά μέσα στις κουζίνες, φύγανε ξαφνικά. Κάναμε μπάνιο στα σπίτια, παίρναμε ρούχα, από δυο-τρεις φορεσιές και φεύγαμε. Οι Ρώσοι που μπήκαν δεν φέρθηκαν καλά. Οι Ρώσοι στρατιώτες ήρθαν να βρουν κορίτσια... ΄Ηταν η Νταίζη η μπλοκόβα, ήξερε πολωνέζικα και λίγα ρώσικα, και ήρθαν αυτοί να βρουν γυναίκες, άνοιξε την πόρτα και τους μίλησε ότι είμαστε από το στρατόπεδο, και τους είπε για άλλες γυναίκες Γερμανίδες που μπορούσαν να πάνε, και έτσι μας άφησαν. Πιάσανε και μια, και τη βιάσανε, αλλά εμείς ευτυχώς γλιτώσαμε. Το πρωί μπήκε και η Αγγλία, η Αμερική, μας ρώτησαν πού θέλουμε να πάμε και εμείς είπαμε ότι θέλουμε να φύγουμε με την Αγγλία. Μας έβαλαν σε ένα φορτηγό όσες θέλαμε να γυρίσουμε πίσω, μας έδιναν να τρώμε κλπ.
΄Υστερα από εκεί που μας βοήθησαν, μας έστειλαν σ΄ένα μέρος στο οποίο βρήκαμε Γιουγκοσλάβες, μας κοιτούσαν για δυο μήνες, μας βάλανε στα τρένα και μας έστειλαν με τον Ερυθρό Σταυρό στις Βρυξέλλες. Εκεί μείναμε δεκαπέντε μέρες, μας έδιναν φαγητό, και τότε μας ρώτησαν πού θέλαμε να πάμε, και εγώ είπα ότι θέλω να φύγω πίσω στην πατρίδα. Κάποιες πήγαν στο Παρίσι. Εγώ ήρθα πίσω. ΄ΟΤαν γύρισα πίσω, δεν βρήκα κανένα, έμεινα στη συναγωγή εδώ. Βρήκα ένα θείο, ο οποίος είχε γλιτώσει απ΄το στρατόπεδο. Ο θείος είπε ότι μόνο εγώ έμεινα από την οικογένεια, και να πάω μαζί τους στο Ισραήλ. Του είπα ότι θα μεινω εδώ να παντρευτώ, και ότι ύστερα θα φύγω για το Ισραήλ. Και έτσι έμεινα εδώ και παντρεύτηκα στη συναγωγή. Παντρεύτηκα τον Σιμόν Μάνο, έκανα ένα παιδάκι, ύστερα ένα άλλο, και όταν το πρώτο ήταν τεσσάρων χρονών και το άλλο δεκαοκτώ μηνών έφυγα για την Αμερική.
Δηλαδή με δυο παιδιά, έφυγες στην Αμερική;
Ναι, και εκεί έκανα δύο δίδυμα, όλα αγόρια. ΄Εχω εννέα εγγόνια και ένα δισέγγονο, και δόξα τω Θεώ είμαι πολύ χαρούμενη.
Κάτι άλλο ξέχασα να αναφέρω, όταν ήρθα εδώ και γεννήθηκε ο μεγάλος μου γιος, Σολομών, εγώ ήθελα να του δώσω το όνομα του γιατρού Σαμουέλ πυ είχε σώσει τη ζωή μου. Και έτσι έκανα. Του δώσαμε δυο ονόματα, δηλαδή Σολομών-Σαμουέλ.
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου