Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.
Η ΒΑΡΩΝΗ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Του Αλμπέρτου Ναρ
Amado mio, love me for ever...
Η άμαξα αποσπάται, πατινάρει στα λασπόνερα, προσπερνά το ξύλινο γεφυράκι πάνω από το χείμαρρο που μπαζώθηκε πρόσφατα. Μαρσαρίσματα, κλάξον και αναθυμιάσεις εξατμίσεων υπογραμμίζουν τη δυσαρμονία της πρώτης επαφής με τη σύγχρονη, καθημερινή μαγεία. Και η βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς επισκοπεί τα ενδότερα. Αιωρείται στο χρόνο και κατευθύνεται προς τον παρακείμενο συνοικισμό που φέρει το όνομά της. Η πλατεία του σταθμού έχει πια αδειάσει. Μονάχα κάτι ατροφικά παιδιά κλοτσούν πάνινα τόπια με τα μπαλωμένα παπούτσια τους και άλλα μεγαλύτερα, σχεδόν έφηβοι, κυνηγούν με μανία τις αδέσποτες γάτες, τις πουλάνε στο ιταλικό τσίρκο που εγκαινίασε πρόσφατα τις εμφανίσεις του, τροφή για τα αχόρταγα σαρκοβόρα, και ξεκοκαλίζουν το αντίτιμο στα σινεμά και στα πορνεία. Η βαρώνη εισάγεται στο σαθρό τενεκέ μαχαλά. Και την καταλαμβάνουν εξ απίνης γυναίκες τσαούσες με φαγωμένα νύχια και σκεβρωμένα πρόσωπα. Κάποιες κρατούν μωρά που τα ραπίζουν η πείνα και η απλυσιά. ΄Αλλες αποκαλύπτονται πίσω από μπουγάδες, μέσα από παράγκες φτιαγμένες από λαμαρίνες και πισσόχαρτα, που τα ανοίγματά τους καλύπτονται με τσουβάλια και κουρελούδες. Η λάσπη ανεβαίνει ως το γόνατο. Και ο ουρανός είναι ακόμα βαρύς μολυβένιος. Μονάχα μια αχτίνα του ήλιου δραπετεύει από το πλέγμα του νέφους και εξωραΐζει τη βαρώνη διαγωνίως. Οι άντρες λείπουν. Θα γυρίσουν αργά το βράδυ, συχνά σουρωμένοι· θα ψάχνουν για τη λυμφατική γκαζόλαμπα με κινήσεις αδέξιες, με την ψυχή αργασμένη από τα μεγάλα βάσανα. "Ποιος άγγελος μπορεί να δώσει λύση;" αναρωτιέται ο Κλήμης. Και ο Σαμ σφίγγει τα χείλη του και συγκατανεύει.
Στο μεταξύ η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο. Η άμαξα παλινδρομεί σαν αποκομμένη σημαδούρα και υπερβαίνει τις γραμμές του τραμ. Ο τραμβαγιέρης χτυπά το καμπανάκι και οι οδηγοί των γραμμών υπ΄αριθμόν τρία και κι υπ΄αριθμόν δώδεκα μανουβράρουν τα μπλε ή τα κόκκινα αρθρωτά λεωφορεία τους για να της ανοίξουνε χώρο. Παρεμβάλλονται όμως ταξιτζήδες που διαρκώς διαπληκτίζονται, μοτοσυκλέτες και μηχανάκια που τρομοκρατούν τα άλογα με τους επικίνδυνους ελιγμούς σλάλομ. Παρ΄όλα αυτά, η βαρώνη αγνοεί τις επικρεμάμενες πολυκατοικίες και τα εξαμβλωτικά εμπορικά κέντρα και οδεύει προς Φραγκομαχαλά. Αφήνει πίσω της χάνια και καραβάν σαράγια με αυλές περίκλειστες, εκλεκτικιστικά κτήρια τραπεζών, στοές όπου τις νύχτες βασιλεύει η απομόνωση, και διασταυρώνεται με τους αστούς με τις χαμηλωμένες ως τα φρύδια ρεπούμπλικες και τα σφιγμένα παλτά. Συναντά τον δικηγόρο, τον λογιστή, τον παραγγελιοδόχο, τον ασφαλιστικό πράκτορα, τον αντιπρόσωπο γεωργικών μηχανημάτων, τον βιοτέχνη φασόν, τον εργολάβο, τον έμπορο ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Πλησιάζει τώρα στα σκεπαστά. Στη διασταύρωση ανάβει το κόκκινο, η άμαξα φρενάρει. Η βαρώνη νιώθει πια ερεθιστική τη δύναμη της επαφής με τους χώρους όπου διαμορφώνεται η ιστορία των ανωνύμων. Της επαφής που σε αναπαύει σαν το μύρο. Το αμάξι δε χωρά στο στενό. Και εκείνη κατεβαίνει, μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά, ρωτά για την ποιότητα, παζαρεύει.Της αραδιάζουν τόπια πάνω στα τόπια να διαλέξει, την τρατάρουν γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι. Γύφτισσες την πλευρίζουν να της ρίξουν τα χαρτιά, να μελετήσουν τη μοίρα, όπως διαγράφεται στο λεπτό, βελούδινο, χέρι της. "Σαν να προφέρεις τη μαγική λέξη, όπως στο παραμύθι, και να παραμερίζουν οι αμπάρες και να ανοίγεται διάπλατα μπροστά σου η σπηλιά με τους θησαυρούς", μονολογεί ο Κλήμης. "΄Οπως στο παραμύθι", συγκατανεύει ο Σαμ. "Μόνο που όλα αυτά έχουν εκλείψει. Γιατρειά δεν υπάρχει".
Και η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο. Στη Via Regia παρατηρεί τους ξεναγούς που μυούν τους περίεργους τουρίστες στα άδυτα των βυζαντινών εκκλησιών και των ρωμαϊκών μνημείων. Οι Incantadas της γνέφουν μισοκρυμμένες πίσω από τους δαιδάλους των τουρκόσπιτων και την καλούν με το όνομά της. Μεσοπολεμικά ξενοδοχεία δεσπόζουν ένθεν και ένθεν. "Από εκεί σημάδευαν τους απεργούς το Μάη", συλλογίζονται ο Κλήμης και ο Σαμ, και αναμετρούν τους νεολαίους της Φεντερασιόν, που διαδηλώνουν για την απελευθέρωση του Ισπανού αναρχικού, και τους επιγόνους τους που προβάλλουν το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος. Η εικόνα μεταβάλλεται ξανά καθώς η άμαξα κατευθύνεται τώρα προς την παραλία, όπου οι φανοστάτες την υποδέχονται σε στάση "παρουσιάστε!", διέρχεται την πύλη τη λεγόμενη της Ρώμης και τάκα τάκα τα πεταλάκια υπερπηδά τους κυβόλιθους με τις σιδεριές και τα σκέπαστρα του αποχετευτικού δικτύου με τα διακριτικά της κατασκευάστριας βελγικής εταιρείας. Η βαρώνη περιεργάζεται τις αφίσες που διαφημίζουν αντιηλιακά, σούπερ μάρκετ, αυτοκίνητα, σκυλάδικα και άλλα καταναλωτικά αγαθά, περνά από στρατώνες και πεδία ασκήσεων, όπου καταπονημένοι φαντάροι συντηρούν ερπυστριοφόρα μαστόδοντα, και πλησιάζει προς τις απρόσιτες επαύλεις, τα Château mon bonheur, για να παραστεί στην επίσημη χοροεσπερίδα που διοργανώνεται προς τιμήν της. Θα υποστεί τις κοσμικές κυρίες που ανταγωνίζονται για μία φιλοφρόνηση και τους κυρίους που συνωστίζονται για ένα βαλς. Κάποτε όμως θα ξεφύγει από τους φουστανελοφόρους καβάσηδες, θα περάσει στην πίσω πλευρά της βίλας, παρά θιν' αλός, και θα βρεθεί στο επικίνδυνα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Θα ανακαλύψει τους ταρσανάδες με τα μισοχτισμένα ιστιοφόρα και τα κεντράκια με τα ελκυστικά ονόματα "΄Οασις¨, "Τζιτζιφιές", "Νησάκι" ή και το αριστοκρατικό "Λουξεμβούργο", όπου τότε ο τελευταίος δείπνος του πέραν του Ατλαντικού δημοσιογράφου. Η νύχτα θα πέσει καταυγασμένη από ουρανομήκεις, σπινθηρίζουσες γλώσσες πυροτεχνημάτων και πύρινες δέσμες λέιζερ που αυλακώνουν τον ουρανό και κατακάθονται προς τιμήν της.
Και η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο. Πλησιάζει τώρα προς το νοσοκομείο που φέρει και αυτό το όνομά της. Πλησιάζει και ταλαντεύεται. Να μπει ή να μη μπει; Να το παρακάμψει ή όχι; Οι κτητορικές επιγραφές, άλλες εξοβελισμένες, άλλες καλυμμένες με ασβέστη, μόλις διακρίνονται. Κι εκείνη προσπαθεί να αποφύγει τους πολυάσχολους γιατρούς και τις νοσοκόμες που εφημερεύουν. Και μπαίνει στους θαλάμους με τους χειρουργημένους, τους κατακρεουργημένους από τροχαία, τους κατάκοιτους από εμφράγματα ή βαριά εγκεφαλικά, με τους όρους, τα σωληνάκια και τους καθετήρες. Διέρχεται από τους διαδρόμους με τα αμέτρητα ράντζα, αναλώνεται με τις ώρες στις αίθουσες αναμονής των εξωτερικών ιατρείων, παρέα με τους συνταξιούχους που τα σαγόνια τους τρέμουν, που βήχας επίμονος κατατρώει τα ταλαιπωρημένα σπλάχνα τους.
Η βαρώνη ανασύρει το μαντιλάκι με το μονόγραμμά της, σκουπίζει τον ιδρώτα που καταυγάζει το μαρμάρινό της πρόσωπο και ρυθμίζει τον προσανατολισμό της προς τα εκεί όπου πάντοτε ανήκε. Ο Κλήμης και ο Σαμ το διαισθάνονται και αναρριγούν.
....Μια μέρα εκείνη θα ξανάρθει. Οι συνοικισμοί με τα χαμόσπιτα δε θα υπάρχουν. Οι άνθρωποι που αφανίστηκαν στις δίνες, στις διαρκείς εναλλαγές των καιρών, δε θα υπάρχουν. Κανείς δε θα τους αναφέρει. Ούτε γραμμή θα ξεφεύγει για χάρη τους. Ανάλγητη η λήθη θα ισοπεδώνει. ΄Ομως η πόλη μας θα είναι πάντα εδώ με τις απύθμενες μνήμες της,, προσφερόμενη για διολισθήσεις στο χώρο και στο χρόνο. Και όταν εκείνη αναστηθεί θα τη συνοδεύουν οι σκιές τους που όλο και θα πολλαπλασιάζονται. Θα είναι βέβαια τα άυλα υπολείμματα· οι τσακισμένοι θα είναι, οι εξόριστοι, οι τσαλακωμένοι, οι αναγκαστικά αρνησίθρησκοι, οι ανασκολοπισμένοι, οι σημαδεμένοι από τους βασανιστές με τις ανεξάντλητες επινοήσεις τους. Θα είναι όμως και οι άλλοι, που πορεύτηκαν σε καιρούς ειρηνικούς. Οι μαστόροι θα ΄ναι και οι μαθητάδες, οι τεχνίτες του κρασιού και του αργαλειού, οι γυρολόγοι, οι χαμάληδες, οι καπνεργάτες. Και χάρη στην παρουσία της θα αντλούν ζωή και θα αναγαλλιάζουν και θα αναδύονται.
Ξημερώματα, ώρα πέντε και τριάντα έξι της 15ης Μαρτίου 19. Η βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς επιστρέφει στην πλατεία του παλιού σταθμού. Σμίγει ξανά με τους φουκαράδες του συνοικισμού που φέρει το όνομά της. Αυτοί τώρα κουβαλούν μπόγους με τα λιγοστά τους υπάρχοντα και στο στήθος τους σχεδόν αστράφτει το κίτρινο άστρο. Απρόσωποι δυνάστες κροταλίζουν διαταγές και τους πατικώνουν σε κατάκλειστα βαγόνια. Η βαρώνη στριμώχνεται κι αυτή σ΄ένα βαγόνι μαζί τους. Οι πόρτες σφραγίζονται, ο συρμός ξεκινά. Ο Κλήμης προσπαθεί να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, ανοίγει την πόρτα κατεβαίνει από το αυτοκίνητο ενώ το στερεοφωνικό στέκεται στην τελευταία κινηματογραφική επιτυχία:
You must remember this,
A kiss is just a kiss,
a shy is just a shy.
The fundamental things are flying
as time goes by.
Eκείνη τους αποχαιρετά από το μοναδικό, στενό παράθυρο. Το τρένο προχωρά και η απόσταση την εκμηδενίζει. Το τραγούδι προχωρά και αυτό. Κοντεύει να τελειώσει.
- Play it again, Sam, εκλιπαρεί ο Κλήμης. ΄Ομως ο Σαμ δεν τον προσέχει. Και το CD περνά στο επόμενο τραγούδι:
Adios mi España querida,
Dentro de mi alma te llevo prendida,
Aunque soy un emigrante,
Jamas en la vida yo no podre olvidar te.
Al salir de España un dia,
Volvi la cara llorando,
Porque lo que mas queria,
atras lo iba dejando. (*)
O Πάκο κεντάει στις χορδές της κιθάρας. Ο Γιώργος, του Λουκά τραγουδάει όλο μεράκι. Κι ο Σαμ ακολουθεί. Μόνο που αλλάζει λιγάκι τους στίχους, ξεφεύγει ασυναίσθητα από το πρωτότυπο. Και αντί για "Εspana" ψιθυρίζει "Σαλονίκη".
_____________
(*) Στίχοι από το τραγούδι του Paco de Lucia "El emigrante". Σε πρόχειρη μετάφραση:
Γεια χαρά σου Ισπανία αγαπημένη,
Μες στην καρδιά μου σ΄έχω φυλαγμένη
Μ΄όλο που ένας μετανάστης είμαι,
στη ζωή μου ολόκληρη δε θα σε λησμονήσω.
Φεύγοντας από την Ισπανία κάποια μέρα,
έστρεψα το πρόσωπό μου θρηνώντας,
Για κείνο που πολύ είχα αγαπήσει,
πίσω μου το είχα αφήσει.
Αλμπέρτος Ναρ
Από τη συλλογή διηγημάτων
"Σαλονικάι δηλαδή Σαλονικιός"
Εκδόσεις Νεφέλη
Οι φωτογραφίες ενσωματώθηκαν εδώ, από σχετικά δημοσιεύματα και αρχεία της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου