Τα παιδιά της γειτονιάς μου
με φώναζαν με άλλα ονόματα
που δεν τα είχα ακούσει ποτέ μου.
Κι όταν έλεγα στη μάνα μου ή στον πατέρα μου
- σπάνια στον πατέρα μου -
ότι τα παιδιά δε με γνωρίζουν
και με φωνάζουν με ξένα ονόματα
εκείνοι γελούσαν
μέχρι που έβαζα τα κλάματα κι έφευγα.
Τα παιδιά δε με έμαθαν ποτέ·
γιατί δεν ήξεραν ούτε το όνομά μου,
ούτε πώς έμοιαζε το σώμα μου,
ούτε είχαν ακούσει τη φωνή μου
ή τα δάκρυα μου.
Κι όταν μιλούσα στη μάνα μου
και την παρακαλούσα να με αποκαλεί
με το πραγματικό μου όνομα,
εκείνη θύμωνε
και η συζήτηση σταματούσε διαπαντός.
Γιατί ρε μάνα δε με αποκάλεσες ποτέ σου έτσι,
κι όταν ερχόταν η κουβέντα σε 'μένα
- στα μακάβρια τραπεζώματά σας -
έκανες πως δε γνωρίζεις;
Γιατί ρε πατέρα δεν με άκουγες;
Πάντοτε άκουγες τους άλλους·
πάντοτε οι άλλοι ήξεραν καλύτερα από εμένα
- ίσως κι από εσένα.
Δεν έχω όνομα·
είμαι όλοι εσείς
που πνίγεστε στα ούρα της συμφοράς σας
και προσποιείστε ότι το απολαμβάνετε.
Είμαι εσείς
που καταπίνετε σιχαμένα αποτσίγαρα ενόχων
και χορταίνετε με τύψεις και παράπονα.
Είμαι η μάνα και ο πατέρας σας
που σας γαμήσανε τη ζωή
και σας γέμιζαν με φόβο.
Είμαι εσύ
κι ας μην ξέρεις ούτε το όνομά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου