Μεγάλωσα,
μην έρθεις να με πάρεις.
Την ξέρω την πόλη.
Πρώτα θα σύρω τη βαλίτσα
ως την απότομη διασταύρωση,
η οποία ομολογουμένως με φοβίζει
κι ας κατάγομαι από μεγάλη πόλη.
Θα περάσω έπειτα το μεγάλο
εγκαταλελειμμένο κτήριο,
μια ταβέρνα φάντασμα.
Κι έπειτα, όλο ευθεία προς την πόλη.
Στην ψευδαίσθηση
ότι όλα βαίνουν καλώς
και σε λίγο θα πάρουμε την πόλη,
ή ίσως μας πάρει εκείνη πρώτη
καθώς θα τρέχουμε,
ίσως μας καταπιεί
σε μια προσπάθεια να μείνει έρημη, ξάστερη, γκρι.
Θα στρίψω, κι όλο θα ανηφορίζω
θα πλησιάζω
διερωτούμενη εάν με θέλεις τόσο κοντά,
πλάι ή και μέσα σου
κατά τις περιστάσεις.
Πάλι θα στρίψω, στα φαγάδικα
τα οποία με «σιχάζουν»,
όπως λέτε στην Βόρεια Ελλάδα σας.
Συνωστισμός κι άδεια στομάχια,
αφεντικά και πελάτες,
καπιταλισμός
χριστιανισμός
ανθρωπίλα.
Πλησιάζω, θα στρίψω
αριστερά.
Ίσως καθυστερήσω λίγο,
επειδή ο δρόμος αυτός μου αρέσει
και θέλω αργά να τον βαδίσω.
Να κοιτώ ψηλά και χάμω
τα γκράφιτι, τις ταμπέλες, το φρούριο.
Να κοιτώ εμένα
κάπως μεθυσμένη
ένα ήρεμο βράδυ της πεπατημένης.
Ξέρω σε ποιο στενό θα στρίψω,
αναζητώ εκείνον τον στίχο των FFC
στο ντουβάρι
της διπλανής πόρτας
«Ίσως η δικιά μου Ιθάκη να σου
μοιάζει τελικά» .
Έφτασα. Τον ήξερα τον δρόμο, σου είπα.
Δεν έψαχνα να αραδιάσω νέο ποίημα,
με βαριέσαι όταν είμαι ο εαυτός μου,
ξέρω.
Ήθελα μονάχα να πεισθείς,
ότι οχτώ μήνες μετά
έμαθα να σε βρίσκω,
έμαθα τον δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου