Επιμέλεια: Μαρίνα Καρτελιά.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2019
Peter Handke
Ο Πέτερ Χάντκε (Peter Handke) είναι Αυστριακός συγγραφέας και μεταφραστής.
Γεννήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 στο Γκρίφεν της Αυστρίας και έχει ασχοληθεί με κάθε είδος γραπτού και λυρικού λόγου, όπως ποίηση, σενάριο, δοκίμιο, μυθιστόρημα, ενώ έχει καταγράψει και τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες. Βραβευμένος με πολλές διακρίσεις, το έργο του χαρακτηρίζεται στην παρατήρηση, την αποτύπωση και τη λεπτομερειακή αναφορά.
Ήταν ένας από τους ελάχιστους λόγιους ανά τον κόσμο που πήρε θέση ενάντια στους βομβαρδισμούς της Σερβίας από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, το 1999[7].{πηγή: Βικιπαίδεια}
To Τραγούδι της Παιδικής Ηλικίας
Όταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χεριά του, ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι, το ποτάμι να είναι χείμαρρος, και αυτή η λακκούβα με νερό
να είναι η θάλασσα.
Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν ήξερε ότι ήταν παιδί, όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής, και όλες οι ψυχές ήταν μία. Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν είχε άποψη για τίποτα, δεν είχε συνήθειες, καθόταν συχνά σταυροπόδι, το έσκαγε τρέχοντας, είχε ''κορυφή'' στα μαλλιά, και δεν έκανε κάμμυα γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν Όταν το παιδί ήταν παιδί, Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα: Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν είμαι εσύ; Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκεί;
Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο; Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο; Έχοντας υπόψη "το κακό" και τους ανθρώπους υπάρχει αυτό που λέμε "κακό " πραγματικά; Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι, και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι και ότι κάποια μέρα, εγώ, όπως είμαι, δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι; Όταν το παιδί ήταν παιδί, δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο, ούτε το κουνουπίδι στον ατμό, αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή "πρέπει"
Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι, και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά. Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι, τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη. Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου, ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει, δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη "μηδαμινότητα" ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή. Όταν το παιδί ήταν παιδί, έπαιζε με ενθουσιασμό, και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμό όπως και τότε, μόνο όταν πρόκειται για τη δουλεία του Όταν το παιδί ήταν παιδί, Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο,...ψωμί, Και έτσι είναι ακόμα και τώρα. Όταν το παιδί ήταν παιδί, τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα, όπως
μόνο τα μούρα τα γέμιζαν
και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν
φρέσκα καρύδια του ''έγδερναν'' τη γλωσσά
και ακόμη έτσι είναι,
για κάθε βουνοκορφή, είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό, και για κάθε πόλη, είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη, και εξακολουθεί να είναι έτσι, Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων με ένα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα, νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους, και το νοιώθει ακόμη και τώρα. Περίμενε το πρώτο χιόνι, και το περιμένει έτσι ακόμη και τώρα.
΄Οταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος
πάνω σ ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη
μέχρι σήμερα.
|
When the child
was a child
It walked with its arms swinging, wanted the brook to be a river, the river to be a torrent, and this puddle to be the sea.
When the child
was a child,
it didn’t know that it was a child, everything was soulful, and all souls were one.
When the child
was a child,
it had no opinion about anything, had no habits, it often sat cross-legged, took off running, had a cowlick in its hair, and made no faces when photographed.
When the child
was a child,
It was the time for these questions: Why am I me, and why not you? Why am I here, and why not there?
When did time
begin, and where does space end?
Is life under the sun not just a dream? Is what I see and hear and smell not just an illusion of a world before the world?
Given the facts
of evil and people.
does evil really exist?
How can it be
that I, who I am,
didn’t exist before I came to be,
and that,
someday, I, who I am,
will no longer be who I am?
When the child
was a child,
It choked on spinach, on peas, on rice pudding, and on steamed cauliflower, and eats all of those now, and not just because it has to.
When the child
was a child,
it awoke once in a strange bed, and now does so again and again.
Many people,
then, seemed beautiful,
and now only a few do, by sheer luck.
It had visualized
a clear image of Paradise,
and now can at most guess, could not conceive of nothingness, and shudders today at the thought.
When the child
was a child,
It played with enthusiasm, and, now, has just as much excitement as then, but only when it concerns its work.
When the child
was a child,
It was enough for it to eat an apple, … bread, And so it is even now.
When the child
was a child,
Berries filled its hand as only berries do, and do even now,
Fresh walnuts
made its tongue raw,
and do even now, it had, on every mountaintop, the longing for a higher mountain yet, and in every city, the longing for an even greater city, and that is still so,
It reached for
cherries in topmost branches of trees
with an elation it still has today, has a shyness in front of strangers, and has that even now.
It awaited the
first snow,
And waits that way even now.
When the child
was a child,
It threw a stick like a lance against a tree, And it quivers there
still today.
|
Als das Kind Kind
war,
ging es mit
hängenden Armen,
wollte der Bach
sei ein Fluß,
der Fluß sei ein
Strom,
und diese Pfütze
das Meer.
Als das Kind Kind
war,
wußte es nicht,
daß es Kind war,
alles war ihm
beseelt,
und alle Seelen
waren eins.
Als das Kind Kind
war,
hatte es von
nichts eine Meinung,
hatte keine
Gewohnheit,
saß oft im
Schneidersitz,
lief aus dem
Stand,
hatte einen
Wirbel im Haar
und machte kein
Gesicht beim fotografieren.
Als das Kind Kind
war,
war es die Zeit
der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich
und warum nicht du?
Warum bin ich
hier und warum nicht dort?
Wann begann die
Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben
unter der Sonne nicht bloß ein Traum?
Ist was ich sehe
und höre und rieche
nicht bloß der
Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es
tatsächlich das Böse und Leute,
die wirklich die
Bösen sind?
Wie kann es sein,
daß ich, der ich bin,
bevor ich wurde,
nicht war,
und daß einmal
ich, der ich bin,
nicht mehr der
ich bin, sein werde?
Als das Kind Kind
war,
würgte es am
Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am
gedünsteten Blumenkohl.
und ißt jetzt das
alles und nicht nur zur Not.
Als das Kind Kind
war,
erwachte es
einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer
wieder,
erschienen ihm
viele Menschen schön
und jetzt nur
noch im Glücksfall,
stellte es sich
klar ein Paradies vor
und kann es jetzt
höchstens ahnen,
konnte es sich
Nichts nicht denken
und schaudert
heute davor.
Als das Kind Kind
war,
spielte es mit
Begeisterung
und jetzt, so
ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache
seine Arbeit ist.
Als das Kind Kind
war,
genügten ihm als
Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es
immer noch.
Als das Kind Kind
war,
fielen ihm die
Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer
noch,
machten ihm die
frischen Walnüsse eine rauhe Zunge
und jetzt immer
noch,
hatte es auf
jedem Berg
die Sehnsucht
nach dem immer höheren Berg,
und in jeder
Stadt
die Sehnsucht
nach der noch größeren Stadt,
und das ist immer
noch so,
griff im Wipfel
eines Baums nach dem Kirschen
in einem
Hochgefühl wie auch heute noch,
eine Scheu vor
jedem Fremden
und hat sie immer
noch,
wartete es auf
den ersten Schnee,
und wartet so
immer noch.
Als das Kind Kind
war,
warf es einen
Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert
da heute noch.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου