Οι συγγραφείς
άνθρωποι καθημερινοί,
των οποίων η ρίζα θέλει βάψιμο
κι η μασχάλη ζέχνει αποκρουστικά.
Αγοράζουν ρούχα από γνωστές αλυσίδες
και πιστεύουν στις ευεργετικές ιδιότητες της αλόης.
Στα νιάτα, φορούσαν εσώρουχα
από τη λαϊκή της Πέμπτης
και πανηγύριζαν σαν έβρισκαν
ξεχασμένα ταλιράκια στον δρόμο.
Αγοράζουν αφρόλουτρα ένα συν ένα,
μερικές φορές κυριεύονται
από λαγνεία,
αλλάζουν εραστές
αλλάζουν σπίτι
αλλάζουν μάρκα τσιγάρων.
Όμως εγώ τους ξεχωρίζω πάραυτα.
Οι προσπάθειες ενσωμάτωσης
αποτυγχάνουν
στα γυμνασμένα μάτια
του αγύμναστου κορμιού μου.
Ακούγεται ένα εμφιαλωμένο "ευχαριστώ"
στο σερβίρισμα του καφέ
και παρελαύνουν για δοκιμή, μία - μία οι αισθήσεις.
Τους ξεχωρίζω,
από τα κουμπωμένα μπουφάν
ως το λαιμό,
σε μια προσπάθεια να ζεστάνουν την ψυχή τους •
και τα ντροπιασμένα τσιγάρα.
Μαζεύονται σε μια γωνιά
καταπίνοντας νευρικά τον κόσμο
κι όταν ρεύονται,
συναντάται γαρύφαλλο,
μπούκοβο και μέντα.
Οι συγγραφείς, ξύνουν τα φρύδια
σπρώχνουν τα μαλλιά
και διαλέγουν το μικρότερο μπρόκολο,
γιατί τρώνε μόνοι.
Κι όταν φτάσουν σπίτι,
μπροστά στον καθρέφτη
το προσφέρουν ανθοδέσμη
και γελούν για ώρες•
ωραίος που είναι ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου