Αγάπη μου,
εχθές ήταν το βράδυ ανυπόφορο. Σειρήνες ακούγονταν από παντού, ο πόλεμος μαίνεται μαζί με τον αέρα που χτυπά λυσσασμένος τα πορτόφυλλα. Στέκεται αδύνατον, πια, να περάσω το κατώφλι προς τα έξω. Αδέσποτες σφαίρες πέφτουν σαν τη δυνατή βροχή. Άλλωστε, το χιόνι σκέπασε ολόκληρη την πόλη. Ο Δνείπερος και η Λάντογκα έπιασαν μια σκληρή, αδιαπέραστη, κρούστα πάγου. Καθώς η νύχτα έγερνε βαριά προς το Ελμπρούζ, και δεν είχα ύπνο, άρχισα να μετρώ τα τραίνα και τα σπίτια. Τόσα σπίτια· όλα άδεια. Τόσα τραίνα... Όλα λάθος.
Επειδή, όσο ακαριαία ξεκινάει η ζωή, από δίψα και πάθος, άλλο τόσο ακαριαία μπορεί να ξεσπάσει σε ύπαρξη ή μη-ύπαρξη, θα ήθελα, πριν πεθάνω, να σου πω, για να γνωρίζεις, ορισμένα πράγματα που ακόμα με συγκινούν, όπως τα θλιμμένα παιδιά των μεταναστών, τα προδομένα ναι, η ληστρική μου φτώχεια, γιατί από το βάθος της ανατέλλει ο πιο επείγων ήλιος, η τελευταία σελίδα από τις Ασκήσεις Επιβίωσης, του Χόρχε Σεμπρούν, τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία, τα καράβια στους τρικυμισμένους ωκεανούς, όλα τα ναυγάγιά τους στον υπερκόσμιο βυθό, η αγωνία των ασυρμάτων, η σιωπή του τελευταίου τσιγάρου, ο σκύλος από την Νοσταλγία του Ταρκόφσκι, το String Quartet No 4 του Mendelssohn, ο τρόπος να μου φέρνεις τη σκέψη σου, όσο μακριά και αν είσαι.
Με την άμαξα της Δευτέρας, θα προσπαθήσω να στείλω το γράμμα στο Κουρσκ. Ίσως, από εκεί, καταφέρει ο Νικολάι Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, να το μεταφέρει στο μέτωπο με τον ακόλουθό του, κρυφά, και από το ίδιο του το χέρι να το παραλάβεις.
Χαίρε, αγάπη μου. Πέτρα ψαλίδι χαρτί, λυπημένο φίλντισι.
Σε στιχολογώ ανθισμένο, πανάκριβο φίλημα.
Αγάπη μου, χαίρε.
Τακούνια, Άνεμος Εκδοτική, 2011
αληθινό!
ΑπάντησηΔιαγραφή