Eπιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά.
Θυμόμαστε #weremember
΄Ολο το μήνα, στο Pause., τιμάμε τη μνήμη. Τιμάμε την Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Με φωτογραφίες, δημοσιεύσεις, εκδηλώσεις και οτιδήποτε σχετικό με την αποτύπωση του στις Τέχνες και στον κόσμο ολόκληρο.
Ανεβάστε την φωτογραφία σας με το #WeRemember, ή μοιραστείτε τις δικές μας δημοσιεύσεις με το #WeRemember.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι από τους συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα, στα έργα του, καθώς έρχεται και επανέρχεται και μάλιστα με συγκλονιστικό και ιδιαίτερο τρόπο, τόσο στα διηγήματά του, όσο και στα μυθιστορήματα, όπως η "Σκάλα του Μόλχο" στη συλλογή "Νοέμβριος", το μυθιστόρημα "Ουζερί Τσιτσάνης" κ.α. Σήμερα αναδημοσιεύουμε το διήγημα του "Η πρέσα", από τη συλλογή "Ντεπό" που έχουμε ήδη παρουσιάσει εδώ. |
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Μηχάνημα κοπής κίτρινων αστεριών. Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης |
Η πρέσα
Στον Πωλ.
Π
|
ΡΩΤΟΕΙΔΑ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ-ΤΑΤΟΥΑΖ στον καρπό του αριστερού
χεριού της μάνας μου στο Λιτόχωρο – είχαμε πάει για μπάνιο και μετά κάναμε μαζί
ντους, φορώντας μόνο τα μαγιό, στην εξωτερική ντουσιέρα της ταβέρνας όπου
είχαμε καθίσει. 1965. Τότε ήμουνα δώδεκα χρονών – τραβηχτήκαμε απ΄το νερό και
ύστερα μπήκε από κάτω ο πατέρας μου. Είδα και σ΄αυτόν, στον καρπό του χεριού
του, ένα μαύρο, μυστήριο νούμερο. Καθίσαμε να φάμε και τότε τους ρώτησα – η μάνα
μου, η Ελβίρα, με αποπήρε:
«Δεν
είναι τίποτε, Αλμπέρτο, είναι τατουάζ. Τα κάναμε με τον μπαμπά σου όταν είμαστε
αρραβωνιασμένοι, ήταν, τότε, της μόδας».
Και
σκέπασαν και οι δυο τους αριθμούς με τα μανίκια των πουκαμίσων τους.
Εκείνα
τα χρόνια, που η οδύνη ήταν νωπή και η φρίκη ακόμα δεν κουβεντιαζόταν, όλοι
απόφευγαν να μιλήσουν στα παιδιά τους για το τι είχε συμβεί. Η μνήμη ήταν και
για τους ίδιους αβάσταχτη, οποιαδήποτε αναμόχλευση τους τσάκιζε, και πάσκιζαν
με τη σιωπή να επιβιώσουν – μου μίλησε ένα βράδυ ο πατέρας μου, όταν είχα
γίνει πια δεκαοχτώ και κάπως μπορούσα να καταλάβω. Εξάλλου άκουγα σποραδικά
αφηγήσεις εδώ κι εκεί, άρχισα να υποψιάζομαι, να σκέφτομαι, να συνδυάζω∙ το
θέμα πια είχε ξεκινήσει όλο και πιο πολύ να συζητιέται. Με φώναξε μόνο μου στην
κρεβατοκάμαρα και μου είπε για το ΄Αουσβιτς, την Τρεμπλίνκα, για τους φούρνους,
τα Sonderkomando, τα
κρεματόρια, τους ομαδικούς τάφους. Την ταπείνωση, την ολοκληρωτική εξόντωση,
τον αφανισμό. Η φωνή του έτρεμε, τα μάτια του έτρεχαν. ΄Υστερα από ώρες, αφού
μου διηγήθηκε όλη την ιστορία, σηκώθηκε κι έβγαλε μέσα από ένα συρτάρι, όπου το
είχανε καλά φυλαγμένο, το κίτρινο άστρο του Δαβίδ που φόρεσε η μάνα μου εκείνο
το μήνα – από τις 8 Φεβρουαρίου του 1943 ως τις 15 Μαρτίου που τους πήραν με το
πρώτο τρένο. Ούτε οι ίδιοι θυμούνταν πώς το είχανε κρατήσει, πώς είχε σωθεί.
΄Ηταν ολόιδιο μ΄αυτά που θα βλέπαμε μετά στο σινεμά και σχεδόν παντού, όταν
γινότανε αναφορά στο Ολοκαύτωμα.
Το
άστρο αυτό, δέκα επί δέκα εκατοστά, από χαρτόνι και με επένδυση από κίτρινο
ύφασμα γαζωμένο με ψιλή κλωστή περιφερειακά και μετά διαγώνια, για να κρατάει,
ήταν ακόμα σε αρκετά καλή κατάσταση – σώθηκε γιατί το είχαν τυλιγμένο
προσεκτικά μέσα σε διπλό νάιλον. Είχε τυπωμένο έναν αριθμό πάνω του, τον 17889,
που δεν μπορούσα να καταλάβω τι σήμαινε.
Το κράτησα με εντολή του πατέρα μου ως κειμήλιο μνήμης για εκείνα που πέρασαν οι
δυο τους, οι γονείς μου, και όλοι σχεδόν οι Εβραίοι της Ευρώπης τότε.
Συχνά,
επί χρόνια, το έβγαζα κρυφά στο δωμάτιό μου και το περιεργαζόμουν, το άγγιζα,
νιώθοντας ότι ακουμπάω τον ίδιο τον θάνατο, ψάχνοντας ταυτόχρονα, μελετώντας να
μάθω όσα μπορούσα περισσότερα για την ιστορία του αφανισμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Κοιτώντας και παρατηρώντας το, πάσκιζα να υποθέσω τη διαδρομή του: πώς
αποφασίστηκε να φτιαχτεί, από ποιους, από πού αγοράστηκε το χαρτόνι και το
ύφασμα, πού τυπώθηκε ο αριθμός πάνω του, ποιοι το γάζωσαν, ποιοι το μοίρασαν στους
Εβραίους. Πόσα τέτοια, ίδια, φορέθηκαν με άλλους αριθμούς; Με ποια τραγωδία
συνδέθηκε το καθένα;
Επί
δέκα χρόνια ρωτούσα από δω και από κει τους ελάχιστους που σώθηκαν και ακόμα τους
πιο λίγους που έψαχναν, αλλά κανείς δεν ήξερε, παρά συγκεχυμένα πράγματα κι
αμφίβολα στοιχεία – ώσπου γνώρισα τον Πωλ Ισαάκ Χάγουελ, συνομήλικο, που ήταν
κι αυτός παιδί επιβιωσάντων. Ο Πωλ, που του ανέφερα σχεδόν τυχαία για το άστρο,
ήταν ερασιτέχνης μελετητής, αλλά με ασύγκριτα μεγαλύτερο ζήλο, γνώση, σύστημα
και προσοχή από μένα∙ με κάλεσε την άλλη μέρα στο Τυπογραφείο-Βιβλιοπωλείο “Gattegno-Hagouel” όπου εργαζόταν και μου είπε να φέρω μαζί και το
αστέρι.
Το Τυπογραφείο
ήταν στην περιοχή της Σταυρούπολης κι έφτασα κατά τις δέκα το πρωί με ταξί,
έχοντας το άστρο φυλαγμένο καλά σε μια πέτσινη θήκη, τυλιγμένο, πρώτα, σε διπλό
νάιλον. Ο Πωλ μου είπε να του το δείξω – το παρατήρησε καλά, από δέκα μεριές και
δήλωσε πως ήταν γνήσιο και πολύτιμο ντοκουμέντο. Μετά με πήρε μέσα στο γραφείο
του και κλείδωσε την πόρτα, ζητώντας από τη γραμματέα του να μη μας ενοχλήσει
κανείς. ΄Ανοιξε ένα παλιό χρηματοκιβώτιο και έβγαλε από μέσα μερικές στοίβες
παλιά τιμολόγια και άλλα χαρτιά, πολύ προσεκτικά φυλαγμένα. Ενώ έψαχνε, μου
είπε:
«Το
Τυπογραφείο “Gattegno”, εδώ που
είμαστε, κατά τον Μεσοπόλεμο και στα χρόνια της Κατοχής ήταν το μεγαλύτερο των
Νοτίων Βαλκανίων. Αρχές του 1943, οι δυο ναζί αξιωματικοί, ο Ντίτερ Βισλιτσένι
των Ες-Ες και ο Αλόις Μπρούνερ, ο περίφημος μετά “Χασάπης της Λυών", είχαν
πάρει εντολή απ΄τον ΄Αιχμαν να προχωρήσουν άμεσα στην εξόντωση των Εβραίων της
πόλης. Και αφού τους έχουνε γδύσει από τις περιουσίες, τους μαζέψανε, όπως ξέρεις,
στο γκέτο και βγάλανε διαταγή να φορούν όλοι οι Ισραηλίτες, άνω των έξι ετών,
ένα κίτρινο αστέρι στο στήθος. Η αγορά του υλικού, η κατασκευή, τα έξοδα και η
διανομή έδωσαν εντολή να γίνουν τάχιστα, με ευθύνη και σε χρέωση της Εβραϊκής
Κοινότητας. Ο ραβίνος απευθύνεται τότε εδώ, στο Τυπογραφείο “Gattegno”, που σπεύδει να αγοράσει χαρτόνι αναγκαστικά από την “Eλληνογερμανική Εταιρεία Χάρτου” – κίτρινο ύφασμα δεν ξέρω
από πού προμηθεύτηκαν. Αλλά για να πάρουνε το χαρτί έπρεπε να έχουν την έγκριση
του Γερμανικού Γραφείου Προπαγάνδας που βρισκόταν στην οδό Νίκης 63 και είχε
επικεφαλής τον διαβόητο Βισλιτσένι. Δες αυτό» - και βγάζει κι αφήνει μπροστά
μου μια παμπάλαιη, ελαφρώς κιτρινισμένη αλλά καλά συντηρημένη σελίδα, δίγλωσση,
που γράφει:
GENEHMIGUNG
– ΕΓΚΡΙΣΙΣ
Der
Progaganda Abteilung “SO”
Staffel Saloniki – Agais
Της
Διευθύνσεως Προπαγάνδας Θεσ-νίκης Αιγαίου
Τμήμα
Διαχειρίσεως Χάρτου
Παρακάτω
γράφει, και στις δυο γλώσσες, ότι εγκρίνεται, για την κατασκευή 55.000 αστεριών
από την Ισραηλιτική Κοινότητα, η αγορά 375 τεμαχίων χάρτου 70x100.
Πελάτης: Τυπογραφείο Gattegno
Αξία
εκτυπώσεως 250.000
Αξία
χάρτου 500.000
Σύνολον 750.000
Αναγκαστικόν
παρακράτημα: 0
Ημερομηνία
17-2-1943
Υπογραφή:
Βισλιτσένι
Ες-Ες
Χάουπτστουρμφύρερ
Και
είχε κανονική, ζωντανή, αυθεντική, με μαύρη μελάνη, την υπογραφή του Ντίτερ
Βισλιτσένι, ενώ τα «S-S», στα οποία ανήκε, τα σημείωνε ο ίδιος από κάτω με δυο
κεραυνούς.
Είχα
σοκαριστεί διαβάζοντας και ακουμπώντας αυτό το γνήσιο ντοκουμέντο-έγκριση, που
περιέγραφε σε συντομία όλη τη φρικαλέα ιστορία με τα εβραϊκά άστρα της Κατοχής,
αλλά πιο πολύ απ΄την ιδιόχειρη υπογραφή του Βισλιτσένι. Καθόμουνα εκεί και την
κοιτούσα και τη μελετούσα άναυδος.
Ο
Πωλ μου είπε:
«Δεν
τελειώσαμε. ΄Ελα μαζί μου».
Βγήκαμε
απ΄το γραφείο και περνώντας ανάμεσα από αρκετές εκτυπωτικές μηχανές όφσετ και
από άλλες, πολύ πιο σύγχρονες, στοίβες χαρτιά και εργαζόμενους που συνέχιζαν
κανονικά τη δουλειά τους, φτάσαμε ακολουθώντας διάφορους διαδρόμους σε κάποια
απόμερη, ερημική άκρη του τεράστιου χώρου, μπροστά σε μια πόρτα κλειδωμένη,
αλλά και που είχε, για διπλή ασφάλεια, κι ένα δυσανάλογα μεγάλο λουκέτο απέξω.
Ο
Πωλ ξεκλείδωσε. Μπήκαμε σ΄ένα δωμάτιο πέντε επί πέντε άδειο από οτιδήποτε άλλο,
που στο κέντρο του στεκόταν ένα μηχάνημα, μάλλον, σκεπασμένο επιμελώς με
μουσαμά. Τράβηξε το κάλυμμα και αποκάλυψε μια δυσοίωνη, σχετικά περίπλοκη,
ατσάλινη, στιβαρή μηχανή, μαύρη, παλιά, αλλά γρασαρισμένη, καθαρή, διατηρημένη
άψογα, ύψους ενάμισι μέτρου και πλάτους γύρω στο ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά.
Το βάρος της θα ήταν πάνω από πεντακόσια κιλά. Είπε:
«Αυτή
είναι η αυθεντική πρέσα όπου κόπηκαν τα πενήντα πέντε χιλιάδες εβραϊκά αστέρια,
τον Ιανουάριο του 1943».
Με
το που το είπε, τρόμαξα, φρικίασα, σαν να ερχότανε καταπάνω μου μια
θεριζοαλωνιστική μηχανή. Μετά, κρατήθηκα, όσο μπορούσα, πλησίασα κι άρχισα να
την παρατηρώ προσεκτικά, να μελετώ το μέταλλο και τα μέρη της, τους λεβιέδες, τα
γρανάζια, τους μηχανισμούς, τις πλατφόρμες, τις υποδοχές και τα πλατό –
πλησίασα ασυναίσθητα πιο κοντά και την ακούμπησα με τα δάχτυλα. Το άγγιγμα μου
προκάλεσε αποτροπιασμό και φόβο, σαν να ακουμπούσα έναν κρύο, κοιμισμένο
κροκόδειλο ή τις φολίδες από κάποιο γλοιώδες, μαύρο τέρας που βρισκόταν σε
νάρκωση αλλά ανέπνεε.
Ο
Πωλ συνέχισε:
«Κατ΄αρχάς
η δουλειά της ήταν να κόβει ετικέτες μπουκαλιών για ποτοποιίες και προσκλητήρια
για γάμους και βαπτίσεις».
Εγώ
σχεδόν έτρεμα.
Ο
Πωλ συνέχισε:
«Την
έχω εδώ, από χρόνια, αιχμάλωτη, κρατούμενη για πάντα. Είναι η πρέσα της μνήμης».
Και
γυρνώντας προς τα μένα:
«΄Εχεις
το αστέρι της μητέρας σου πάνω σου. Δώσ’ το μου».
΄Εβγαλα
αδέξια, με ιδρωμένα χέρια και με δυσκολία την πέτσινη θήκη, ξεδίπλωσα τα νάιλον
και του έδωσα τρέμοντας το κίτρινο άστρο.
Αυτός
έψαξε πίσω και κάτω από την πρέσα κι έβγαλε ένα άλλο, μαύρο, ατσάλινο αστέρι,
με κοφτερές, σχεδόν ξυραφένιες ακμές και με πλευρές που αναπτύσσονταν σε βάθος
πέντε πόντων.
«Αυτό
είναι η μήτρα, το καλούπι, που το προσάρμοζαν στην πρέσα, κατέβαζαν το μοχλό κι
έκοβαν δέκα αστέρια σε χαρτόνι και ύφασμα μαζί, ταυτόχρονα, που τα είχαν
τοποθετήσει σε στρώσεις από κάτω».
Σήκωσε
με το δεξί του χέρι το κίτρινο άστρο της μητέρας μου και το έβαλε στο ατσάλινο καλούπι, που το κρατούσε με το αριστερό. Και το αστέρι ήρθε και ταίριαξε στη
μήτρα απόλυτα, φώλιασε ακριβώς.Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ντεπό, Εκδόσεις Πατάκη.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει δέκα συλλογές διηγημάτων και πέντε μυθιστορήματα. Το βιβλίο του Η Στενωπός των Υφασμάτων τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1993 και το Επί ψύλλου κρεμάμενος με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω το 2004. Τα μυθιστορήματα του Γερνάω επιτυχώς και Ουζερί Τσιτσάνης (νέα έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, 2013) ανέβηκαν θεατροποιημένα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, όπως και το "Με τα παιδιά της πιάτσας" (ένα παίγνιο με τον Νίκο Τσιφόρο), σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. ΄Εγραψε το σενάριο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη "΄Ολα είναι δρόμος", σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, και τα κείμενα της μουσικοθεατρικής παράστασης "Σαν τραγούδι μαγεμένο", που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΡΤ-3, διηύθυνε την εφημερίδα Θεσσαλονίκη και τα περιοδικά Θ-97 (τιμήθηκε με το βραβείο "Ιπεκτσί"), Τάμαριξ, Χίλια Δέντρα, Πανσέληνος (έλαβε το ευρωπαϊκό βραβείο "European Newspaperdesign Awards 2000") και Επιλογές της Κυριακάτικης Μακεδονίας. Συνεργάστηκε επί δύο χρόνια με την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία.
Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση. Το 2012 έλαβε το βραβείο διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο του Περιπολών περί πολλών τυρβάζω (Εκδόσεις Πατάκη).
Το Ουζερί Τσιτσάνης έγινε ταινία το 2015 από τον Μανούσο Μανουσάκη.
Την άνοιξη του 2016 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη το μυθιστόρημά του Υπουργός Νύχτας και τον χειμώνα του ίδιου έτους ο συγκεντρωτικός τόμος διηγημάτων Τα δεδουλευμένα. Ξεχωρίζουν ακόμα οι συλλογές διηγημάτων Νοέμβριος και η πιο πρόσφατη Λεωφορείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου