Γράφει ο Θ.Δ. Τυπάλδος
«Ετούτη η πόλη, με τρελαίνει», τραγουδούσε στις
αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Με μια φωνή επηρεασμένη από
μια ενδοφλέβια υποστολή με εμφανή όμως τα σημάδια στη χροιά της από το
ξέσπασμα της τρέλας του σε κάποια πρώιμη
στιγμή, απόδειξη ότι ο τραγουδιστής είχε ζήσει την παραφορά, τη σχιζοφρένια που «ετούτη η πόλη» απλόχερα χαρίζει στους
δημότες της. «Ετούτη η πόλη»: η Αθήνα της μεταπολίτευσης, της αποχουντοποίησης,
με τα ευρωπαϊκού βλαχομπαρόκ τύπου μαγαζιά
της, με τα αποπνιχτικά διαμερίσματα-κλουβιά των πολυκατοικιών της, με τα σκυλάδικα
και το Μέγαρο Μουσικής της. Μια Αθήνα της άμεσης δημοκρατίας για τους πολλούς,
με την εξουσία στους λίγους. Η Αθήνα με όπλα της πειθούς της, τα γκλόμπς των
ματ, τα σημεία πώλησης ναρκωτικών, τις πιάτσες αγοράς των χιλιάδων τρόπων για
να πεθάνει κανείς. Η Αθήνα των ποιητών και η Αθήνα των ποιηταράδων. Η Αθήνα με τους
περιθωριακούς της τύπους, τους ωραίους τύπους, αυτούς που λέμε «αληθινούς
μάγκες» κι όχι γιαλαντζί. Αυτούς τους τύπους των μικρών καφέ, που από την εποχή του Δρίβα, υπάρχουν κι είναι
οι ίδιοι πάντα, πάντα αυτοί, με άλλες
όμως μορφές, ιδανικές για την κάθε εποχή. Αυτοί οι αληθινοί ποιητές, οι ποιητές
των δρόμων που ο κάθε στίχος τους, η κάθε τους ρίμα, είναι η κάθε τους ανάσα
και η κάθε τους πράξη. Η αλήθεια και ο μύθος τους.
Η Αθήνα λοιπόν, «μια μητρόπολη του κόσμου» που
έλεγε και το γνωστό λαϊκό άσμα, η Αθήνα, η σύγχρονη πρωτεύουσα μιας σύγχρονης
ευρωπαϊκής χώρας – μια πόλη εν τέλει
ακραία decadence, η οποία δεν γνωρίζει ότι είναι η ίδια decadence, και διαθέτοντας το
απόλυτο παράδοξο χαρακτηριστικό, ως
ιδίωμα και σαν βίωμά της, να προσπαθεί πάντα είτε να αφομοιώσει, είτε να σκοτώσει, (το ίδιο πράγμα
είναι αυτά τα δύο) τους όποιους αληθινά decadence (τους συνειδητοποιημένους και
υπερήφανους γι’ αυτό decadence δηλαδή) που κυκλοφορούν
στους δρόμους της, στις πλατείες κι αράζουν στα παγκάκια της και ζουν,
επιβιώνουν μέσα στις αρτηρίες από μαζούτ και διοξείδιο του άνθρακα, στις
ασφάλτινες φλέβες της και τσιμεντένιες σάρκες, που ζουν εντός των νοητών, των
συναισθηματικών και όποιων άλλων τειχών που η Αθήνα δημιουργεί για να
εγκλωβίσει βαθιά, μέσα στην κρύα αγκαλιά της τους πολίτες της. Υπάρχουν παντού αυτές οι φιγούρες, σ’ όλες τις
συνοικίες και τα προάστια, περιθώρια
μέσα στο περιθώριο μίας αυτο-περιθωριοποιημένης μεγαλούπολης.
Στην Αθήνα, στην Αθήνα τη σύγχρονη, την Αθήνα της
πολυπολιτισμικότητας, την Αθήνα του τέλους του 20ου αιώνα και της
απαρχής του 21ου, βρέθηκε να ζήσει, να βιώσει την κάθε κραυγή που
αντηχούσε στους δρόμους και τα κτήρια, ένας αληθινός ποιητής του δρόμου, ένας
αυτοσυνειδητοποιημένος decadence,
ένας εξερευνητής της εποχής του και των ανθρώπων αυτής, ο Νίκος Λέκκας. Ο Νίκος Λέκκας, ένας άνθρωπος με μια
βεβαιότητα που μου αποπνέει, πως σε όποια εποχή, στο όποιο πολεοδομικό-ταξικό
γίγνεσθαι κι αν βρισκόταν, εκείνος θα βίωνε τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις με
εντελώς άλλα δεδομένα. Αν έβρισκε κάποιος τον Λέκκα στο Παρίσι λχ., των χρόνων
όπου δρούσαν οι λεγόμενοι «καταραμένοι ποιητές», θα τον έβρισκε να μοιράζεται
το όπιο στην ίδια πίπα με τους Baudelaire-Rimbaud. Στην Αθήνα της
δεκαετίας του 1920, θα έπινε στην ταβέρνα απ’ το ίδιο γιοματάρι με τους
Βέλμο-Δρίβα-Χαλεπά. Στις Η.Π.Α. της δεκαετίας του 1950 και στα ταξίδια της
γενιάς των beat, εντός
κι εκτός των Η.Π.Α., θα συνομιλούσε και θα μοιραζόταν τις ίδιες εμπειρίες, τις
ίδιες ηδονές με τους Ginsberg-Burroughs. Ο Λέκκας σήμερα, ο Λέκκας χθες, ο Λέκκας στην
κάθε εποχή, θα ήταν πάντα το ζωντανό παράδειγμα των λόγων ενός άλλου decadence ποιητή,
μιας άλλης εποχής, μιας άλλης πολεοδομικής-ταξικής κατάταξης, του Oscar Wilde: «Όλοι μας ζούμε μες
τον υπόνομο, αλλά κάποιοι από εμάς, κοιτάμε τα αστέρια».
Τον Λέκκα τον γνώρισα πριν 2,5 χρόνια στην τελευταία
μου επίσκεψη στην Αθήνα. Μας σύστησε ο Διαμαντής Καράβολας στο Φαρφουλάδικο
όπου βρισκόμουν κι ο Νίκος πέρασε για ένα «γεια» πριν επιστρέψει στο «χωριό»
του όπως αποκαλεί το Κορωπί. Με την πρώτη ματιά και χωρίς να πούμε πολλά τον
συμπάθησα, (σημειωτέον, δεν είμαι από τους ανθρώπους που συμπαθώ εύκολα τον
άλλον). Με κέρδισε η απλότητα και η γαλήνη που εξέπεμπε η αύρα του, η αύρα ενός
καλοπροαίρετου ατόμου, καθώς και η εξωτερική του εμφάνιση, αυτή που όπως ο
ίδιος τονίζει: «…η εξωτερική εμφάνιση έχει να κάνει με το πόσο καλός είσαι».
Μιλήσαμε για λίγη ώρα για ποίηση, ενώ όταν του είπα πως είμαι από την Πάτρα,
μου ανέφερε πως είχε φοιτήσει στην δική μου τρελή πόλη. Η συνάντησή μας δεν
πρέπει να διήρκησε τρία τέταρτα της ώρας, μα ήταν αρκετή για να βγάλω κάποια
συμπεράσματα για το ποιος ήταν ο άνθρωπος που μου μιλούσε.
Στην διάρκεια των 2,5 αυτών χρόνων, η επικοινωνία
μας γίνεται είτε μέσω ίντερνετ, είτε μέσω τηλεφώνου, μια και που ούτε εγώ λέω
να βγω έξω από την Πάτρα, ούτε αυτός να αφήσει το Κορωπί. Όσο όμως κι αν
είμαστε απομακρυσμένοι, πάλι καταφέρνω να μαθαίνω το ποιος είναι ο Λέκκας, κι
όχι μόνο μέσω των συνομιλιών μας, αλλά και χάρη στα κείμενά του που δημοσιεύει
στα ηλεκτρονικά μέσα, ακατάπαυστα και με ορμή εικοσάχρονου επιβήτορα. Τα
κείμενά του είναι κομμάτια ενός πάζλ διασκορπισμένα στον χώρο, ενός πάζλ που αν
κάποιος μπει στον κόπο να τα ενώσει, θα σχηματιστεί μπρος στα μάτια του το
πρόσωπο του Λέκκα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα κείμενα αυτά είναι ο
Λέκκας κι ο Λέκκας είναι τα κείμενά του. Ο Λέκκας δεν είναι από εκείνους που
πιστεύουν πως άλλο η ζωή του καλλιτέχνη κι άλλο το έργο του – επ’ ουδενί: η ζωή
και η αλήθεια τροφοδοτούν τα γραπτά του κι εκείνα με τη σειρά τους, τροφοδοτούν
με δύναμη και πείσμα τον πατέρα τους να συνεχίσει να πορεύεται έτσι όπως
πορεύτηκε μία ολάκερη ζωή. Ο Λέκκας παρέμεινε ίδιος και στη ζωή και στη γραφή,
ενάντια στο ρεύμα και με περίσσια υπομονή-επιμονή. Αυτό του το ιδίωμα, ίσως
είναι σήμερα η μεγαλύτερη επανάσταση, όπως τονίζει ο Τέος Ρόμβος στον πρόλογο
του «Εξ Αδοκήτω», το βιβλίο όπου καταθέτει τον εαυτό του ο Λέκκας.
Το «Εξ Αδοκήτω» λοιπόν, ένα βιβλίο που από το
εξώφυλλο ακόμη φωνάζει πως πρόκειται για τον Λέκκα, έναν ποιητή του δρόμου, έναν
εραστή της ζωής που όμως δεν την κολακεύει με φιλοφρονήσεις και ερωτικά
ραβασάκια, απεναντίας, την βρίζει και τη μαστιγώνει με θυμό και άπλετη οργή
όταν ο ίδιος θεωρεί πως έτσι πρέπει να της φερθεί. Όταν όμως έρχεται το τέλος της μέρας, στρέφει το βλέμμα πάνω
της και της εξομολογείται το πόσο πολύ, το πόσο βαθιά κι αληθινά την αγάπησε
και πως όσα λάθη κι αν έκανε απέναντί της, τα έκανε λόγω της λαχτάρας του να
γευτεί όλες τις χαρές, όλες τις ηδονές που μόνο αυτή η θερμόαιμη τσιγγάνα
μπορεί να προσφέρει, αυτή η λάγνα κατάσταση που βιώνουμε όλοι, αυτή η υπερούσια
αλήθεια που ονομάζουμε ζωή – κι όπως ακριβώς κραυγάζει ο Λέκκας στο βιβλίο του:
«Γιορτάζω τη νίκη της ζωής!»
Από το πρώτο ξεφύλλισμα που έκανα στο «Εξ Αδοκήτω»,
αισθάνθηκα πως πρόκειται για ένα βιβλίο που ναι μεν εκδόθηκε στα 2018, φέρει
όμως μέσα του την αισθητική των underground zines των ’70 και ’80, έτσι που ακόμη κι όταν υπάρχουν κάποια
ορθογραφικά λάθη να μην κάνουν καμία αρνητική εντύπωση σε όσους γνωρίζουν κι
ενστερνίζονται τη ρήση του Λεωνίδα Χρηστάκη, (του πιο underground εκδότη που πέρασε από την
ελληνική λογοτεχνία), πως αν δεν κάνουμε και ορθογραφικά λάθη, πώς θα
ασχοληθούν μαζί μας; Ξέρω καλά ότι οι γνωστοί «υπερασπιστές» της γλώσσας, θα
αντικρούσουν αυτή τη ρήση με κοινοτοπίες του στυλ, «θα ασχοληθούν με το έργο
σου». Δεν καταλαβαίνουν κι ούτε θέλουν να καταλάβουν πως για κάποιους το έργο τους
χαρακτηρίζεται και με τα λάθη τους. Δεν υπάρχει κανείς τέλειος, κι όσο κι αν μοιάζει
αντιαισθητικό σε ένα γραπτό τα ορθογραφικά ή τα λάθη του συντακτικού, η έλλειψη
τελειότητας απεικονίζει την υποκειμενική πραγματικότητα, αυτή που εκρέει από
τον μικρόκοσμο κι εισβάλει με τον πιο αιρετικό, τον πιο βέβηλο τρόπο στον
μακρόκοσμο για να τον αναμοχλεύσει και να τον αμφισβητήσει. Καλό είναι εδώ να
θυμίσω σε όλους τον Παλαμά ο οποίος, υπερήφανος ακόμη και στα λάθη που υπήρχαν
στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», υπενθύμισε σε όλους μας πως «ό,τι κι αν κάμη ο
ποιητής, βρίσκεται πάντα μέσα του ένας ειδωλολάτρης».
Ο Λέκκας, έχοντας περάσει από το στάδιο του αρθρογράφου,
μοιάζει και στο βιβλίο του να κρατάει αυτή του την ιδιότητα. Έτσι, τα κείμενά
του ομοιάζουν στην μορφολογία τους ως άρθρα εφημερίδας, με τη διαφορά πως τα
κείμενά του δεν είναι ψυχρές αναφορές στα πεπραγμένα, αλλά έχουν τη ζέση, την
ένταση, το συναίσθημα ενός ποιητή. Τα κείμενα του Λέκκα διατυμπανίζουν τα
βιώματα, τις εικόνες και τις ιδέες του δημιουργού τους. Δεν κολακεύουν ούτε
προσπαθούν να κάνουν δημόσιες σχέσεις, αναταράζουν και στηλιτεύουν την
υποκρισία, τον καθωσπρεπισμό. Σκύβουν και παρηγορούν τους απόκληρους του
κόσμου, καθώς τους αληθινούς-ωραίους αντιρρησίες της επιφανούς κι επισφαλούς
κοινωνικής ειρήνης και την τάξη των πραγμάτων. Ένα βιβλίο όπου μπορούν και
συνυπάρχουν με τον πιο αρμονικό τρόπο, ο Φούντας, ο μανάβης της Κυψέλης, ο
εικοσιεξάχρονος Λαλάκης, ο Φωτόπουλος, ο Φιλύρας και ο Artaud, ο Καφάσης και τόσοι άλλοι, ένα
βιβλίο που με την αρμονία του, βάζει φωτιά και καίει τα πάντα, σε αυτό το
βιβλίο μπορεί ο καθένας να βρει είτε τον εαυτό του, είτε κάποια πρόσωπα που
κάπως, κάποτε, κάπου, αντάμωσε, κάτι που αποδεικνύει πως παρόλο που η αφήγηση
γίνεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο, μπορεί εύκολα ο αναγνώστης να ταυτιστεί είτε με
τον δημιουργό, είτε με κάποιον από τα άτομα που αναφέρονται εντός του. Αυτό
βέβαια, προϋποθέτει ο αναγνώστης να έχει ανοιχτές τις πύλες της αντίληψης και
να μη ζητάει εύκολα αναγνώσματα, ακίνδυνα και υποτονικά. Όπως δεν είναι
αναγκαίο να είσαι πρεζόνι για να διαβάσεις Burroughs, ή χασικλής για να
ακούσεις ρεμπέτικο, έτσι κι εδώ, δεν είναι αναγκαίο να έχεις τα βιώματα και τις
γνωριμίες που είχε ο Λέκκας, αυτό που είναι όμως αναγκαίο, είναι να είσαι
έτοιμος να ακούσεις την αλήθεια, να μάθεις για μια πραγματικότητα η οποία
παρότι δρα ακριβώς δίπλα από τη δική σου πραγματικότητα, δεν στρέφεις το βλέμμα
σου να την δεις, πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτόν θα την ξορκίσεις. Δικαίωμα
του καθενός είναι φυσικά να μην θέλει να την γνωρίσει, δεν έχει όμως κανείς το
δικαίωμα να αμφισβητήσει την ύπαρξή της.
Υπάρχουν κάποιοι που καταλογίζουν στον Λέκκα πως
είναι υμνητής της αυτοκαταστροφής του. Άφεριμ! Αν θα πρέπει να υποστηρίξει
κάποιος αυτό, οφείλει να καταλογίσει το ίδιο και στους ρεμπέτες, (σάμπως θα μου
πείτε, δεν το έκαναν μέχρις ότου να μπει στα σαλόνια των νεόπλουτων το
μπουζούκι), τον Καρυωτάκη, (το έκαναν μέχρι να τους κάνει ο ίδιος τη χάρη και
να αυτοκτονήσει) και πόσους άλλους ακόμη. Αυτοί ήταν που έπνιξαν εν ζωή τον
Άγιο Παπαδιαμάντη για να του αποδώσουν τιμές και προτομές μετά τον θάνατό του,
αυτοί ήταν που έκλεισαν στο Δρομοκαΐτειο των Βιζυηνό, αυτοί αγνοούν τον Βέσκο
(ίσως εσκεμμένα) ακόμη και τώρα. Εν προκειμένω, με την κατηγορία αυτή, ξανά
έρχεται σε πρώτο πλάνο αυτό που προανέφερα: αφομοίωση στους δικούς μας κανόνες,
ή θάνατος! Αυτό ακριβώς είναι που ζητούν από τον Λέκκα, την αφομοίωση ή τον
θάνατό του. Μόνο που ο Λέκκας δεν τους έκανε τη χάρη ούτε για το ένα, ούτε για
το άλλο, κι ούτε και πρόκειται να τους κάνει αυτή τη χάρη – έχει πολλά ακόμη να
πει, πολλά ακόμη για να πράξει και ξέρει αυτός καλά κάτι που οι κύριοι αυτοί
δεν κατάλαβαν ποτέ κι ούτε και πρόκειται ποτέ να το καταλάβουν. Εκείνος, σαν
πολύ καλός μαθητής του Baudelaire, το κατάλαβε και μας το εκμυστηρεύτηκε: «Την
ποίηση μπορούν να την καταλάβουν μόνο οι μεθυσμένοι. Και λίγο οι
μαστουρωμένοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου