Σιχαίνομαι τη μυρωδιά
η οποία ακάλεστη μένει πίσω
ενώ πάνε ώρες που έφυγες,
αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα.
Γιατί άφησες ανοιχτή την πόρτα φεύγοντας;
Μήπως προκειμένου να γυρίσεις;
Γιατί φεύγει εκείνος
που προσδοκά να γυρίσει
κι έτσι απροκάλυπτα το δηλώνει
με μια ανοιχτή πόρτα
κι αργά βήματα στις σκάλες;
Γιατί φεύγει εκείνος
κι αφήνει πίσω το άρωμα του
στα δικά μου τα χέρια
στα μαλλιά τα δικά μου,
στα σεντόνια – στους τοίχους;
Τέλος, γιατί φεύγει
και γιατί γράφω ποίημα
εφόσον αδιαφορώ;
Πώς αδιαφορώ την ίδια στιγμή που νοιάζομαι
και πώς πάντοτε καταφέρνω και σιωπώ τα ουρλιαχτά;
Πώς καταφέρνω και δεν σπάω,
δεν κλαίω, δεν καίω
δεν καταδέχομαι ούτε ένα τσιγάρο να στρίψω;
Πώς καταφέρνω να συντάσσω ποιήματα
τις δυσκολότερες στιγμές
αντί για δάκρυα •
πώς καταφέρνεις και φεύγεις
αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα
δηλώνοντας τόσο απροκάλυπτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου