–Το πριν ήταν τώρα με άλλη όψη, μα αυτό κανένας νους δεν είναι έτοιμος να το συλλάβει χωρίς να απολεσθεί. Και καμία λέξη.
–Ο έρωτας αφήνει κουσούρια, είναι σαν την αρρώστια: και καλά να γίνεις, δεν θα΄σαι όπως πριν αρρωστήσεις…Αλλά είναι αργά που σ΄τα λέω αυτά – εσύ πια αρρώστησες…Ξέχασέ τον όμως. Αφού δεν μπορείς να κάνεις τίποτ΄ άλλο .Εγώ στην θέση σου θα τον ξεχνούσα.
–Πρωτοπόρος όπως ήταν σε πολλά ο Χριστόφορος, προκαλούσε όχι μόνο θαυμασμό αλλά και έχθρες στους συντοπίτες του , με αποτέλεσμα να καιροφυλακτούν αρκετοί κι όταν εκείνος πάθαινε κάτι ή του πήγαιναν τα πράγματα λίγο στραβά, να ευνοούνται οι ίδιοι από τις ιδέες του… Ως και οι πολλοί γάμοι του είχαν βρει μιμητές.
-Γι΄ αυτό ρωτάω τα παιδιά…Τα χεράκια που δείχνουν στην τύχη, εκείνα να υπακούς!
-Χρειάζονται λένε εννιά μήνες για να βγούμε απ΄την γητειά ενός νεκρού. Για να μπορέσουμε να τον θυμόμαστε και να τον φέρνουμε στις κουβέντες μας χωρίς να τον περιμένουμε και χωρίς να μας πληγώνει όπως τον πρώτο καιρό. Όχι πως πριν τους εννιά δεν έχει αρχίσει ήδη , αυτόκλητα κι αυτονόητα , η διεργασία της απομάκρυνσης, ή μάλλον της συμφιλίωσης…Ούτε, άλλωστε, πως μετά τους εννιά θεραπεύονται αίφνης όλα και δεν μας ξαφνιάζει άλλο δεν μας πονάει αυτή η οριστική απουσία του. Αλλά εκεί γύρω στους εννιά μήνες γίνεται κάτι – μια ένωση, ίσως, δίχως σπινθήρες – και παίρνουν πάλι όλα τον δρόμο τους, είτε το θέλουμε είτε όχι. Έτσι λένε.
-...ο καθένας πεθαίνει όπως έζησε.
-Βλέπεις σένα σπίτι όπου κάθε χρόνο σχεδόν ερχόταν κι ένα καινούργιο αδερφάκι παίρνοντας τα πρωτεία από το προηγούμενο , δεν περίσσευε καιρός σε πατέρα και μάνα να δώσουν ένα χάδι παραπάνω και στα κάπως μεγαλύτερα παιδιά – ο πατέρας ,δε, δεν το πολυέδινε ούτε στα νήπια. Οπότε γι αυτά τα μεγαλύτερα , τουλάχιστον για τα πιο συναισθηματικά, το να τα βρίσκει πότε-πότε και μια αρρώστια , ένας ξαφνικός νυχτερινός πυρετός που βαστούσε μέρες , ήταν σχεδόν προνόμιο: ανάγκαζε τους γονείς να τα θυμηθούν, να τα προσέξουν.
-…η απλότητα , μια τόσο απόλυτη κι αφοπλιστική απλότητα που δεν την είχαν ούτε τα παιδιά , μόνο οι τρελοί ίσως.
-Κι έπειτα η πολλή αγάπη συνορεύει με τον κίνδυνο, αυτό δεν το ξέρεις;
-Αυτό μόνο θα ΄θελα να μου πει ένας τους μια φορά ! Ούτε γιατί πεθαίνουμε ούτε τι γίνεται μετά. ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ! Ποιά είναι η τελευταία εικόνα!…
-Τέτοιες λειψές μονοκέφαλες αγάπες ποτέ δεν έλειψαν από τότε που κουρδίστηκε το ρολόι του κόσμου.
-Ήταν το τελευταίο που τους ένοιαζε, εκτός από έναν θείο του αυτόχειρα που ήταν θρήσκος κι είπε πολύ λυπημένος πως, αν το έκανε αυτό η εκκλησία , ήταν σαν να έδινε στον πνιγμένο και μια λουριά από πάνω.
-…και με δάκρυα για κείνη ποτιζόταν ξανά και η άλλη κόρη της, η ξεχασμένη ας πούμε, μα τελικά οι θρήνοι και οι εξάψεις της αφορούσαν πιο πολύ σ΄αυτήν την ίδια: το πιο επικίνδυνο ποια ήταν ο εαυτός της.
-Γιατί ήξερε , φανταζόταν , πως για ν΄αυτοκτονήσουν οι άνθρωποι, χρειάζονται μια ενίσχυση. Κάτι. Μια ενίσχυση – πως το λένε- ένα ό,τι και δήποτε. Κάτι που να τους κλείνει τα μάτια ηδονικά, να εξαφανίζει την βούληση, να τους σαγηνεύει για το έσχατο! Κάτι παραπάνω κι απ΄τον έρωτα...Αλλιώς η ζωή παίρνει πάλι τα μπόσικα και τους κρατάει, κι αυτή δεν ήθελε άλλο κράτημα απ΄τα τερτίπια της ζωής. Δεν το ήθελε.
-…η καούρα του για κείνο το φιλί , εκείνο το χιμαιρικό φιλί στο στόμα, πριν και μετά απ΄το οποίο δεν ήθελε να υπάρχει τίποτα…Έτρεφε ολόκληρος απ΄τη συνάφειά του με τέτοια κόρη.
-Έγιναν κι εκεί τα ίδια – αυτό που για κείνον ήταν το υπέρτατο ενώ για κείνη μια στιγμιαία και λυπηρή προσφυγή στα μάταια , δέσμια όπως ήταν κάποιων άλλων ενοράσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου