Οι φόβοι ολάκερης της πλάσης, κατέληξαν στο κτήμα με τις μαραμένες τουλίπες.
Στον τόπο εκείνο, γήρας και νεότητα λαχανιάζουν και ύστερα σωριάζονται ομοιοτρόπως.
Εκεί, σκέφτηκα να σε ντύσω με «ανάθεμα», να σε χορέψω τον πιο ήσυχο σκοπό, να σε ρωτήσω τα παράξενα, τα ελκυστικά, τα ανεξήγητα.
Θέλησα να φορέσω την προσμονή, να υπομείνω τους δυνατότερους των κραδασμών και να σωπάσω ατέρμονα, σχεδόν μηχανικά, κλείνοντας ένα προς ένα τα στόματα στου κόσμου τα τρομακτικά αμαρτήματα.
Τότε, σε άφησα να τρέξεις για να λογιάσω μέχρι που φτάνει η σοφία και το έλεος. Μα εσύ περπάτησες το θάρρος ίσα με δέκα βήματα και έκοψες τα λουλούδια- θεέ μου, λάτρεψα την καταστροφή- και λύγισα πιότερο και απ’ τους άψυχους βλαστούς.
Τα ανθρώπινα «θέλω» και τα απάνθρωπα «μπορώ» σε συνοδεύουνε καρτερικά και ας πήρανε ως μακρινό αντάλλαγμα την αιωνιότητα σου. Μέσα σε τόσο χώμα, δακρυσμένο, λοξοπερπατημένο έφτιαξες τη ζωή.
Την ώρα που ο ουρανός μετανοούσε, έλουσα τις μνήμες σαν ανήμπορα νεογνά και ευχήθηκα τη μέρα που εμείς οι αγεωμέτρητοι θα τέμνουμε τις συνειδήσεις μας, να ανθίσει η τόση ματαιότητα και να μας επιτρέψει πλέον δικαιωματικά, για μια στιγμή μονάχα, τη λαχτάρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου