Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα στις 26 Ιουνίου του 1928. Θεωρήθηκε ο πρώτος Έλληνας λαογράφος, ο οποίος ασχολήθηκε με όλες τις πτυχές του “απόμακρου” και του “ξενιστικού” στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Πέρα από την πρωτότυπη ματιά του στην επιστήμη της λαογραφίας, έτσι έκανε και με την συγγραφή του.
Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς, που έμεινε στην ιστορία για την αντισυμβατικότητά του, την προκλητικότητα του και τις σκληρές, αλλά βγαλμένες από την καθημερινότητα, περιγραφές του. Αναλυτικότερα, κατέγραφε εικόνες και πρόσωπα, που ήταν αποκλεισμένοι από τους “πολλούς”. Είχε αναπτύξει φιλίες με έντονες προσωπικότητες, πολλές φορές βίαιες, αλλά με ψυχές ευαίσθητες και πληγωμένες. Συζητούσε με ομοφυλόφιλους, πόρνες, φυλακισμένους, ανθρώπους του υποκόσμου και γενικότερα είχε δώσει ζωή και σημασία σ' ότι η μάζα του “πολιτισμένου” κόσμου είχε τοποθετήσει στο ..κατακάθι του ιστού της.
Σπούδασε Νομική στη Θεσσαλονίκη και Τουρκολογία στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε κάπου στο 1975 μετά τις συνεχείς διαμάχες του, τις λογοκρισίες και τα δικαστήρια. Τα βιβλία του ήταν περισσότερο μονογραφίες ή δοκίμια, που πραγματεύονταν διάφορα θέματα. Δημοσίευε, επιπλέον, σε περιοδικά κι εφημερίδες. Τον αποθέωσε η μελέτη του για τα ρεμπέτικα τραγούδια και τον τρόπο ζωής των ρεμπέτων “Τα Ρεμπέτικα τραγούδια" το 1968.
Όπως προαναφέρθηκε αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στην έρευνα του τόσο όσο και στο έργο του σαν συγγραφέας. Η επιλογή συγκεκριμένων “ακραίων” θεματικών, αντισυμβατικών προσωπικοτήτων, του επανειλημμένου αναρχικού και προκλητικού ύφους τον οδήγησε σε τέσσερις δικαστικές διαμάχες. Το χουντικό καθεστώς, μάλιστα, τον έστειλε πέντε μήνες φυλακή το 1968 για το έργο του “Τα ρεμπέτικα ταγούδια” όπως και για τα “Καλιαρντά”. Μέχρι το 1998 εκκρεμούσε δίκη εναντίον του με ποινή φυλάκισης επειδή το 1972, άλλαξε το θρήσκευμα στην ταυτότητα του σε “άθεος”. Κάπως έτσι, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Παρίσι, αλλά ποτέ δεν έπαψε να γράφει για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ασχολήθηκε με την Ιστορία, την Γλώσσα, την τέχνη της Ζωγραφικής και της Φωτογραφίας. Εξέδωσε περίπου 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα ερευνώντας θέματα ταμπού ή περιθωριακά (χασίς, ρεμπέτικο, υπόκοσμος, πορνεία, σεξουαλικότητα, φυλακή). Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003 από καρκίνο και στη διαθήκη του είχε γράψει να αποτεφρωθεί και η στάχτη του να πεταχτεί σε υπόνομο.
"Αγαπώ τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους"
Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς συγγραφείς, που έμεινε στην ιστορία για την αντισυμβατικότητά του, την προκλητικότητα του και τις σκληρές, αλλά βγαλμένες από την καθημερινότητα, περιγραφές του. Αναλυτικότερα, κατέγραφε εικόνες και πρόσωπα, που ήταν αποκλεισμένοι από τους “πολλούς”. Είχε αναπτύξει φιλίες με έντονες προσωπικότητες, πολλές φορές βίαιες, αλλά με ψυχές ευαίσθητες και πληγωμένες. Συζητούσε με ομοφυλόφιλους, πόρνες, φυλακισμένους, ανθρώπους του υποκόσμου και γενικότερα είχε δώσει ζωή και σημασία σ' ότι η μάζα του “πολιτισμένου” κόσμου είχε τοποθετήσει στο ..κατακάθι του ιστού της.
Σπούδασε Νομική στη Θεσσαλονίκη και Τουρκολογία στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε κάπου στο 1975 μετά τις συνεχείς διαμάχες του, τις λογοκρισίες και τα δικαστήρια. Τα βιβλία του ήταν περισσότερο μονογραφίες ή δοκίμια, που πραγματεύονταν διάφορα θέματα. Δημοσίευε, επιπλέον, σε περιοδικά κι εφημερίδες. Τον αποθέωσε η μελέτη του για τα ρεμπέτικα τραγούδια και τον τρόπο ζωής των ρεμπέτων “Τα Ρεμπέτικα τραγούδια" το 1968.
Έγινε γνωστός στο αναγνωστικό κοινό με “Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη” το 1979. Άλλα σημαντικά του έργα του ενδεικτικά: “Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης” 1966, “Καλιαρντά” 1971, “Πτώματα, πτώματα, πρώταμα” 1988, “Ο μύσταξ” 1989 και πολλά άλλα. Το τελευταίο του έργο κυκλοφόρησε το 2003 με τίτλο “Παροιμίες του υποκόσμου”. Αξίζει να σημειωθεί, ότι συνέταξε μονογραφίες για πολλούς σπουδαίους ζωγράφους και γελοιογράφους (Πετζίκης, Σικελιώτηες, Μοσχίδης, Τέτσης, Μποστ και Καναβάκη).
Όπως προαναφέρθηκε αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες στην έρευνα του τόσο όσο και στο έργο του σαν συγγραφέας. Η επιλογή συγκεκριμένων “ακραίων” θεματικών, αντισυμβατικών προσωπικοτήτων, του επανειλημμένου αναρχικού και προκλητικού ύφους τον οδήγησε σε τέσσερις δικαστικές διαμάχες. Το χουντικό καθεστώς, μάλιστα, τον έστειλε πέντε μήνες φυλακή το 1968 για το έργο του “Τα ρεμπέτικα ταγούδια” όπως και για τα “Καλιαρντά”. Μέχρι το 1998 εκκρεμούσε δίκη εναντίον του με ποινή φυλάκισης επειδή το 1972, άλλαξε το θρήσκευμα στην ταυτότητα του σε “άθεος”. Κάπως έτσι, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Παρίσι, αλλά ποτέ δεν έπαψε να γράφει για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Ασχολήθηκε με την Ιστορία, την Γλώσσα, την τέχνη της Ζωγραφικής και της Φωτογραφίας. Εξέδωσε περίπου 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα ερευνώντας θέματα ταμπού ή περιθωριακά (χασίς, ρεμπέτικο, υπόκοσμος, πορνεία, σεξουαλικότητα, φυλακή). Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003 από καρκίνο και στη διαθήκη του είχε γράψει να αποτεφρωθεί και η στάχτη του να πεταχτεί σε υπόνομο.
"Αγαπώ τα τσογλάνια και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου