Εάν σε έπειθα, θα δυσανασχετούσαμε
κι οι δυο.
Θα τη δεις, με τον δείκτη κολλημένο
στο αυτί
να καθαρίζει ξεραμένα λόγια
που εμποδίζουν την επικοινωνία.
Στα καφέ, μονάχη
- στα μαύρα, ολομόναχη -
με ένα ζευγάρι ματομπούκαλα φορτωμένη
να σχίζει τον ορίζοντα
αναζητώντας παρά πέρα,
γιατί καμία εκδοχή του μπλε δεν
αποτελούσε ποτέ το αγαπημένο της χρώμα.
Οι προθέσεις της δεν έπεισαν ποτέ
κανέναν.
Οι μονοσύλλαβες χάνονταν ανάμεσα
στις ανάσες
με λάγνο τρόπο
σε κλάσματα δευτερολέπτου
σαν ξεχασμένο ποτό ξεθύμαιναν
πριν ολοκληρώσει την τελευταία
γουλιά,
δίχως τελευταίο ασπασμό• έξαφνα -
είχε κι όλας προθέσεις δισύλλαβες να
αντιμετωπίσει.
Παρά τους ενδοιασμούς έσερνε τις
προθέσεις μονάχη,
κατά πάσα πιθανότητα
επειδή φοβόταν να παραιτηθεί.
Δεν πίστευε διόλου ότι θα καταφέρει
το παραμικρό
απλά μάλλον είχε συνηθίσει τις ήττες.
Όσο για τις θήτες, του θύτες και τις
γιώτες
αρνούνταν να τους προδώσει
πιστεύοντας στα προτερήματα κάθε
παραλίγο ευτυχίας.
Ερήμωνε πλάι σε όλους
κι άνθιζε σαν εκείνο τον κάκτο,
τον τσουχτερό με τα κατάλευκα αγκάθια
ο οποίος ξυπνά για μια μέρα μονάχα
κι έπειτα κοιμάται, με λαιμό
ξεραμένο για χρόνια.
Τελικά, ξέμεινε με προθέσεις
απαρχαιωμένες
ανά κεφάλαιο της ζωής της.
Άνευ νοήματος οι επιδιώξεις εκ των
προτέρων, μα γνώριζε.
Ίσως η γνώση να ήταν υπέρ της εξ’
αρχής.
Τουλάχιστον κοιμόταν ξεμέθυστη, υπό
την επήρεια της λογικής
και της πλήξης
υπό την προϋπόθεση να πατά γερά στη γη
και να κοιτά σταθερά τα σύννεφα
λόγω δυσλειτουργίας των ονείρων
να πιστέψουν την απραγματοποίητη
υπόσταση τους
εις τους αιώνες
δια των αποτυχιών
επί πάσας προσπάθειας.
Πλην αυτού, εάν θα σε
έπειθε, θα δυσανασχετούσατε κι οι δύο εξίσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου