12 Oκτωβρίου 1944 - Η απελευθέρωση της Αθήνας
Επιμέλεια : Μαρίνα Καρτελιά
Κόκκινη κλωστή δεμένη - Ζωρζ Σαρή
[...] Το πανηγύρι άρχισε στις 11 Οκτωβρίου, όταν μαθεύτηκε πως ο Γερμανός διοικητής μάζεψε τα μπογαλάκια του κι έφυγε. Από κείνη τη στιγμή είδα πολύ καθαρά τη λευτεριά να στέκεται στο κατώφλι και να με χαιρετάει. ΄Οπως όταν το βαπόρι πλησιάζει στο λιμάνι κι εσύ βλέπεις από κάτω τον αγαπημένο σου άνθρωπο, που χρόνια περίμενες να φτάσει, να σου κουνάει το μαντίλι, να σε χαιρετάει : ΄Εφτασα, έφτασα ! Τότε η αγωνία της αναμονής εξαφανίζεται και μένει μόνο η χαρά. Ακόμα κι αυτή η ανυπομονησία : "Αχ, πότε θα δέσει το βαπόρι στο μουράγιο!" γίνεται χαρά.
[...] Οι δρόμοι της Αθήνας πλημμύρισαν από κόσμο που παραληρούσε από ενθουσιασμό κι ας ακούγονταν από μακριά οι εκρήξεις. Οι Γερμανοί, φεύγοντας, για τελευταίο βάρβαρο αποχαιρετισμό, ανατίναξαν το λιμάνι του Πειραιά. Οι προκυμαίες μας ξεκοιλιάστηκαν. ΄Οταν τη νύχτα, αργά, γυρίσαμε στο σπίτι, η γειτονιά ήταν ανάστατη. Τρέχαν όλοι πέρα δώθε σαν παλαβοί. Είχε διαδοθεί πως οι Γερμανοί θ΄ανατίναζαν και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Αθήνας. ΄Ολοι, τρέμοντας από το φόβο και σέρνοντας τη χαρά τους, ξημερωθήκανε στα πάρκα. Εμείς καθίσαμε, με τον πατέρα, στο άλσος ως τις τρεις το πρωί, άλλο δεν αντέχαμε ΄Υστερα γυρίσαμε σπίτι.
Διαδόσεις. Κανένας σταθμός δεν ανατινάχτηκε, μόνο που ακούγαμε συνέχεια τις μακρινές εκρήξεις. Ούτε δυο ώρες δεν ξάπλωσα. Μόλις έφεξε ξεχυθήκαμε στους δρόμους. Ο ήλιος ανέτειλε πάνω σε μια καταγάλανη Αθήνα. Πού βρέθηκαν μέσα σε μια νύχτα τόσες χιλιάδες σημαίες; Ούτε χαμόσπιτο χωρίς σημαία. Τα παιδιά στους ώμους των πατεράδων τους, για να βλέπουν και ποτέ να μην ξεχάσουν, βαστούσαν κι αυτά χάρτινες σημαιούλες και τις κουνούσαν πέρα δώθε, φωνάζοντας.
Πανηγύρι. ΄Οχι : Χίλια πανηγύρια μέσα σ΄ένα ! Χόρευαν στους δρόμους. Οι άνθρωποι κλαίγανε και γελούσανε μαζί. Αγκάλιαζε ο άγνωστος τον άγνωστο. Ο ένας φιλούσε τον άλλο. ΄Ακουγες : Χριστός Ανέστη ! Ποιος έζησε ποτέ του Πάσχα τον Οκτώβρη ; Τα χέρια απλώνονταν ν΄αγγίξουν, να χαϊδέψουν τους αντάρτες που κατέβηκαν απ΄τα βουνά. ΄Ολοι με τα φισεκλίκια τους και τις πυκνές γενειάδες τους. Ηλιοκαμένοι, όμορφοι, ψηλοί. Στις 8 το βράδυ τα χωνιά βούιξαν πάνω στην πόλη : "Αυτή τη στιγμή τα συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται στο Φάληρο". Ποιος είναι κουρασμένος ; Ποιος θα γυρίσει στο σπίτι του ; Κανένας. Το μεγάλο πανηγύρι τώρα αρχίζει. Μόνο κάτι εκατοχρονίτισσες γριούλες κάθονται στα παραθύρια τους και δε χορταίνουν να βλέπουν. "Ευλογημένη να ΄σαι, Παναγιά μου, που μ΄αξίωσες να ζήσω μια μέρα ακόμα".
Η Αθήνα όμως, τη νύχτα, είναι σκοτεινή. Οι Γερμανοί φεύγοντας καταστρέψανε τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Και τι μ΄αυτό ; Εμείς θα φωτίσουμε την πόλη. ΄Αναψε ένας δαυλός κι ύστερα ένας άλλος κι άλλος κι άλλος. Βρέθηκα κι εγώ κρατώντας ένα δαυλό, ούτε θυμάμαι πού τον βρήκα. Μια παρέλαση από νέους με φωτιές στα χέρια άρχισε να φέρνει βόλτα την Αθήνα κι όλα φεγγοβολούσαν τριγύρω.
[...] Πόσες χιλιάδες κόσμος να πηγαίνει προς το Σύνταγμα; Ολόκληρη η Αθήνα. Μια λαοθάλασσα που προχωράει τραγουδώντας.
[...] Ο ήλιος μεσουράνησε.
Τα μικρόφωνα σκόρπισαν τη φωνή του πρωθυπουργού :
"Αλλά προς Σε περισσότερον, Λαέ των Αθηνών, Λαέ της περιφερείας της Πρωτευτούσης,
ανήκει ο εθνικός έπαινος. Εδώ επάλλετο η αδάμαστος καρδιά της Ελλάδος.
Εδώ ήσαν ευτυχείς όσοι προεκινδύνευαν και κατεθλίβοντο.
Και προς Σας,
Νέοι και Νέαι, εκφράζομε τον θαυμασμόν μας.
Είχατε μεταβάλει εις καθημερινήν συνήθειαν την πρόκλησιν του εχθρού και την
περιφρόνησιν του θανάτου. Εμπρός εις τα στόμια των πολυβόλων που εζητωκραυγάζατε την Ελλάδα !
Ολόκληρος ο Ελληνικός λαός έχει καταστεί άξιος της Πατρίδος.
Με το πέρασμα των εποχών, εις το περίλαμπρον έπος της Αλβανίας θα προστεθή και ο μύθος της καθολικής αντιστάσεως .... ΄Απειρα όμως υπηρξαν τα θύματα των βαρβάρων....
Υποκλινόμεθα ευλαβώς ενώπιον των επωνύμων και ανωνύμων μαρτύρων της Ελευθερίας.
Εις την ευγνωμοσύνην του ΄Εθνους, αιωνία θα είναι η μνήμη των....."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου