Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Τα μπαρ και οι άνθρωποι | Κώστας Παντιώρας



Το Κωλόμπαρο
Αν η Μονμάρτη έχει το “Moulin Rouge” τότε η Δραπετσώνα έχει σίγουρα τον «Πρίγκιπα». Ο Στυλιανός Δοξιάδης ή Στέλιος για τους λίγους φίλους που του έχουν απομείνει μπήκε μέσα στον «Πρίγκιπα» λίγο μετά τις τρεις τα ξημερώματα. Ο Στέλιος είναι ίσως ο μοναδικός δικηγόρος σε όλη την περιοχή, γεγονός που δεν απέτρεψε να βγουν και τα τρία διαζύγια του σε βάρος του. Σήμερα το πρωί τον χώρισε η τελευταία σύντροφός του. Η Λένα, εργάζεται στο μέγαρο μιας ναυτιλιακής στο λιμάνι. Η Λένα δεν άντεχε να είναι δίπλα σε έναν δικηγόρο που πίνει μέχρι να κατουρήσει κατά λάθος τα μπατζάκια του ακριβού κουστουμιού του. Ίσως πάλι φταίει που ο κάποτε φιλόδοξος γιάπης με τη συνδρομή στο γυμναστήριο είχε φτάσει τα 130 κιλά. Ο Στέλιος κάθισε στο μπαρ και ζήτησε να πιει «οτιδήποτε». Ακριβώς αυτή τη λέξη είπε στο κορίτσι από την Ανατολική Ευρώπη που στεκόταν καμπουριαστή μπροστά από τις φιάλες. Μπορεί να είχε τα χάλια του αλλά εξακολουθούσε να μοιάζει με «κύριο» σε έναν χώρο που μαζεύει ταρίφες, επαγγελματίες τζογαδόρους και εργάτες των ναυπηγείων. Ένα κορίτσι ήρθε και κάθισε δίπλα στον Στυλιανό Δοξιάδη. Ήταν ακόμα Στυλιανός, παρέμενε ένας Δοξιάδης και κάτι πρόδιδε την οικονομική του ευρωστία. Τα κορίτσια που δουλεύουν σκληρά στον «Πρίγκιπα» μυρίζουν με ευκολία το χρήμα. Δεν έχουν χρόνο για χάσιμο. «Γεια σου, θες να πιούμε ένα ποτό μαζί; Τι δουλειά κάνεις; Πως σε λένε;» είπε φλύαρα το κορίτσι. Ο Στυλιανός που είχε όρεξη μόνο για αλκοόλ και βαθιά γνώση πως οι συζητήσεις του με γυναίκες είναι ο πρώτος λόγος που αυτές συνήθως τον παρατάνε, επέλεξε να απαντήσει μόνο για το επάγγελμά του με ένα ξερό και καθόλου ευγενικό προς ένα γλυκό κορίτσι με σφριγηλά στήθη «Δικηγόρος!». «Και τι χάλια είναι αυτά;» είπε το κορίτσι περισσότερο από συμπόνια και λύπηση παρά για ανταπόδοση της αγένειας. Ο Στυλιανός σηκώθηκε, ψαχούλεψε τις τσέπες του, έβγαλε τα κλειδιά του SUV του, δυο-τρεις κάρτες από μπαρ που είχε επισκεφτεί πριν, μια τσίχλα χωρίς περιτύλιγμα και κάμποσα μετρητά. Τα άπλωσε στο μπαρ. Πλήρωσε το ποτό του, άφησε φιλοδώρημα κι έβαλε τα υπόλοιπα αντικείμενα πίσω στην τσέπη του. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε στις 07.00 παρά το ξενύχτι του. Έκανε ντους, ξυρίστηκε κι ετοίμασε γαλλικό καφέ και φρυγανιές με μέλι και μαρμελάδα. Φόρεσε την τυχερή του γραβάτα. Είχε να τη βάλει χρόνια. Κέρδισε κάποτε πολλές δίκες με τούτη τη χαζή εμπριμέ γραβάτα. Το κορίτσι μπορεί να μην το ξέρει αλλά βοήθησε τον Στυλιανό Δοξιάδη να πάρει τρεις αποφάσεις εκείνο το πρωί. Όχι άλλες χαμένες νύχτες. Όχι άλλες χαμένες γυναίκες. Όχι άλλες χαμένες δίκες.

Το Μπητς Μπαρ
Ο Σάκης είναι από τους ανθρώπους που τους αρέσει ο χειμώνας. Όλο το καλοκαίρι βρίζει και διαμαρτύρεται πως ιδρώνει και πως ζεσταίνεται. Με την κλιματική αλλαγή το μαρτύριό του συνεχίζεται όλο το φθινόπωρο.  Οι φίλοι του πάλι λένε πως δεν του αρέσει το καλοκαίρι γιατί του θυμίζει τις τελευταίες του ώρες με τη Σόφη. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει και ο ψυχολόγος που επισκέπτεται ο Σάκης εδώ και δυο χρόνια. Ποθούσε τη Σόφη με κάθε πιθανό τρόπο που ένας άντρας μπορεί να ποθήσει μια γυναίκα. Ποθούσε τον τρόπο που εκείνη ήξερε να πετυχαίνει τον καφέ του, τον τρόπο να τον μαλώνει τόσο ώστε να τον βάζει στον ίσιο δρόμο αλλά όχι τόσο ώστε να τον κάνει να θυμώσει. Αγαπούσε ακόμα τα ερασιτεχνικά της σχέδια. Ω ναι αυτό το λάτρευε. Η Σόφη έκανε σχέδιο μόδας και φιλοδοξούσε κάποια στιγμή να δει δικά της ρούχα στις βιτρίνες των μαγαζιών. Μια φορά ο Σάκης είχε νιώσει όμορφα ακόμα και με τις μυρωδιές που είχε αφήσει η Σόφη στο μπάνιο. Την ποθούσε σαν πρόστυχη ερωμένη, στοργική σύντροφο, υπεύθυνη μητέρα των παιδιών που κάποτε θα κάνανε μαζί. Ο Σάκης τα είχε όλα κανονισμένα. Καλοκαίρι του 2010, διακοπές σε νησί. Ένα νοικιασμένο υπέροχο σπιτάκι σε στυλ κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής μόνο για αυτούς. Η πρώτη τους μέρα στο νησί κύλησε ήσυχα. Τακτοποίηση στο δωμάτιο, μπάνιο στην πλησιέστερη παραλία, ψάρι στο παρακείμενο ταβερνάκι. Σεξ. Ύπνος. Σεξ. Την επομένη ο Σάκης έκανε κάτι το οποίο είναι αρκετά θαρραλέο για τους άντρες που γνωρίζουν πως μια γυναίκα μπορεί να γίνει αρκετά σκληρή. «Ζήσε μαζί μου!» της είπε. Έτσι απλά, τρεις λέξεις όλες κι όλες. Ένα «ζήσε», ένα «μαζί» κι ένα «μου». Μια τριάδα ζωής, αγάπης και ιδιοκτησίας. Η Σόφη γούσταρε να ρουφάει τη ζωή, τη δική της όμως ζωή. Εντάξει ένιωθε πολλά για τον Σάκη αλλά δεν ήταν σίγουρη κιόλας αν αγαπά και κυρίως μισούσε κάθε μορφή ιδιοκτησίας. Πακετάρισε τα πράγματά της κι είπε ένα σκέτο «Δεν μπορώ», δυο λεξούλες τόσες δα, ένα «δεν» κι ένα «μπορώ» κολλητά, μια δυάδα λέξεων για να δηλώσει την απουσία ικανότητας για μοίρασμα της ζωής. Σήμερα τέλη Οκτώβρη, δυο χρόνια μετά, ο Σάκης καβάλησε την BMW μοτοσυκλέτα του νωρίς το πρωί. Οδήγησε κάμποσο, βγήκε από την πόλη και συνέχισε παραλιακά. Έκανε μια στάση και αγόρασε μια ντουζίνα από κείνες τις μεξικάνικες μπύρες. Αυτές που βάζεις το λεμόνι στο στόμιο του μπουκαλιού. Καλοκαιρινές μπύρες. Συνέχισε κι έφτασε σε μια άδεια μικρή παραλία. Πρώτα κρύα, μερικές ψιχάλες και κάμποσα σκουπίδια στην ακτή. Ένα άδειο έρημο μπητς μπαρ βρισκόταν στην άκρη του κολπίσκου. Περπάτησε ως εκεί, βρήκε μια ξύλινη σκονισμένη καρέκλα, την άρπαξε και κάθισε να πιει. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό και σχημάτισε τον αριθμό του γιατρού του. «Ναι; Τι κάνετε; Ο Σάκης είμαι που φοβάμαι το καλοκαίρι χαχα! Ξέρετε σκέφτηκα να διακόψουμε τις συνεδρίες μας. Βρήκα τρόπο να νικήσω το καλοκαίρι. Κάθομαι τώρα σε ένα μπαρ. Σε ένα μπητς μπαρ … απίστευτο; Πίνω κρύες καλοκαιρινές μπύρες. Αποφάσισα να γίνω χειμερινός κολυμβητής, είναι κάτι που ίσως θα εντυπωσίαζε τη Σόφη. Ξέρετε να λέει «το αγόρι μου είναι ένας δεινός χειμερινός κολυμβητής» και να περηφανεύεται!» Ύστερα από τον τηλεφωνικό του μονόλογο ο Σάκης κοίταξε γύρω του. Σιγουρεύτηκε. Ήταν μόνος του. Χωρίς δυνατές μουσικές, γυμνασμένους λουόμενους, μαυρισμένα κορμιά, λάδια, αντηλιακά. Πέταξε τα ρούχα του κι όρμησε στη θάλασσα. Τέλη Οκτώβρη. Ποιον κορόιδευε;
Το Καφενείο-μπαρ
Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα σε όλη την πόλη. Ο νέος εισαγγελέας είχε αποφασίσει να πατάξει «συμπεριφορές και ήθη που οδηγούν εις τον κοινωνικό εκμαυλισμό». Κάπως έτσι όλα τα νυχτερινά μαγαζιά έπρεπε να κλείνουν στις τρεις τα ξημερώματα ακριβώς. Φριχτή εξέλιξη για μια μικρή πόλη της επαρχίας που είναι κάτι μεταξύ Λονδίνου και Τεχεράνης. Ασταμάτητη βροχή, συντηρητικοί κάτοικοι. Δεν έχει θέατρα, ούτε γίνονται συναυλίες. Πρόσφατα έκλεισε κι ο μοναδικός παλιός κινηματογράφος. Έτσι το μόνο που απομένει σε κάποιον για να διασκεδάσει είναι να πιει και να χορέψει μέχρι να πέσει χάμω. Ο Ντίνος, επίδοξος συγγραφέας, ήταν ένας από τους δεκάδες ρεμπεσκέδες που είχαν αναστατωθεί από την άσχημη εξέλιξη στη νυχτερινή ζωή. Ο Ντίνος ήταν ντροπαλός. Ούτε όμορφος, ούτε άσχημος αλλά με μεγάλη ψωλή. Δυσκολευόταν να ρίχνει γυναίκες κι ακόμα κι αν υποθέσουμε πως στις γυναίκες αρέσουν μόνο τα μεγάλα πέη, πως θα μπορούσαν να είναι ενήμερες για τα προσόντα του Ντίνου; Έτσι ο Ντίνος έλεγε και ξανάλεγε πως γράφει μήπως και γοητεύσει κάποια από αυτές που γνώριζε. Η αλήθεια είναι πως δεν είχε καταφέρει να γράψει πάνω από πέντε αξιόλογες γραμμές. Ο Ντίνος ήταν μόνο με το σώβρακο για ώρες, ο κώλος κάτω στα πλακάκια, η οθόνη μπροστά του από το πρωί. Δίπλα όλα τακτοποιημένα έτσι όπως του αρέσει. Καφές, φιλτράκια, χαρτάκια, συμπράγκαλα καπνιστή. Ξύπνησε στις 09.00 και κατέβασε ένα λίτρο νερό. Μισό βρύση μισό ψυγείο, να μην πονάν τα δόντια. Είχε τα γιατροσόφια του. Μισό κουτάκι μπύρα, μια κουταλιά της σούπας μέλι κατευθείαν στον ουρανίσκο, ένα κομμένο κρεμμύδι κολλημένο στα ρουθούνια για εισπνοές, λίγος πάγος κάτω απ’ τα αρχίδια. «Δεν θα βγω, όχι κι απόψε» είπε μέσα του. Είχε πια νυχτώσει πολύ όταν η Μαρία τον πήρε τηλέφωνο. «Ναι Ντίνο; Κοίτα να δεις νομίζω πως βρήκα λύση. Μπορούμε να ξενυχτάμε πίνοντας. Κοιμήσου και ρύθμισε το ξυπνητήρι σου γύρω στις τρεις το βράδυ. Θα έρθω να σε πάρω. Φιλιά.». Όπως το είχε υποσχεθεί η Μαρία εμφανίστηκε στο διαμέρισμα του Ντίνου λίγα λεπτά μετά τις τρεις. Περπάτησαν κι οι δυο κάμποσο μέσα από στενά. Ο Ντίνος αγχωνόταν όταν περπατούσε σε κεντρικούς δρόμους. Φτάσανε σε ένα μικροσκοπικό καφενείο. Μια μπάρα, δυο τραπεζάκια με ψάθινες καρέκλες, ένα ψυγείο. Μια κοινή τουαλέτα, ανδρών και γυναικών μαζί. Όλο το μαγαζάκι δέκα τετραγωνικά. Ο υπερήλικας καφετζής το άνοιγε κείνη την ώρα εδώ και δεκαετίες. Τώρα στην εποχή της απαγόρευσης ο κόσμος διψούσε έστω για λίγα λεπτά διασκέδασης παραπάνω. Έτσι τα λίγα τετραγωνικά γέμιζαν ασφυκτικά ξενύχτηδες. Σερβιτόρες και αφεντικά από τα μαγαζιά που κλείνανε, απελπισμένοι πελάτες, μουσικοί, ταξιτζήδες. Ο Ντίνος και η Μαρία πιάσανε ένα σημείο στη μπάρα. «Τεκίλες» φώναξε η Μαρία. «Ξέρεις ότι η λέξη τεκίλα είναι αναγραμματισμός του τελικά;» είπε στο Ντίνο και άναψε ένα τσιγάρο. Η Μαρία ήταν καθηγήτρια Αγγλικών, μελετούσε μανιωδώς τις γλώσσες κι όταν έπινε πολύ συνήθιζε να συστήνεται στους άγνωστους ως η «Κυρά των Δράκων». Ήταν τόσο φρικαρισμένη αλλά ήταν η μοναδική που κατανοούσε τις ντροπές του Ντίνου. Ο Ντίνος άρπαξε μια στοίβα χαρτοπετσέτες κι άρχισε να σκαρώνει ποιήματα πάνω τους. Ύστερα τις έσκισε όλες σε μικρά κομματάκια. «Ξέρεις κάτι Μαρία;» της είπε. «Σκέφτομαι να φύγω από την πόλη. Όχι επειδή δεν μπορούμε να πίνουμε όπως παλιά αλλά να βαρέθηκα. Βαρέθηκα να κουβαλάω μια άχρηστη ψωλή ανάμεσα στα πόδια μου, βαρέθηκα να σκίζω χαρτοπετσέτες, βαρέθηκα ακόμα κι εσένα που είσαι η μόνη που με ανέχεσαι. Όλη η χώρα χύνει. Όχι μόνο έξω από «Χυτήρια». Η μισή χύνει αίμα στην ηδονή της βίας κι η άλλη μισή χύνει ιδρώτα στην ανάγκη της επιβίωσης. Δεν επιθυμώ να κάτσω μέσα σε αυτήν εδώ την τρύπα και να προσποιούμαι ότι το μοναδικό μου πρόβλημα είναι το που θα πιω. Η εποχή μας είναι σημαντική και πρέπει να την αρπάξω.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου