Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

"Μόνο αυτά δίνουν νοημοσύνη στον άνθρωπο" | Ραφαέλλα Μανέλη


Αθήνα, Ιούνιος,  2014.

Υπάρχουν αρκετές ερμηνείες για να ορίσεις τις αλλεπάλληλες δομές εξουσίας που διέπουν και συγκρατούν μια μικρή επαρχιακή κοινωνία, υπάρχει όμως, μόνο μια συνιστώσα για να αντιληφθείς την ανθρώπινη ψυχή, συχνά τη μικροπρέπεια της κι αυτή ορίζεται απ' τα ανθρώπινα πάθη.

Πολλά χρόνια μετά το πέρας του έτους που διαδραματίζεται η ιστορία μας, κάπως κοντά αλλά και κάπως μακρύτερα, σ’ ένα μικρό δυαράκι του Αθηναϊκού κέντρου μπλέχτηκα σε μια ιστορία του Καραγάτση. Θα έφταιξε ο τρόπος που αντιλήφθηκα τους συγγραφείς που με παρέσυραν. Ο Γιούγκερμαν, λοιπόν, το αναίσχυντο, γοητευτικό παιδί του συγγραφέα έγινε για μένα μια ιστορία για τον άνθρωπο, ή τον απάνθρωπο. Άφησα τη φωνή ενός μεσήλικα, φανταστικά υιοθετημένου, από μέρος μου, παππού να κυλήσει μέσα μου, μια ιστορία για αυτό που είμαστε ή αυτό που προσπαθούμε απεγνωσμένα να μην είμαστε.

Έτσι, με την ίδια εριστική μανία συμπάθησα άκριτα όποιον άφησε μέσα μου μια ιστορία παθών, έναν συμβολισμό της ανθρώπινης μοίρας, συχνά αντίρροπο και ακροβατικό, τιποτένιο κι υπερβατικό, κάτι, τέλος πάντων που αξίζει να αναδιηγούμαστε. Όσο μ’ άρεσαν οι αφηγήσεις, τόσο πλήθαιναν. Πότε μεσήλικες, πότε παιδιά κουβαλούσαν μέσα μου, διηγήσεις στην αιχμή του παραλογου ή στα όρια μιας ιδιότυπης μπερδεμένης ψυχοθεραπείας. Γέροι με μηνύματα κάποτε παρακαταθήκης και κάποτε ανάγκης, να θυμηθούν τον εαυτό τους ακμαίο και ακόμα κάπως σημαντικό. Καταλάβαινα τις ιστορίες αυτές σαν μια εξήγηση για τον κόσμο και την κοινωνία. Όσο πιο τραχιές, τόσο πιο κατανοητές. Παραδόξως, έτρεφαν μέσα τους μια βαθειά κοινωνιολογική κρίση. Ήταν απτές, σαφείς, πέρα για πέρα ανθρώπινες.

Αλλά το μυθιστόρημα ήταν άλλη περίπτωση, έμοιαζε με πικρή αντιβίωση κάθε φορά. Ήταν ηλεκτρικό σοκ επαναφοράς σε ένα κόσμο που είχα επιλέξει να βρίσκομαι. Τρεις μήνες μετά τον Γιούγκερμαν – θυμάμαι αρκετές εποχές με οριογραμμή τα βιβλία – κι αφού είχα ένα αισιόδοξο μάλλον, μα εμπνευσμένο, θα έλεγες πλάνο, για το πώς θα νικούσα την αστική ματαιότητα αφού έβγαινα από τη Σχολή,  βρέθηκα τελευταίο έδρανο σε μια παράδοση Ψυχολογίας. Ήταν Ιούνιος, οι τουρίστες έκαναν την Εθνική Βιβλιοθήκη σχεδόν αόρατη. Ο αέρας περνούσε γύρω μου πηχτός, η Πανεπιστημίου ήταν πανέμορφη μα σχεδόν αχνιστή και τα φρένα από το τρόλεϊ το 6 σφύριζαν, σχεδόν χαρακτικά, στην τερματική του στάση ακριβώς από κάτω. Καθόμουν δίπλα από το παράθυρο και ήλπιζα σε ένα απότομο κύμα αέρα. Δεν άκουγα, ελκυστικό το ασυνείδητο, δεν λέω, αλλά οι παραδόσεις του Ιουνίου ήταν πάντα σαν τον καφέ μετά τις κηδείες, για τα μάτια του κόσμου και πένθιμες.

 Τα φρένα του τρόλεϊ με επανέφεραν. «Τα Πάθη, μόνο αυτά δίνουν νοημοσύνη στον άνθρωπο» Καραγάτσης, Γιούγκερμαν, Τόμος ΙΙ, σελίδα 268. Η αυτόματη σύνδεση με το βιβλίο με ξύπνησε. Γέλασε. Αυτή η γυναίκα ήταν ολόκληρη ένα  μειλίχιο, πονηρό χαμόγελο. Ο Καραγάτσης συμπύκνωσε όλο το απαύγασμα της γνωστικής ψυχολογίας σε μια και μόνο φράση, είπε και χτύπησε την μύτη του στυλό πάνω στο μεγάλο, δικό της, έδρανο. Ξαναγέλασε. Γελούσε πολύ και καθόταν πάνω σε θρανίο σαν μαθήτρια σε σχολικό διάλειμμα. Τα μάτια της πονήρεψαν, ο κορμός του σώματος της έγειρε προς το μέρος μας κι άφησε, συνωμοτικά, μια σιωπή. Είμαστε λίγοι εκείνη την ώρα, ίσως πίστεψε πως κάτι μοιράστηκε μαζί μας, ίσως όντως να είχε μοιραστεί κάτι μεγάλο.

Η σιωπή έτρεξε στους τοίχους ξεφύλλισε, δυο ξεχασμένα βιβλία πάνω στην καρέκλα και πήδηξε από το παράθυρο. Το συναίσθημα! Αν μετέφρασα καλά το φως που ξεχείλισε από το λευκό πουκάμισο, κάτι τέτοιο ήθελε να πει. Για το συναίσθημα μίλησε, ή μάλλον για το πώς υπονομεύσαμε το συναίσθημα, την αυτόματη ενσωμάτωση του κορμιού και του πνεύματος. Έφερε το συναίσθημα ως μια βαριά υπερανάλυση της συνείδησης, το στοιχείο που απουσίασε για χρόνια από την επιστήμη και επανήλθε τόσο εκκωφαντικά. Εξάλλου, συνέχισε, δεν υπάρχει ανασκόπηση της κοινωνίας χωρίς συναίσθημα.

Τα τσιμέντα της πόλης έκαιγαν. Είχα παρατήσει μισή θέση πιο ‘κει την τσάντα μου και μέσα το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ έλιωνε προ της ώρας του. Ένας απόλυτος αστικός κόσμος η Αθήνα, μια λατρεία τα πολυχρώματα της Κοραή, μια συντριβή το απλωμένο χέρι της Σταδίου κι ο Λυκαβηττός έρχεται χρόνια τώρα δυναμικά κατά πάνω μου. Υπήρχαν τόσα ηδονικά, υγρά και θερμά πράγματα να νιώσει κανείς γύρω του που μου ήταν πια ανέφικτο να κατευνάσω κάθε συνειρμική ροή της σκέψης μου. Για του λόγου το αληθές όμως, κι ας διαφωνήσουν οι σπουδαίοι, η συγκέντρωση αν δεν είναι επιλεκτική, είναι μόνο ένα βαρύ γκρίζο σύννεφο ακουμπισμένο στα πόδια μας.

 Κάπως σαν αντίδραση στο ερέθισμα, ο Καραγάτσης και ο ειδεχθής και καταδικός του πλασμένος Γιούγκερμαν με μετέφεραν σε μια άλλη διάλεξη περί παθών. Άλλωστε, αν ρωτήσεις ένα παιδί, έναν επιστήμονα, έναν τρελό, έναν ερωτευμένο, ή έναν γέρο, ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι ο εαυτός μας που τον ορίζουμε στη συνέχεια ή μοιάζει με τις σελίδες αγαπημένου βιβλίου που προσπεράσαμε, ενοχικά και μπερδεμένα, αμοντάριστα πλάνα συνταγογραφημένα με αίσθημα.

 Συνεχίζεται..



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου