Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ υπήρξε ένας από τους πιο ανατρεπτικούς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1898 στην Βαυαρία και πέθανε σαν σήμερα το 1956 στην γερμανική πρωτεύουσα. Παρολίγον γιατρός στο επάγγελμα δεν διέπρεψε μόνο στην ποίηση, αλλά σε δραματουργία και σκηνοθεσία. Το καλλιτεχνικό ρεύμα, που τον χαρακτηρίζει κατά πολλούς, είναι ο ντανταϊσμός σε συνδυασμό με τον μαρξισμό της εποχής υποστηρίζοντας την εργατική τάξη, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και την άδικη εξαθλίωση τους. Επαναστατικός, αντιεξουσιαστής, ανατρεπτικός και πρωτοπόρος στο θεατρικό του έργο δημιουργώντας την τομή του “επικού θεάτρου” κι αλλάζοντας για πάντα τα δεδομένα της σκηνικής ψευδαίσθησης.
Φοίτησε σε Μαρξιστική Εργατική Σχολή κι εκεί μελέτησε διαλεκτικό υλισμό. Αρχίζει να γράφει σε έντονους ρυθμούς ποιήματα και θεατρικά λίγο μετά την στράτευση σου στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ως νοσοκόμος. Η πρώτη του συλλογή “Εγκόλπιο Ευσέβειας” κυκλοφόρησε το 1914 τρία χρόνια πριν γραφτεί στην Ιατρική σχολή και πολύ πριν πάει στον πόλεμο. Παράλληλα, παρακολουθούσε θεατρικά σεμινάρια. Δεν ήταν εύκολο να κρύψει το πάθος του για την Τέχνη, παρόλο που μεγάλωσε σ' ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον με έντονο θρησκευτικό κλίμα.
Όταν γύρισε από τον πόλεμο εγκατέλειψε τις σπουδές του, άρχισε να αρθρογραφεί σε Αριστερή εφημερίδα, να εκπαιδεύεται πάνω στο θέατρο και λίγο μετά να δουλεύει γι' αυτό σαν βοηθός σκηνοθέτη. Μέχρι το 1929 θα έχει υιοθετήσει πλήρως την κομμουνιστική ιδεολογία μελετώντας παράλληλα και το "Κεφάλαιο" του Καρλ Μαρξ. Η φήμη του σαν (θεατρικός) συγγραφέας με γοργούς ρυθμούς παίρνει γιγάντιες διαστάσεις, ειδικά μετά το θεατρικό του "Ταμπούρλα μες τη νύχτα". Ακόμη, η προσαρμογή της "Όπερας των ζητιάνων" του Τζον Γκέι με το όνομα "Η Όπερα της Πεντάρας" είχε τόσο μεγάλο αντίκτυπο, που επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή, ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθώς πρέπει βερολινέζικη αστική τάξη, που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.
Με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αποτελούσε “μεγάλο κίνδυνο” για το Εθνικοσοσιαλιστό Κόμμα της Γερμανίας, που τον είχε βάλει 5ο στην λίστα με τις πιο επικίνδυνες προσωπικότητες. Έτσι, αποφάσισε να αυτοεξοριστεί το 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία, τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ, όπου δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς. Όταν πήγε στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό "Η Λέξη" .
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1949. Εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών, τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Αν και συνεργάστηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, το Χόλιγουντ δεν τον εκτίμησε σε κανένα από τα 50 σενάρια του εκτός από το έργο του "Τα οράματα της Σιμόν Μασάρ".
Με την οριστική επιστροφή του, λοιπόν, αφιερώνεται στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: "Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε", "Εγκώμιο στη μάθηση", "Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου", "Αυτό θέλω να τους πω", "Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο", "Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ", "Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου", "Εγκώμιο στον Κομμουνισμό", "Εγκώμιο στη Διαλεκτική”.
Επίσης, με τη βοήθεια της δεύτερης συζύγου του Ελένε Βάιγκελ, την ίδια χρονιά, ίδρυσε ένα γερμανικό θέατρο. Ανέβηκαν πολλά έργα όπου μέσω της σκηνοθεσίας, ο Μπρεχτ προώθησε μια διαφορετική προσέγγιση, η οποία δημιούργησε ένα διαφορετικό είδος θεάτρου, που ονομάστηκε "επικό θέατρο" και άνθισε κατά τα τέλη κυρίως του 20ου αιώνα. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου.
Σταθερός στις κομμουνιστικές tου αντιλήψεις και φανερά αντιεξουσιαστής προσπαθούσε μέσα από το διδακτικό και επαναστατικής διάθεσης έργο του να κάνει τον αναγνώστη-θεατή να δει την ωμή πραγματικότητα, που σε κανέναν δε χαρίζεται και που οι πολλοί μπορούν να κάνουν την ριζική αλλαγή έναντι του βάναυσου καπιταλισμού, που σκοτώνει δεκαετίες τις υπάρξεις τους. Μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να μένει επίκαιρος γιατί , δυστυχώς, ο πόλεμος για δικαιώματα, ειρήνη και ανθρώπινα όνειρα δεν έχει σταματήσει. Ο πόλεμος εξαπλώνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο σ' όλες του τις μορφές και μέσα από αυτές τις μορφές ο κάθε “εξουσιαστής” πατάει στην ανάγκη του κοινωνικά αδύναμου (όχι μορφωτικά) για επιβίωση και τον εκμεταλλεύεται. Ο ντανταϊσμός έρχεται πάλι στο προσκήνιο και είναι άγνωστο πότε θα σταματήσει να μας τρώει.
- Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι, είσαστε χαμένοι. Φίλος σας είναι η αλλαγή, η αντίφαση σύμμαχός σας.
- Από το τίποτα πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί πρέπει να γίνουν τίποτε.
- Αυτό που έχετε απαρνηθείτε το, και πάρτε αυτό που σας αρνιούνται.
- Τι νόημα έχουν οι πολιτείες, χτισμένες δίχως τη σοφία του λαού;
- Όταν αυτοί που βρίσκονται ψηλά μιλάνε για ειρήνη, ο απλός λαός ξέρει πως έρχεται πόλεμος.
- Αυτοί που μας κλέψαν το βιβλίο από το χέρι μας κατηγορούν ότι μείναμε αδιάβαστοι.
- Από όλες τις αμφισβητήσεις η πιο γλυκιά είναι αυτή που οι αδύνατοι σηκώνουν το κεφάλι και αμφισβητούν τη δύναμη των ισχυρών.
- Γιατί να λέμε βίαια τα νερά ενός ποταμού κι όχι τις όχθες του, που το περιορίζουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου