Ν' αγαπάμε τους ανθρώπους λένε και όχι τ' αντικείμενα. Κι έχουν δικαίο. Μόνο, όμως, όταν οι άνθρωποι αυτοί είναι παρόντες. Όταν αυτοί που αγαπάς φεύγουν, τι μένει ν' αγαπάς; Τις αναμνήσεις και κάτι δικό τους που άφησαν φεύγοντας. Ρούχα που ξέχασαν να πάρουν μαζί τους ή πράγματα που χρησιμοποιούσαν καθημερινά.
To ποτήρι που ήπιες για τελευταία φορά τον καφέ σου εκείνο το πρωί πριν φύγεις είναι ακόμη άπλυτο. Το σκούρο καφέ του αφρού έχει κολλήσει στο γυαλί όπως εγώ κόλλησα στο μαξιλάρι σου και κάθομαι να το χαζεύω και να παίζω με το καλαμάκι, που το ήθελες πάντα σε χρώμα πράσινο.
Το μαξιλάρι σου είναι πια ό,τι πιο κοντινό σε σένα μου έχει μείνει. Τις πρώτες νύχτες δεν τολμούσα να το αγγίξω. Ξάπλωνα δίπλα του κι απλά το κοίταζα. Σε σκεφτόμουν κι απλά άφηνα το πρόσωπό μου να γίνει λίμνη δακρύων. Σκεφτόμουν τα "γιατί', τα "ίσως", τα "αν".
Κάποιες φορές του μιλούσα και φανταζόμουν ότι είσαι εκεί. Σιγά σιγά άρχισα να του απλώνω το χέρι και το άγγιζα σαν να σου χαΐδευα το μάγουλο.
Κάποτε θύμωνα μαζί του. Όταν πια είχε πάψει να μυρίζει όπως εσύ. Όταν το σχήμα του κεφαλιού σου είχε χαθεί κι είχε πάψει να έχει σκοπό ή λόγο ύπαρξης. Τότε άρχισα μια να το πετάω στον τοίχο και στο πάτωμα και μια να το αγκαλιάζω σφιχτά και να χώνω το πρόσωπό μου μέσα του μέχρι να χρειαστεί να πάρω την επόμενη ανάσα.
Κάποιες νύχτες κοιμόμουν έχοντας το ανάμεσα στο πόδια μου ή μέσα στα χέρια μου. Ένιωθα λιγότερο μόνη, λίγοτερο λίγη.
Ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο. Ήθελα τόσο πολύ να σου μιλήσω για το μαξιλάρι σου που σε χρειάζεται περισσότερο κι από μένα. Για να του δώσεις ξανά λόγο ύπαρξης, για να το ζεστάνεις, για ν' αφήσεις το σάλιο σου και τη μυρωδιά σου πάνω του.
Δε θα άφηνα ποτέ κανένα να κοιμηθεί στο μαξιλάρι σου κι ας με κοίταζε αυτό σαν να με παρακαλούσε για ένα νέο έρωτα, για ένα κεφάλι να ακουμπήσει πάνω του. Το έχω βάλει να ορκιστεί πώς θα σε περιμένει κι είναι σίγουρο ότι μια μέρα θα καταλάβεις και θα ξανάρθεις.
Για την ώρα κλέινω το φως, το παίρνω αγκαλιά για να το παρηγορώ και μαζί σ' ονειρευόμαστε.
To ποτήρι που ήπιες για τελευταία φορά τον καφέ σου εκείνο το πρωί πριν φύγεις είναι ακόμη άπλυτο. Το σκούρο καφέ του αφρού έχει κολλήσει στο γυαλί όπως εγώ κόλλησα στο μαξιλάρι σου και κάθομαι να το χαζεύω και να παίζω με το καλαμάκι, που το ήθελες πάντα σε χρώμα πράσινο.
Το μαξιλάρι σου είναι πια ό,τι πιο κοντινό σε σένα μου έχει μείνει. Τις πρώτες νύχτες δεν τολμούσα να το αγγίξω. Ξάπλωνα δίπλα του κι απλά το κοίταζα. Σε σκεφτόμουν κι απλά άφηνα το πρόσωπό μου να γίνει λίμνη δακρύων. Σκεφτόμουν τα "γιατί', τα "ίσως", τα "αν".
Κάποιες φορές του μιλούσα και φανταζόμουν ότι είσαι εκεί. Σιγά σιγά άρχισα να του απλώνω το χέρι και το άγγιζα σαν να σου χαΐδευα το μάγουλο.
Κάποτε θύμωνα μαζί του. Όταν πια είχε πάψει να μυρίζει όπως εσύ. Όταν το σχήμα του κεφαλιού σου είχε χαθεί κι είχε πάψει να έχει σκοπό ή λόγο ύπαρξης. Τότε άρχισα μια να το πετάω στον τοίχο και στο πάτωμα και μια να το αγκαλιάζω σφιχτά και να χώνω το πρόσωπό μου μέσα του μέχρι να χρειαστεί να πάρω την επόμενη ανάσα.
Κάποιες νύχτες κοιμόμουν έχοντας το ανάμεσα στο πόδια μου ή μέσα στα χέρια μου. Ένιωθα λιγότερο μόνη, λίγοτερο λίγη.
Ήθελα να σε πάρω τηλέφωνο. Ήθελα τόσο πολύ να σου μιλήσω για το μαξιλάρι σου που σε χρειάζεται περισσότερο κι από μένα. Για να του δώσεις ξανά λόγο ύπαρξης, για να το ζεστάνεις, για ν' αφήσεις το σάλιο σου και τη μυρωδιά σου πάνω του.
Δε θα άφηνα ποτέ κανένα να κοιμηθεί στο μαξιλάρι σου κι ας με κοίταζε αυτό σαν να με παρακαλούσε για ένα νέο έρωτα, για ένα κεφάλι να ακουμπήσει πάνω του. Το έχω βάλει να ορκιστεί πώς θα σε περιμένει κι είναι σίγουρο ότι μια μέρα θα καταλάβεις και θα ξανάρθεις.
Για την ώρα κλέινω το φως, το παίρνω αγκαλιά για να το παρηγορώ και μαζί σ' ονειρευόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου