Κύριο Μένου

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Στράτης Μυριβήλης | Κατερίνα Καλαμπάκα


Ο Στράτης Μυριβήλης πέθανε σαν σήμερα το 1969 από καρκίνο. Κατάφερε να πρωτοτυπήσει τόσο όσο και να ξεχωρίσει στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας με ιδιαίτερο τρόπο. Υπήρξε, ακόμη, σπουδαίος δημοσιογράφος και κατά κύριο λόγο από αυτή του την ασχολία βιοποριζόνταν. Γεννήθηκε το 1890 σ' ένα μικρό χωριό της Λέσβου καταγόμενος από μία οικογένεια, που ασχολούνταν με το εμπόριο και τη γη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος κι ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά πέντε παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα του είχε καταγωγή από την Πόλη και οι αδερφοί της είχαν υψηλό μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο για την εποχή. Ο ένας από τους δύο θείους του Στράτη Μυριβήλη υπήρξε καθηγητής Φιλολογίας και Ιστορίας στη Χάλκη. Έτσι, ο συγγραφέας εμπνεύστηκε και πάτησε στα χνάρια των θείων του. 

Γενικότερα, η Λέσβος είχε “παράδοση” στους πνευματικούς ανθρώπους. Γύρω στα επτά με οχτώ του χρόνια ο Μυριβήλης ξεκινάει να γράφει. Η κλίση του προς την λογοτεχνική δημιουργία φωνάζει από μακριά και αμέσως επόμενο φυσικά είναι να γραφτεί μετά από χρόνια στη Φιλοσοφική Αθηνών, αλλά διακόπτει τις σπουδές του για να πάει εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους. Το 1912 μαζί με άλλους δώδεκα Λέσβιους φοιτητές θα συναντήσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο ζητώντας του να στρατευτούν. Έτσι, παίρνει μέρος και στους δύο Βαλκανικούς πολέμους. Επίσης, στρατεύτηκε και για τον Α' Παγκόσμιο. 

Κατά το 1914-1918 έχουμε τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος αποτελεί σοκ, ειδικά για τους λαούς που πήραν μέρος. Είναι ένα εξαιρετικά τραυματικό γεγονός κι έχουμε εκατομμύρια νεκρούς. Αίτια του ήταν: ο ιμπεριαλισμός, ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός. 

Όλα τα παραπάνω, ενέπνευσαν τον συγγραφέα μας να γράψει το γνωστό σε όλους έργο “Ζωή Εν Τάφω”, ένα κείμενο το οποίο ξεκίνησε να γράφεται μέσα στα χαρακώματα του πολέμου. Είναι το μοναδικό έργο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, που γράφεται αμέσως μετά τον πόλεμο. Ο Σκαρίμπας και ο Βενέζης έγραψαν εξίσου για το τρομερό αυτό γεγονός, αλλά πολύ πιο μετά.

Με οδηγό το βίωμα του (ρεαλισμός) δημιούργησε έναν ήρωα (μυθοπλασία) στο έργο του και μέσα απ' αυτόν μιλούσε εκείνος πετυχαίνοντας έτσι μία αρμονική αληθοφάνεια, που δεν είναι εύκολο να πετύχει ένας συγγραφέας όταν είναι ο πρωταγωνιστής του πυρήνα. Επίσης, για το έργο αυτό έχουμε 7 εκδόσεις (διαφορετικές γραφές πιο απλά) διότι έγιναν πολλές προσθήκες, τροποποιήσεις ή και αφαιρέσεις (λόγω της λογοκρισίας). Οι σημαντικότερες αλλαγές, ενημερωτικά, είναι μεταξύ πρώτης και δεύτερης έκδοσης και η δεύτερη είναι πιο κοντά στο “τελικό κείμενο”. 

Η απορία, συνήθως, του αναγνώστη είναι : “γιατί δεν έγραφε εξ' αρχής μία αυτοβιογραφία;” . Γιατί δεν ήταν ένας απλός συγγραφέας. Ήθελε ο αναγνώστης να δει το βίωμα του σαν λογοτεχνικό κείμενο, σαν ένα βιβλίο για το καθένα που πολέμησε ή που του στέρησε κάποιον ο φρικτός πόλεμος. Δεν γράφει ένα απλό μυθιστόρημα, δεν λέει μία ιστορία. Αυτό που κάνει και πουλάει χιλιάδες αντίτυπα και φτάνει στο σημείο να κάνει τόσες εκδόσεις είναι να πατάει με το ένα πόδι προσωπικό ημερολόγιο και με το άλλο στην επιστολογραφία. Νέα γραμματειακά είδη για την εποχή, τα οποία τα πάντρεψε και έφερε κάτι καινούργιο κι πιο ελκυστικό από μία απλή αντικειμενική ιστορία κι έναν παντογνώστη αφηγητή. Αυτό ήταν μία λογοτεχνική πρωτοπορία που ξεπέρασε τα σύνορα. 

Άλλοι τον εντάσσουν λογοτεχνικά στην “συμβολική” γενιά του '20 κι άλλοι στην “μοντέρνα” γενιά του '30. Αν το σκεφτεί κάποιος καλύτερα, όμως, εντάσσεται στην γενικότερη σφαίρα της νεοτερικότητας στην ελληνική λογοτεχνία. Πάντρεψε το ημερολόγιο με την επιστολή κάτω από την ομπρέλα του μυθιστορήματος. Άνοιξε το συγγραφικό του “εγώ” στο κόσμο. Δεν μιλούσε ιδιωτικά, αλλά δημόσια. Όλα αυτά είναι ξεκάθαρα νεοτερικά στοιχεία χωρίς “μοντέρνες” ή “συμβολικές” ταμπέλες. 

Η γενιά που γαλουχήθηκε με τους αγώνες του Ψυχάρη για την ελληνική γλώσσα, παρακολούθησε την αναγέννηση του ελληνικού έθνους με τους βαλκανικούς πολέμους και έζησε τη συντριβή της μεγάλης ιδέας με τη μικρασιατική καταστροφή. Από τα πιο ζωηρά και μαχητικά πνεύματα της γενιάς του, βρέθηκε σε συνεχή επαφή με τα σύγχρονα του γεγονότα, έχοντας πάντα στο νου του τον αναγνώστη. Η χρησιμοποίηση γλώσσας κυμάνθηκε ανάμεσα στην καθαρή δημοτική και στη δημοσιογραφική μικτή. Ο λόγος του πυρετικός, διατηρούσε τη ζεστασιά και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, πλούσιος σε εικόνες, με άφθονα λυρικά στοιχεία. Η γραφή του ταλαντεύτηκε κάποτε ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον τρυφερό φυσιολατρικό λυρισμό. 

Κάπως έτσι άρχισε να μας τραβά το “κείμενο” εμάς τους φανατικούς αναγνώστες. Όταν κάποιοι ανοίχτηκαν κι έγραφαν σαν να βλέπουν στα μάτια μας, τα δικά τους μάτια ή τα μάτια που θα ήθελαν να δουν, που ωστόσο έδειχναν και σε εμάς γνώριμα. Όταν κάποιοι έσπασαν τους δεοντολογικούς κανόνες της τριτοπρόσωπης αφήγησης, του κλασικού και της μονότονης περιγραφής τοπίων ή οτιδήποτε επιφανειακού. Όταν ο έρωτας, το πάθος, το φρικτό και ο πόλεμος έγιναν πρωταγωνιστές, τότε φτάνουμε μετά από χρόνια γράφουμε εγκώμια και να διαβάζουμε εκείνους τους κάποιους κι ένας από αυτούς είναι ο Στράτης Μυριβήλης. 

Σαν συγγραφέας υπήρξε πρωτοπόρος και μοναδικός στην πένα, αλλά είχε τα μελανά του σημεία σαν προσωπικότητα. Μετά τον Αύγουστο του 1936 αλλάζει το ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου του. Πολλοί μιλούν για την μεταστροφή του από δημοκρατικός σε βασιλικός. Υπάρχουν, επιπλέον, δείγματα λεκτικών επιθέσεων σε αριστερούς μέσω του έργου του. Όλα αυτά κάποιοι λένε πως τα έκανε επειδή φοβόταν για το μέλλον το δικό του και του έργου του ,αλλά όπως και να έχει τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το έργο του χάνει σε αξία. Το ιδεολογικό περιεχόμενο δεν έχει να κάνει με την λογοτεχνικότητα παρά μόνο με γραμματειακά είδη. 

Άλλα έργα: Κόκκινες ιστορίες, Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (λογοκρίθηκε από το καθεστώς του Μεταξά), Η Παναγιά η γοργόνα, Το μυθιστόρημα των τεσσάρων, Διηγήματα, κλπ. 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου