Για την ποιητική του Νίκου Καββαδία
«Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη, πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι
κύκλοι, πόσες μαύρες σειρές· οι άνθρωποι που με κοιτάζουν, που με κοιτάζαν όταν
πάνω στο άρμα σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν» (Γιώργος Σεφέρης, ‘ΙΣΤ’).
Το ποιητικό πράττειν του Νίκου Καββαδία[3] λειτουργεί διαλεκτικά προς τους συμβολισμούς μίας μνήμης και ενός μνημονικού 'καθεστώτος' που 'εκφεύγει' από τα πεδία των δεσμεύσεων, αναπλάθοντας εικόνες που 'φιλτράρονται' διαρκώς διαμέσου μίας ποιητικής 'Camera Obscura'[4] η οποία δύναται να αντιστρέψει τους όρους της 'γέννησης', συναρθρώνοντας το 'δέον' με τις προεκτάσεις του αινίγματος: «Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές. Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes».[5]
Σε αυτό το πλαίσιο, η Καββαδική[6] ποιητική αναζητεί τις προεκτάσεις της παλινδρόμησης σε ένα διά-κενο που 'ζαλίζει' εμπρόθετα, φέρει μία μέθη ως 'ανέλπιστο αντί-δωρο' ενώπιον της ιστορικής 'αβύσσου', αναφέροντας το επάλληλο αίνιγμα το οποίο ξεπροβάλλει ως «σκοτεινό λιμάνι του Gabes», ως προοπτική αλλά και ως προοπτική 'δυναμολογίας', ανοιχτή σε μία ιστορική ενδεχομενικότητα που δια-περνά τον ιστορικό ορίζοντα, όπως επίσης και προσδιοριστική της ανθρώπινης αναζήτησης λάμψεων..
Η γλώσσα αναπαριστά φυσικά δεδομένα, μαρτυρεί για τον ίδιο τον ποιητή, εντάσσει και εντάσσεται στη 'χορεία' των φασματικών προεκτάσεων του 'κοινού νου', σπεύδει να συμπεριλάβει γνώσεις ως εκ του μηδενός, ανατρέχοντας σε ίδιες 'σπείρες' διαλείψεων, εκεί όπου η θάλασσα ανανεώνει, και ως 'πρωταρχική οικοδέσποινα' φιλοξενεί ή αλλιώς σπεύδει να φιλοξενήσει επέκεινα της 'ακηδίας': «Κάτου στις αχτές της Αφρικής πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι. Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής».[7]
Στο συγκεκριμένο ποιητικό απόσπασμα από το ποίημα 'Σταυρός του Νότου' η θάλασσα συναρθρώνεται με μορφές μίας διάστικτης ανθρωπινότητας, συν-διαλεγόμενη με εκείνα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την ποίηση του Νίκου Καββαδία ιδιαίτερη, χασματική διότι προέρχεται από τις συναρμογές μίας καθημερινότητας που βιώνεται θαλασσινά, ανέστια και μη-ακέραια, ως περιπέτεια δίχως καθορισμένη αρχή και τέλος: η αναζήτηση 'άλλων' κόσμων, οι ερωτικές αγωνίες τις νύχτες της μοναδικής πορείας, η παρατήρηση εν πλω της 'πανσπερμίας' του γίγνεσθαι, η σχεδόν Εμπερίκεια αίσθηση της ενσυναίσθησης και της μεταμόρφωσης προ του κινδύνου: «Άλλοτε απ' τον ίδιον ουρανό έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα, με του καπετάνιου τη μιγάδα, μάθημα πορείας νυχτερινό»[8], σε μία άλλη μορφή πραγμάτωσης του συλλογικού., του δοσμένου στην 'ενέργεια' των πραγμάτων, ανα-καλώντας τους στίχους από τον 'Φάουστ' του Γκαίτε: «Το αιώνιο θήλυ/ Μας προσελκύει στα ύψη».[9]
Η θάλασσα εντός συμβάντων, και πέραν της ακηδίας, 'επικοινωνεί' και φιλοξενεί πλέον το νεκρό σώμα του φίλου και συνοδοιπόρου, επι-φέροντας και 'επιλύοντας' την αντίθεση του τέλους-θανάτου και της νοσταλγίας για αυτό που έλαβε χώρα 'μητρικά', καθημερινά. ''Τα φανάρια και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής'', σε έναν ''Σταυρό του Νότου'' προθέσεων και αταξινόμητων διαδρομών και μεταβάσεων πέραν της επωνυμίας: στις κοινές επιτελέσεις, στην 'ευτέλεια' της ιστορίας.. Ο ποιητής καθίσταται ατομο-κεντρικά συλλογικός, διερευνά τους όρους μίας αμφίδρομης 'ουτοπίας', ενέχει στον ποιητικό του λόγο εκφάνσεις πραγμάτευσης με την εμπιστοσύνη, με την ίδια την ποίηση ως προσίδια απόδοση μεταπτώσεων, προσιδιάζοντας προς τις κατευθύνσεις της παροιμιώδους ρευστότητας που συμπυκνώνει και συμπυκνώνεται στη θαλασσινή επικράτεια, στην επικράτεια των άνευ όρων μορφών που παρελαύνουν ενίοτε σκωπτικά, διαπερνώντας τους όρους της συμβολαιακής ανάθεσης, 'κατασκευάζοντας' έναν πίνακα ενώπιον του οποίου, σαν συνήχηση συμβάντων, επι-κοινωνεί με το δοξαστικό με τον τρόπο που το θέτει ο Θωμάς Τσαλαπάτης: «Με μάτια φραγμένα ονειροπολώ τα τοπία του, με μάτια φραγμένα συνθέτω τις εκτάσεις του».[10]
Εντός των συνηχήσεων της Καββαδικής ποιητικότητας, επιτελείται η 'ανακατασκευή' μορφών που παλεύουν με το δαιμονικό, με τα θαλασσινά 'μυθεύματα' που στέκουν ανθρώπινα και υπερβατικά, νοηματοδοτώντας όψεις της εμφάνισης της συμφοράς καθώς και της διεκδίκησης ενός εκάστου μέτρου που απαντάται εντός και πέραν της 'από μηχανής αγγελολογίας', με συντροφιά την παραδοξότητα της λέξης, την 'εντροπία' της 'απαλής' δυναμικής που σπεύδει να συμπεριληφθεί ενώπιον του 'αγνώστου', ενώπιον της αισθητικής αναπαράστασης των 'αγρίων', του σημαίνοντος ανοίγματος που καθίσταται λαβύρινθος: «Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά! Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν, μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατάς στοχαστικά, κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Αλαδδίνου».[11]
Ο Νίκος Καββαδίας βιώνει πατώντας με το ένα πόδι στους συμβολισμούς της στεριάς, 'παίζοντας' με τις νοητικές προκλήσεις, αναδεικνύοντας μία σειρά ενύπαρκτων τάσεων έκθεσης: το κάθε υποκείμενο φέρει την δική του ποίηση με τον ίδιο τρόπο που η ποίηση σταθμεύει σε 'λιμάνια' λέξεων και αναπαραστάσεων, εκπλήρωνοντας και αφήνοντας να ακουστεί το λαϊκότροπο υπόδειγμα του 'κάθε λιμάνι και καημός'. Εντός των θαλασσινών απολήξεων-συνηχήσεων, ανατέμνει την ζωτικότητα του ευκαιριακού, την 'πονηρία' που ξεσπά ωσάν θαλασσινή καταιγίδα, τον θάνατο ως 'ασύνορη' γραφή, 'εγγίζοντας' εκφάνσεις και εντάσεις μίας ιστορικότητας που 'δοκιμάζει' γραφές..
Εάν σύμφωνα με τον Γερμανό ποιητή Φρίντριχ Σίλλερ, η «παγκόσμια ιστορία είναι το παγκόσμιο δικαστήριο»[12], για τον ποιητή Νίκο Καββαδία η ποίηση συνιστά το απώτατο όριο μέτρησης των αντοχών και της ύλης των πραγμάτων, 'υποκειμενοποιώντας' το λογικό και διευρύνοντας τους όρους ύπαρξης της ριζικότητας των παθών, της έννοιας της θυσίας σε μία 'πλημμυρίδα' εμβαπτίσεων..
«Έπεσε το πούσι αποβραδίς - το καραβοφάναρο χαμένο - κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένω μες στην τιμονιέρα να με δεις».[13] Ο Καντιανός «ενθουσιασμός» δύναται να παραχθεί εντός της προσιτότητας και της στιγμής της τυπικής ή μη ‘ευτέλειας’. Η προσδοκία στην ποίηση του Νίκου Καββαδία σημαίνεται ελλειπτικά, βυθομετρώντας σε μία θάλασσα αντιθέσεων και αναπαραστάσεων της προσδοκίας η οποία είναι η θάλασσα η ίδια..
Ο Νίκος Καββαδίας ανέφερε τα χαρακτηριστικά ενός κατατιθέμενου 'μεταμορφισμού' αναζητώντας την μορφή, την βαθιά και ενίοτε βουβή αίσθηση της χίμαιρας που και ως θάλασσα επικρέμονταν ως 'δαμόκλειος σπάθη' πάνω από τον βίο του, επιζητώντας παράλληλα την δια-πάλη με το 'δαιμονικό', την αυγή των πολυποίκιλων χρωμάτων πάνω σε ένα πλοίο που απλά συνεχίζει, ανασημασιοδοτώντας την εκτατικότητα της θάλασσας ως ανθρώπινη ιστορία.
Το Σεφερικό υπόδειγμα, ρητά και υπόρρητα, διαχέεται: «Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως που θα με παρασύρουν; Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου, βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων».[14]
[1] Στην Καββαδική ποιητική η ‘τερατολογία’ συνιστά την ‘άλλη όψη’ του ονείρου, πλέγμα διεκδίκησης, συστράτευση στο μη-συμβατικό.
[2] Βλέπε σχετικά, Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin’, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 66.
[3] Ένας από τους λόγους για τους οποίους καθίσταται εμπρόθετα οικεία η ποίηση του Νίκου Καββαδία, πέρα από τις εκφάνσεις της μουσικής της ‘μεταγραφής’ (μελοποίηση της κύρια από τον Θάνο Μικρούτσικο), είναι το ότι προχωρά στη σύζευξη ενός ‘φορτισμένου εξωτισμού’ με την δυνατότητα του ταξιδίου, φέροντας ως υπόστρωμα Καβαφικές εννοιολογήσεις και υπόρρητες δυνατότητες εκφραστικότητας: κάθε ποίημα ενέχει και μία ιδιαίτερη θεατρικότητα η οποία ασκείται με έναν και πολλούς πρωταγωνιστές, αναπαριστώντας την ευρύτητα μίας ‘μορφικής’ διάρκειας και αποζητούμενης ‘τιμωρίας’ (και της νοηματοδοτικής ‘οικίας’), τις σημάνσεις μίας ‘ατόφιας’ και εξ αυτού του λόγου βαθιά ανθρώπινης απόλαυσης, με τρόπο που δύσκολα απαντώνται στη σύγχρονη μεταπολεμική ελληνική ποίηση σε τέτοια ένταση. Η μορφή του Γουίλι, του «μαύρου θερμαστή από το Τζιμπουτί», δύναται να προσωποποιήσει διαλεκτικά τον ‘έντονο και πειραματικό βίο’, (το ‘γιατί;’ ως συγκεντροποιημένο βιό-κοσμο), την πάσχουσα μορφή ενός παράδοξου όσο και Σιλλερικού «genius» που δεν σταματά να προσφέρει και να ζητεί την ‘θυσία’ μη-περιμένοντας παρά λίγη «γλυκιά σκόνη» και τα οράματα που επιφέρει, τείνοντας σε μορφές μίας συμβολικής ‘πατρο-κτονίας’ και επικοινωνώντας με την Μεταπολιτευτική ‘άγνοια κινδύνου’ που προτάσσει προσίδιους όρους μίας ‘απολυτρωτικής απενοχοποίησης’ ηθών.
[4] Η Μπενγιαμική εννοιολόγηση της ‘Camera Obscura’, δύναται να εκφράσει την ‘μητρική ‘σύλληψη’, την διαλεκτική συναρμογή των εστιάσεων πέραν του συμβολικού και οπτικοποιημένου αναστοχασμού, εκφέροντας την αντεστραμμένη λήψη προς τις κατευθύνσεις της οντολογικής προτρεπτικότητας: ο «σκοτεινός θάλαμος» ‘γεννά’ σκοτεινούς και για αυτό έλλογους κόσμους. Βλέπε σχετικά, Benjamin Walter, ‘Συνοπτική Ιστορία της Φωτογραφίας’, στο: Benjamin Walter, ‘Δοκίμια για την Τέχνη’, Μετάφραση: Κούρτοβικ Δημοσθένης, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1979, σελ. 49.
[5] Βλέπε σχετικά, Καββαδίας Νίκος, ‘Εσμεράλδα΄, Ποιητική Συλλογή, ‘Πούσι’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1989, σελ. 21.
[6] «Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου για τη λευκή μα πένθιμη Ελβετία», γράφει ο ποιητής στο ποίημα ‘A bord de l’ Aspasia’, επαναπροσδιορίζοντας, εντός ποιητικότητας, νοητικές διεργασίες επιτέλεσης του βίου, μία ιδιαίτερη μορφή πλήρωσης μεταξύ και εντός ζωής και ασθένειας, θανάτου που ελλοχεύει («μοίρα»), εκεί όπου διαμεσολαβούνται εκφάνσεις μίας αντεστραμμένης ‘οντοτελεολογίας’: ο ποιητής δύναται να αγαπήσει το ζωντανό και δυνητικά νεκρό υποκείμενο, τον βίο του όντος και το ‘τέλος’ του, φέρνοντας την ίδια την εμμένεια του, την εν νέου πλήρωση του ιστορικού χρόνου: αγαπώντας την «υγρήν έκταση», δύναται να αγαπήσει πληρωθεί εκ νέου, οντολογικά και νοητικά στη μεταιχμιακότητα του παρόντος, συν-διαλεγόμενος με την ποίηση της Αρετής Γκανίδου: «Τρύπωσε μες στον χρόνο κι άλωσε τον. Βρες ιερέα να σε βαφτίσει στο βάμμα του φωτός». Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Αναμέτρηση’, Ποιητική Συλλογή, ‘Ορυκτό Φως’, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2011, σελ. 51.
[7] Βλέπε σχετικά, Καββαδίας Νίκος, ‘Σταυρός του Νότου…ό.π., σελ. 32. Ο θάνατος επιτελείται στα ανοιχτά, νοείται ως ‘δόκιμος ύπνος’ χαρακτηριστικός φιλίας, φιλιού και εγγύτητας, επαναπροσδιορίζοντας την ενεστωτικότητα από το ‘τώρα’ του ‘πριν’. Επρόκειτο για έναν θάνατο ευαίσθητο και για αυτόν τον λόγο συγκλονιστικό ή συγκλονιστικά μοναδικό.
[8] Βλέπε σχετικά, Καββαδίας Νίκος…ό.π., σελ. 32.
[9] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία…ό.π., σελ. 101.
[10] Βλέπε σχετικά, Τσαλαπάτης Θωμάς, ‘Το Καρφί’, Ποιητική Συλλογή, ‘Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ’, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, 2013, σελ. 23. Τις «εκτάσεις» ενός πίνακα μνήμης..
[11] Βλέπε σχετικά, Καββαδίας Νίκος, ‘Λύχνος του Αλαδδίνου…ό.π., σελ. 36.
[12] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ΄Ελευθερία και Ιστορία…ό.π., σελ. 83. Η ποιητικά δοσμένη αξιακή κρίση του Φρίντριχ Σίλλερ, προσλαμβάνει επιστημολογικό ενδιαφέρον, κινούμενη στις ατραπούς της ιστορίας ως απόφανσης η οποία ‘επιδικάζει’ μερίσματα, τις όψεις απαντοχής της φιλοσοφικής και μη τελεολογίας, δια-κρατώντας τις σημάνσεις της εφικτότητας: η ιστορία ‘δικάζει’ με το κεφάλι ψηλά, αναμένοντας να σημάνουν οι γλαύκες.
[13] Βλέπε σχετικά, Καββαδίας Νίκος, ‘Πούσι…ό.π., σελ. 9.
[14] Βλέπε σχετικά, Σεφέρης Γιώργος, ‘Κ’ (ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ), ‘Μυθιστόρημα’, Ποιήματα, Δέκατη Πέμπτη Έκδοση, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1985, σελ. 67.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου