[...]
Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της Beat λογοτεχνίας.
William S. Burroughs's Naked Lunch (1959)
Το "Γυμνό γεύμα" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1959 και στην Αμερική το 1962. Οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου συνελήφθησαν λόγω του άσεμνου περιεχομένου του και το στοκ
κατασχέθηκε από τις Aρχές.
Tρία χρόνια μετά ακολούθησε η περίφημη δίκη του "Γυμνού γεύματος" και μόλις τον Ιούλιο του 1966 το Aνώτατο Δικαστήριο της Mασαχουσέτης αποφάσισε να επιτρέψει την κυκλοφορία του βιβλίου, μια ιστορική απόφαση που σημείωσε το τέλος της λογοκρισίας στις HΠA, στο πεδίο της λογοτεχνίας. Το βιβλίο έγινε γρήγορα θρύλος και μαζί με το "Στο δρόμο" του Kέρουακ και το "Oυρλιαχτό" του Γκίνσμπεργκ αποτελούν πλέον την "κoρυφαία τριάδα" της μπιτ λογοτεχνίας. Το 1991, κυκλοφόρησε η ομότιτλη ταινία του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, βασισμένη εν μέρει στο μυθιστόρημα αυτό αλλά και σε άλλα έργα του Μπάροουζ. Το 2005, το Time magazine περιέλαβε το "Γυμνό γεύμα" στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα από το 1923.
Άξονας του βιβλίου η άγρια περιπέτεια του ναρκομανή Ουίλιαμ Λι, που δραπετεύει από τη Νέα Υόρκη και καταλήγει στην Ταγγέρη, στην κολασμένη "Διαζώνη" των παραισθήσεων, των ουσιών,
και του ομοφυλόφιλου, οργιώδους σεξ. Στην ουσία το βιβλίο αποτελεί μια τολμηρή κατάβαση στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης ασκώντας δι' αυτής μια σκληρή κριτική στη δυτική και κυρίως την αμερικάνικη κουλτούρα του μεταφυσικού συντηρητισμού, της βίας, του σεξισμού, της πολιτικής διαφθοράς - στοιχεία που σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι εμφανή στον δυτικό πολιτισμό.
Το "Αποκαταστημένο κείμενο" αυτής της έκδοσης είναι κατά 20% μεγαλύτερο σε έκταση από την αρχική έκδοση του 1959. Δημοσιεύεται πρώτη φορά στα ελληνικά με τις διορθώσεις των δύο γνωστότερωνμελετητών του Μπάροουζ, του Τζέιμς Γκράουερχολτζ και του Μπάρι Μάιλς, ενώ επίσης περιλαμβάνει σε παράρτημα σημειώσεις του Μπάροουζ, διάφορα δοκίμια και εισαγωγές που έγραψε κατά καιρούς για το βιβλίο του, κείμενα που απορρίφτηκαν για διάφορους λόγους καθώς και εναλλακτικά προσχέδια του μυθιστορήματος.
Allen Ginsberg's Howl (1956),
Αν αρκεστούμε στο συμπέρασμα πως το "Ουρλιαχτό" είναι απλά και μόνο το ποιητικό μανιφέστο της Μπιτ γενιάς, τότε έχουμε χάσει αυτόματα την πραγματική εμπειρία ενός εκ των σπουδαιότερων
δειγμάτων της μεταμοντέρνας ποίησης. Το ποίημα διαθέτει μια πρωτόγνωρη για την εποχή του (κι όχι μόνο) ελευθερία στο λόγο και μια ασυνήθιστη ρητορική φόρμα, ξεχωρίζοντας από την κυρίαρχη γραμμή της αμερικάνικης ποίησης που από την εποχή του Whitman μέχρι σήμερα, λίγοι ήταν οι ποιητές που κατάφεραν να την κρατήσουν στη ζωή (όπως ο Pound, ο Williams, ο Cummings, ο Berryman, ο Norse,ο Bukowski κ.ά.).
Ο Allen Ginsberg χρησιμοποίησε χρησιμοποίησε το ψυχολογικό αδιέξοδο και την ιδεολογική ήττα για να μας εισάγει σε μία, ώριμη πλέον, επείγουσα και συνειδητοποιημένη απόπειρα ακύρωσης του στημένου παιχνιδιού, τόσο της ζωής όσο και της ποίησης.Αυτή η παγκοσμιοποιημένη πλέον ήττα είναι που προσδιορίζει δραματικά ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο.
Ο Ginsberg ήρθε σε απόλυτη ρήξη με όλες εκείνες τις δυνάμεις που εξαντλούν και καταδυναστεύουν απανταχού το πνεύμα της ζωής και του καθαρού Λόγου. "Όποιος αρνείται την μουσική των σφαιρών αρνείται την ποίηση,αρνείται τον άνθρωπο, φτύνει τον Blake, τον Shelley, τον Χριστό, και τον Βούδα... το σύμπαν είναι ένα νέο λουλούδι... όποιος θελήσει πόλεμο με τα ρόδα θα τον έχει".
Jack Kerouac's On the Road (1957)
Ο αφηγητής του, ο Σαλ Παραντάιζ για το νόημα του "Στο δρόμο"...."Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα
την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριώνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό»…".
Αυτή η αναζήτηση επιβεβαίωσης φέρνει τον Σαλ στο δρόμο για το Ντένβερ και το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και το Μεξικό, άλλοτε με τον Ντην Μόριαρτι, τον ήρωα-άγιο φίλο του, άλλοτε μονάχο του. (...) Υπάρχουν κομμάτια του "Στο δρόμο" όπου το γράψιμο έχει τόση ομορφιά που σχεδόν σου κόβεται η ανάσα. Υπάρχει η περιγραφή μιας τσάρκας μ' αυτοκίνητο μέσα απ' όλη τη χώρα που μοιάζει πολύ με μια τσάρκα πάνω σε τραίνο που αφηγείταιο Τόμας Γουλφ στο "Του καιρού και του Ποταμού". Υπάρχουν λεπτομέρειες ενός ταξιδιού στο Μεξικό (κι ένα ιντερλούδιο σ' ένα μεξικάνικο μπορντέλο) που είναι μαζί τρομερές, τρυφερές και αστείες.
Και, τελικά υπάρχει μια περιγραφή τζαζ που δεν υπάρχει άλλη τέτοια στο αμερικάνικο μυθιστόρημα, τόσο για τη διορατικότητά της, όσο για το στυλ και την αριστουργηματική τεχνική της.
«Μια μέρα θα βρω τις σωστές λέξεις, και θα είναι απλές»
Beatniks και μουσική.
Στα έργα της γενιάς των μπιτ, οι πλέον αντιπροσωπευτικοί χαρακτήρες ήταν μοναχικοί με έναν τρόπο που αντανακλούσε την πραγματικότητα ορισμένων δημιουργών, μα εμμέσως και το πρότυπο της τζαζ: τον σόλο αυτοσχεδιαστή μουσικό στην ολότητα της ζωής και της δημιουργίας του.
Προσωπικότητες που κινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο, στην προσπάθειά τους να συγκινηθούν και να επικοινωνήσουν σε βάθος. Κοινό σημείο της αναζήτησης, της κοινωνικής αποδοχής και της ελευθερίας των μαύρων μουσικών, η τζαζ ήταν ένα δυναμικό στοιχείο που επαναλαμβανόταν ασταμάτητα στη μπιτ λογοτεχνία∙ γέμιζε τις ώρες και τις μέρες των αναζητήσεων, της διασκέδασης και των ενδοσκοπήσεων. Η μαύρη μουσική γέμιζε το λευκό κενό.
Προσωπικότητες που βυθίζονταν μέσα της, συχνά αναδύονταν εν εγρηγόρσει. Η τζαζ χρησίμευε ως τονωτικό, ως ελατήριο. Οι μπιτ αρνήθηκαν τη νόρμα, το συμβατικό νόημα του κόσμου,
και απέναντι σ’ αυτό το γεγονός βρέθηκαν σαρωμένοι, μπερδεμένοι και περιθωριοποιημένοι. Η τζαζ τους αναπτέρωσε το ηθικό. Από κάθε άποψη, η μουσική αυτή διέθετε τη συνεκτικότητα και
τη συνέπεια που εκείνοι ως γενιά, όσο κι αν αναζητούσαν, ποτέ δεν κατέκτησαν. Ο όρος «beat» προϋπήρξε ήδη στο λεξιλόγιο των μουσικών της τζαζ: “I’m beat right , down to my socks”,
“I’m dead beat”, “Man, I’m beat” και ούτω καθεξής. Η αισθητική της καθιερώθηκε στις απαγγελίες ποίησης και στις αναγνώσεις, που κάποια στιγμή άρχισαν να μοιάζουν, ή πράγματι να είναι,
συναυλίες. Στο Σαν Φρανσίσκο, οι απαγγελίες ποίησης με τη συνοδεία τζαζ είχαν προ πολλού ξεκινήσει.Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι πολλοί από τους μπιτ περνούσαν ατελείωτες ώρες στα
μεταμεσονύκτια κλαμπ όπου παιζόταν αρχικά το μπίμποπ.
Η τζαζ λοιπόν κατακλύζει τόσο τα πεζά όσο και τα ποιητικά κείμενα των μπιτ… Στα πιο σπουδαία ποιήματα του είδους είναι μάλλον δύσκολο να προσλάβει κανείς τον τζαζ χαρακτήρα τους,
αν δεν είναι μυημένος, ή αν δεν έχει τη δυνατότητα της ακρόασης των ηχογραφήσεων, ιδιαίτερα όπου η απαγγελία συνοδεύεται από ζωντανή μουσική.
Η εκ βαθέων, αυτόματη-αυθόρμητη γραφή, αποτέλεσε για ένα μεγάλο διάστημα, ιδεώδες στη λογοτεχνία τους. Ορμώμενοι από τον επί τόπου αυτοσχεδιασμό των μουσικών της τζαζ, δημιούργησαν μια πολύ ξεχωριστή, συγκλονιστική γραφή. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που επιδόθηκαν σ’ αυτήν. Ήταν πολλοί οι λογοτέχνες της εποχής που, ζώντας το παραλήρημα αυτής της ιδέας, κατάφεραν να μην αναγνωρίσουν ούτε αυτοί οι ίδιοι τι ακριβώς επιδίωκαν ή έγραφαν. Σ’ αυτό το σημείο, χρειάστηκε να βάλει το χέρι του ένας πνευματικός κανόνας, ώστε να δημιουργηθεί
πραγματική ποίηση, κι όχι μία, αισθητικού μόνο ενδιαφέροντος, «εξομολογητική γραφή».
Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της Beat λογοτεχνίας.
William S. Burroughs's Naked Lunch (1959)
Το "Γυμνό γεύμα" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1959 και στην Αμερική το 1962. Οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου συνελήφθησαν λόγω του άσεμνου περιεχομένου του και το στοκ
κατασχέθηκε από τις Aρχές.
Tρία χρόνια μετά ακολούθησε η περίφημη δίκη του "Γυμνού γεύματος" και μόλις τον Ιούλιο του 1966 το Aνώτατο Δικαστήριο της Mασαχουσέτης αποφάσισε να επιτρέψει την κυκλοφορία του βιβλίου, μια ιστορική απόφαση που σημείωσε το τέλος της λογοκρισίας στις HΠA, στο πεδίο της λογοτεχνίας. Το βιβλίο έγινε γρήγορα θρύλος και μαζί με το "Στο δρόμο" του Kέρουακ και το "Oυρλιαχτό" του Γκίνσμπεργκ αποτελούν πλέον την "κoρυφαία τριάδα" της μπιτ λογοτεχνίας. Το 1991, κυκλοφόρησε η ομότιτλη ταινία του Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, βασισμένη εν μέρει στο μυθιστόρημα αυτό αλλά και σε άλλα έργα του Μπάροουζ. Το 2005, το Time magazine περιέλαβε το "Γυμνό γεύμα" στα 100 καλύτερα μυθιστορήματα που γράφτηκαν στην αγγλική γλώσσα από το 1923.
Άξονας του βιβλίου η άγρια περιπέτεια του ναρκομανή Ουίλιαμ Λι, που δραπετεύει από τη Νέα Υόρκη και καταλήγει στην Ταγγέρη, στην κολασμένη "Διαζώνη" των παραισθήσεων, των ουσιών,
και του ομοφυλόφιλου, οργιώδους σεξ. Στην ουσία το βιβλίο αποτελεί μια τολμηρή κατάβαση στη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης ασκώντας δι' αυτής μια σκληρή κριτική στη δυτική και κυρίως την αμερικάνικη κουλτούρα του μεταφυσικού συντηρητισμού, της βίας, του σεξισμού, της πολιτικής διαφθοράς - στοιχεία που σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι εμφανή στον δυτικό πολιτισμό.
Το "Αποκαταστημένο κείμενο" αυτής της έκδοσης είναι κατά 20% μεγαλύτερο σε έκταση από την αρχική έκδοση του 1959. Δημοσιεύεται πρώτη φορά στα ελληνικά με τις διορθώσεις των δύο γνωστότερωνμελετητών του Μπάροουζ, του Τζέιμς Γκράουερχολτζ και του Μπάρι Μάιλς, ενώ επίσης περιλαμβάνει σε παράρτημα σημειώσεις του Μπάροουζ, διάφορα δοκίμια και εισαγωγές που έγραψε κατά καιρούς για το βιβλίο του, κείμενα που απορρίφτηκαν για διάφορους λόγους καθώς και εναλλακτικά προσχέδια του μυθιστορήματος.
Allen Ginsberg's Howl (1956),
Αν αρκεστούμε στο συμπέρασμα πως το "Ουρλιαχτό" είναι απλά και μόνο το ποιητικό μανιφέστο της Μπιτ γενιάς, τότε έχουμε χάσει αυτόματα την πραγματική εμπειρία ενός εκ των σπουδαιότερων
δειγμάτων της μεταμοντέρνας ποίησης. Το ποίημα διαθέτει μια πρωτόγνωρη για την εποχή του (κι όχι μόνο) ελευθερία στο λόγο και μια ασυνήθιστη ρητορική φόρμα, ξεχωρίζοντας από την κυρίαρχη γραμμή της αμερικάνικης ποίησης που από την εποχή του Whitman μέχρι σήμερα, λίγοι ήταν οι ποιητές που κατάφεραν να την κρατήσουν στη ζωή (όπως ο Pound, ο Williams, ο Cummings, ο Berryman, ο Norse,ο Bukowski κ.ά.).
Ο Allen Ginsberg χρησιμοποίησε χρησιμοποίησε το ψυχολογικό αδιέξοδο και την ιδεολογική ήττα για να μας εισάγει σε μία, ώριμη πλέον, επείγουσα και συνειδητοποιημένη απόπειρα ακύρωσης του στημένου παιχνιδιού, τόσο της ζωής όσο και της ποίησης.Αυτή η παγκοσμιοποιημένη πλέον ήττα είναι που προσδιορίζει δραματικά ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο.
Ο Ginsberg ήρθε σε απόλυτη ρήξη με όλες εκείνες τις δυνάμεις που εξαντλούν και καταδυναστεύουν απανταχού το πνεύμα της ζωής και του καθαρού Λόγου. "Όποιος αρνείται την μουσική των σφαιρών αρνείται την ποίηση,αρνείται τον άνθρωπο, φτύνει τον Blake, τον Shelley, τον Χριστό, και τον Βούδα... το σύμπαν είναι ένα νέο λουλούδι... όποιος θελήσει πόλεμο με τα ρόδα θα τον έχει".
Jack Kerouac's On the Road (1957)
Ο αφηγητής του, ο Σαλ Παραντάιζ για το νόημα του "Στο δρόμο"...."Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα
την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριώνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό»…".
Αυτή η αναζήτηση επιβεβαίωσης φέρνει τον Σαλ στο δρόμο για το Ντένβερ και το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και το Μεξικό, άλλοτε με τον Ντην Μόριαρτι, τον ήρωα-άγιο φίλο του, άλλοτε μονάχο του. (...) Υπάρχουν κομμάτια του "Στο δρόμο" όπου το γράψιμο έχει τόση ομορφιά που σχεδόν σου κόβεται η ανάσα. Υπάρχει η περιγραφή μιας τσάρκας μ' αυτοκίνητο μέσα απ' όλη τη χώρα που μοιάζει πολύ με μια τσάρκα πάνω σε τραίνο που αφηγείταιο Τόμας Γουλφ στο "Του καιρού και του Ποταμού". Υπάρχουν λεπτομέρειες ενός ταξιδιού στο Μεξικό (κι ένα ιντερλούδιο σ' ένα μεξικάνικο μπορντέλο) που είναι μαζί τρομερές, τρυφερές και αστείες.
Και, τελικά υπάρχει μια περιγραφή τζαζ που δεν υπάρχει άλλη τέτοια στο αμερικάνικο μυθιστόρημα, τόσο για τη διορατικότητά της, όσο για το στυλ και την αριστουργηματική τεχνική της.
«Μια μέρα θα βρω τις σωστές λέξεις, και θα είναι απλές»
Beatniks και μουσική.
Στα έργα της γενιάς των μπιτ, οι πλέον αντιπροσωπευτικοί χαρακτήρες ήταν μοναχικοί με έναν τρόπο που αντανακλούσε την πραγματικότητα ορισμένων δημιουργών, μα εμμέσως και το πρότυπο της τζαζ: τον σόλο αυτοσχεδιαστή μουσικό στην ολότητα της ζωής και της δημιουργίας του.
Προσωπικότητες που κινούνταν από το ένα μέρος στο άλλο, στην προσπάθειά τους να συγκινηθούν και να επικοινωνήσουν σε βάθος. Κοινό σημείο της αναζήτησης, της κοινωνικής αποδοχής και της ελευθερίας των μαύρων μουσικών, η τζαζ ήταν ένα δυναμικό στοιχείο που επαναλαμβανόταν ασταμάτητα στη μπιτ λογοτεχνία∙ γέμιζε τις ώρες και τις μέρες των αναζητήσεων, της διασκέδασης και των ενδοσκοπήσεων. Η μαύρη μουσική γέμιζε το λευκό κενό.
Προσωπικότητες που βυθίζονταν μέσα της, συχνά αναδύονταν εν εγρηγόρσει. Η τζαζ χρησίμευε ως τονωτικό, ως ελατήριο. Οι μπιτ αρνήθηκαν τη νόρμα, το συμβατικό νόημα του κόσμου,
και απέναντι σ’ αυτό το γεγονός βρέθηκαν σαρωμένοι, μπερδεμένοι και περιθωριοποιημένοι. Η τζαζ τους αναπτέρωσε το ηθικό. Από κάθε άποψη, η μουσική αυτή διέθετε τη συνεκτικότητα και
τη συνέπεια που εκείνοι ως γενιά, όσο κι αν αναζητούσαν, ποτέ δεν κατέκτησαν. Ο όρος «beat» προϋπήρξε ήδη στο λεξιλόγιο των μουσικών της τζαζ: “I’m beat right , down to my socks”,
“I’m dead beat”, “Man, I’m beat” και ούτω καθεξής. Η αισθητική της καθιερώθηκε στις απαγγελίες ποίησης και στις αναγνώσεις, που κάποια στιγμή άρχισαν να μοιάζουν, ή πράγματι να είναι,
συναυλίες. Στο Σαν Φρανσίσκο, οι απαγγελίες ποίησης με τη συνοδεία τζαζ είχαν προ πολλού ξεκινήσει.Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι πολλοί από τους μπιτ περνούσαν ατελείωτες ώρες στα
μεταμεσονύκτια κλαμπ όπου παιζόταν αρχικά το μπίμποπ.
Η τζαζ λοιπόν κατακλύζει τόσο τα πεζά όσο και τα ποιητικά κείμενα των μπιτ… Στα πιο σπουδαία ποιήματα του είδους είναι μάλλον δύσκολο να προσλάβει κανείς τον τζαζ χαρακτήρα τους,
αν δεν είναι μυημένος, ή αν δεν έχει τη δυνατότητα της ακρόασης των ηχογραφήσεων, ιδιαίτερα όπου η απαγγελία συνοδεύεται από ζωντανή μουσική.
Η εκ βαθέων, αυτόματη-αυθόρμητη γραφή, αποτέλεσε για ένα μεγάλο διάστημα, ιδεώδες στη λογοτεχνία τους. Ορμώμενοι από τον επί τόπου αυτοσχεδιασμό των μουσικών της τζαζ, δημιούργησαν μια πολύ ξεχωριστή, συγκλονιστική γραφή. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που επιδόθηκαν σ’ αυτήν. Ήταν πολλοί οι λογοτέχνες της εποχής που, ζώντας το παραλήρημα αυτής της ιδέας, κατάφεραν να μην αναγνωρίσουν ούτε αυτοί οι ίδιοι τι ακριβώς επιδίωκαν ή έγραφαν. Σ’ αυτό το σημείο, χρειάστηκε να βάλει το χέρι του ένας πνευματικός κανόνας, ώστε να δημιουργηθεί
πραγματική ποίηση, κι όχι μία, αισθητικού μόνο ενδιαφέροντος, «εξομολογητική γραφή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου