‘Όλα τα αγαπούσε. Υπήρχε, όμως, ένα που το ξεχώριζε μέσα του ,με διαφορά. Κάθε απόγευμα, λοιπόν, αφού σχολούσε ,από τη δουλειά αγόραζε ένα μικρό μπουκετάκι κι όταν έφτανε στο σπίτι το έβαζε σε ένα βάζο με νερό και το ακουμπούσε στο τραπέζι. Ύστερα έφτιαχνε τον ζεστό του καφέ , καθόταν στο μπαλκόνι και ενώ κάπνιζε μιλούσε στα άνθη και τα χάιδευε.
Ήξερε πολύ καλά ότι η γαρδένια αν και ήταν ένα από τα πιο ευαίσθητα και εντυπωσιακά φυτά, άλλο τόσο απαιτητικό ήταν στη φροντίδα. Ήταν σύμβολο της κρυφής αγάπης, του μυστικού έρωτα, τα λευκά της πέταλα ήταν ένδειξη της αγνότητας, της αθωότητας, της σεμνότητας και της ειλικρίνειας .Η θεϊκή της φύση ήταν ολοφάνερη.
Ακουμπούσε το βάζο αντίθετα στον αέρα έτσι ώστε να απολαμβάνει το άρωμα των λευκών ανθών της. Ήταν ένα φυτό με μια τόσο γοητευτική προσωπικότητα ,που τον σαγήνευε. Η ευαισθησία της, τον έλκυε να την προστατεύσει, οι απαιτήσεις της όμως τον απωθούσαν ,ορισμένες φορές ένιωθε πως η ομορφιά και το άρωμα της δεν ήταν ικανοποιητική αμοιβή για να την φροντίζει -ίσως γιατί δεν υπήρχε λογική στο να το κάνει, δεν ήταν αυτός ο σκοπός του.
Όσο περνούσε η ώρα ,που τις κοιτούσε ,τόσο πιο σκληρό γινόταν το βλέμμα του, έσφιγγε τα σαγόνια του και ξεφυσούσε. Το άρωμα και το χρώμα της του θύμιζαν πως η αγνότητα και η ειλικρίνεια που εκπέμπει ,για τους ανθρώπους δεν είναι παρά ένα προσωπείο. Θυμόταν πως ο κόσμος του δηλητηρίαζε την αγάπη, τον έρωτα και την αθωότητα.
Για αυτό το λόγο είχε αποφασίσει να εκδικηθεί. Είχε μάθει τις αδυναμίες της κι έτσι μετά από αρκετή ώρα την ακουμπούσε σε κεντρικό σημείο -έτσι ώστε να εξατμιστεί το νερό της και να καούν τα φύλλα της, από τον ήλιο. Αυτό από τη μια ακύρωνε τη θεία υπόσταση της και από την άλλη φανέρωνε την ανθρώπινη , κι έτσι γινόντουσαν όμοιοι.
Άφηνε,λοιπόν, το βάζο εκεί μέχρι την επόμενη μέρα και έκλαιγε, έκλαιγε σαν και την πρώτη φορά, σαν παιδί.
Τις άφηνε να πνιγούν και να καούν. Η εκδίκηση του δεν ήταν έναντι του φυτού. Κάποιος θα έλεγε ότι δεν είχε δικαίωμα να γίνεται τόσο σκληρός με κάτι τόσο απροστάτευτο -αλλά σαν πως η σκληρότητα ,σε οποιαδήποτε μορφή της, έδειχνε κατανόηση στους ευάλωτους; Έτσι άφηνε τους Άλλους να νομίζουν ότι είναι όμοιος τους. Γιατί η εκδίκηση του δεν ήταν έναντι του φυτού.
Το έπνιγε και το έκαιγε για να το απελευθερώσει, γιατί η αγάπη και η ειλικρίνεια δεν είχαν θέση στην πραγματικότητα του. Όχι επειδή ήταν ευαίσθητο και εντυπωσιακό, αλλά γιατί ο κόσμος ήταν ανάξιος της ομορφιάς, Εκείνοι είχαν απορρίψει την ομορφιά και οτιδήποτε της μοιάζει. Οπότε την βοηθούσε να επιστρέψει στη μάνα της, τη Φύση και να εγκαταλείψει τους απογόνους των ανθρώπων ,τη μιζέρια, την απληστία και την αχαριστία -μέχρι να μάθουν οι άνθρωποι να την αγκαλιάζουν ή τουλάχιστον μέχρι να σταματήσουν να την πνίγουν και να την καίνε.
Κι όλα αυτά γιατί δε μπορούσαν να δεχθούν ότι η ομορφιά ως αγαθό της Φύσης πάντα θα τους ξεπερνάει παρέα με τον χρόνο.
Από μικρός είχε αντιληφθεί την αντίστροφη -σε σχέση με τους υπολοίπους- λογική του. Εκείνοι στο όνομα των θεών και για τα πιστεύω τους αφαιρούσαν ψυχή και αξιοπρέπεια, ενώ αυτός τις λύτρωνε. Έτσι τουλάχιστον προσπαθούσε να πιστεύει, για να κατευνάσει τις ενοχές που του προκαλούσε η πράξη τούτη ,πως ήταν εκδίκηση προς Αυτούς και λύτρωση για τη Θεά του -ή μάλλον καλύτερα για τον εαυτό του.
Ίσως τελικά η διαφορά που νόμιζε ότι είχε μαζί τους δεν ήταν δα και τόσο μεγάλη, ίσως και να ήταν ένας από αυτούς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου