Απαιτεί χρόνο η ψύχωση,
Κυριακές με μώλωπες
πρησμένα μάτια κρυμμένα κάτω από τις κουβέρτες.
Τα μαύρα ρούχα δεν γυρνούν στην ντουλάπα,
βάλε - βγάλε απ' την καρέκλα,
κουβάρια οι μνήμες των πεσόντων.
Μικρός υάκινθος τα χρόνια
κάτω από το τραπέζι,
ανάσες κοφτές
μέσα στα όρια της πειθαρχίας,
των δύσκολων σχεσιακών δεσμών.
Μεγάλωσα, φοβάμαι
στην απομόνωση αφήνομαι.
Μόλις αγαπιέμαι χάνομαι-
διαβάζω στις ανάσες τη νύχτα απορίες
οι άμυνες του κορμιού μπερδεύονται. Νομίζουν τους απορρίπτω,
εγώ
που τους κοιτώ κατάματα
και ξελαφρώνω.
Δεν κατανοούν, απαιτείται θάρρος
να υψώσεις το κεφάλι
ευθυγραμμίζοντας
τις πέτρινες βλεφαρίδες
προς βλέμματα πιθανόν κενά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου