Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε πριν από 79 χρόνια, στην ελληνική πρωτεύουσα δείχνοντας μόλις στην πρώτη εικοσαετία της ζωής της, ότι θα στρωθεί για εκείνη ένα κόκκινο χαλί έξω από την πόρτα της ελληνικής ποίησης. Στην ηλικία των δεκαεπτά ετών με την ενθάρρυνση του νονού της, Νίκου Καζαντζάκη, δημοσιεύει το πρώτο της ποίημα με τίτλο “Μοναξιά”.
Ξεκινάει την συγγραφική της πορεία, σε μία εποχή που τότε, οι γυναίκες ξεκίνησαν με περισσότερη σταθερότητα να φωνάζουν μέσα από την πένα τους εντός ελληνικών συνόρων. Από τότε μέχρι σήμερα, λοιπόν, βλέπουμε μία δυνατή γυναίκα ,που δε παύει να μιλά για την ευαισθησία της -όποια κι αν είναι αυτή- και χωρίς να το έχει σαν στόχο είναι από τους λίγους, αν όχι η πρώτη, που εισάγει με έντονο τρόπο μέσα στην εποχή της μεταμοντερνικότητας, την ποίηση του σώματος ή -να το θέσουμε αλλιώς για τους προχωρημένους- τον διεθνή όρο του body art με προσαρμογή σαφώς στα εγχώρια ευρύτερα και λογοτεχνικά χωράφια.
Έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με το σώμα σαν μορφή, σαν ιδέα, σαν ένα σφουγγάρι που τραβάει το κάθε συναίσθημα, ερέθισμα, συλλαβή, ματιά, μυρωδιά, άκουσμα και μετά “ξερνάει” ένα σωρό πράγματα αφήνοντας του πληγές εσωτερικές ή εξωτερικές. Αυτό συμβαίνει γιατί γεννήθηκε με μία ιδιαιτερότητα στο σώμα της, την οποία δεν κατάφερε να την ξεπεράσει, διότι η πενικιλίνη που ήταν ο “σωτήρας” της άργησε μόλις έξι μήνες να δημιουργηθεί από τη γέννηση της με αποτέλεσμα να μάθει να ζει μ' αυτή της την ιδιαιτερότητα μία ζωή με επιπτώσεις άμεσες στο σώμα της κι έμμεσες μέσω αυτής στο μυαλό της, που κατέληγαν στο “σώμα” της. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή η εμμονή της με το σώμα έχει να κάνει και με την μεγάλη της αγάπη για τον Κ.Π. Καβάφη.
Ο εσωτερικός και ο εξωτερικός της πόνος μεταμορφώθηκαν σε πηγή που ξεχείλισε δημιουργικότητα κι έμπνευση για ποίηση και δημιουργικότητα. Με το πέρασμα των χρόνων μαζί με τη θεματική του σώματος έβαλε στην οικογένεια του χαρτιού της τον έρωτα, την απώλεια και την απόρριψη. Όταν τη διαβάζει κάποιος, συναντά τα παραπάνω πολύ έντονα κι ενώ θα περιμέναμε να είναι απόμακρη, πληγωμένη και χαμένη εκείνη πραγματικά είναι από τους πιο χαμογελαστούς κι αισιόδοξους ανθρώπους, που μπορεί κανείς να συναντήσει ή να διαβάσει. Γράφει απαισιόδοξα με τόνο αισιόδοξο απροσδόκητα αρμονικά.
Έχει μάθει να ζει με τις δυσκολίες της και να προσαρμόζεται σε κάθε καινούργια. Σου εξηγεί ωμά στο έργο της την αλήθεια του να ζεις στο όνειρο της αποτυχημένης πραγματικότητας χωρίς να σου χαϊδεύει το κεφάλι με οράματα εθνικά και μαζικά ή την προσμονή του ιδανικού έρωτα. Μιλάει καθαρά για την πτώση της, τον πάτο της και γενικότερα για πράγματα τα οποία ο καθένας έχει ζήσει αλλά δεν έχει τη δύναμη να τα αποδεχτεί ή να τα παραδεχτεί. Αν την ρωτήσεις νιώθει ευλογημένη γιατί όπως λέει έζησε από μία αρρώστια που θα μπορούσε να μην είχε ζήσει, πως είχε γονείς που την αγαπούσαν πραγματικά κι έναν έρωτα έντονο. Θα σου πει πως είναι πιστή στη θρησκεία της, που της την δίδαξαν από τότε που τη θυμάται τον εαυτό της, της λογοτεχνίας και ότι δεν θέλει τίποτα άλλο, πως είναι πλήρης πλέον μετά από μεγάλες μάχες.
Διαβάζοντας την, μαθαίνεις πως δεν είσαι ο μόνος και πως όσο κι αν πονέσεις σε ψυχή και σώμα θα γυρίσεις τη σελίδα και θα διαβάσεις άλλο ποίημα και μετά άλλο ένα ποίημα και στην συνέχεια κι άλλο ώσπου να κλείσει ένα κεφάλαιο, να κάνει μία θεματική τον κύκλο της, να ξεκινήσει μία άλλη κι εν τέλει να αλλάξεις βιβλίο. Μιλάει για ένα άτομο και για το άτομο εξίσου γι' αυτό ταυτίζεσαι τόσο μαζί της. Το γιοφύρι που έχει χτίσει μεταξύ της ποίησης της και του εκάστοτε αναγνώστη της είναι πιο γερό κι από της Άρτας κι είναι κάτι το μοναδικό για έναν δημιουργό να βιώνει κάτι τέτοιο.
Από πολιτικές πεποιθήσεις όπως είχαμε μαντέψει δηλώνει στην "αριστερή πλευρά" χωρίς φανατισμούς και λέει πως ρόλο σ' αυτό έπαιξε το οικογενειακό της περιβάλλον και ο νονός της. . Αποκαλεί την αριστερά του σήμερα "κουβάρι" κι είναι γενικότερα απογοητευμένη από την κοινωνικοπολιτική εικόνα της χώρας ανησυχώντας περισσότερο για τους νέους της εποχής. Γεννημένη στα Εξάρχεια χωρίς να της αρέσει η "κολωνακιώτικη" ατμόσφαιρα Σιχαίνεται το χρήμα και η μοναδική αλήθεια για εκείνη εκτός από την στιγμή που γράφει ποίηση είναι εκείνη που καθένας στο τέλος θα τη βρει μόνος κι όταν θα μάθει να μη πληγώνει και να μη πληγώνεται.
Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Είναι διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά). Άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης έχει δημοσιεύσει σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει εκδώσει περίπου 20 ποιητικές συλλογές. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης και το 1985 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών).
Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ποιήματά της βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες σε όλο τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου