Κύριο Μένου

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

"Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι" | Γιώργος Ρήγας




  Ο Κώστας Καρυωτάκης αποτελεί έναν απ'τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεορομαντικής ποίησης.Κατά διαστήματα, γράφτηκαν πολλά για τον ποιητή και για τον άνθρωπο.Γόνος μιας συντηρητικής οικογένειας και μεγαλωμένος στη σκιά της αυστηρότητας, γεγονός που,πέρα απ'τις άλλες πηγές για τη ζωή του,το φανερώνει σε ορισμένες περιπτώσεις κι η ίδια η ποίησή του.Η συστολή,η ευαισθησία του και η εντύπωση ενός ασθενικού παιδιού που έδινε, τον έκαναν να διαφοροποιηθεί στα μάτια των κοντινών του και μη ανθρώπων.

  Πέρασε τα παιδικά του χρόνια αλλάζοντας συχνά τόπο διαμονής,καθώς ακολουθούσε μαζί με όλη την οικογένεια τον πατέρα του που,ως νομομηχανικός,γνώριζε συχνά μεταθέσεις.Έτσι,έζησε για κάποιο διάστημα στην Τρίπολη,τη Λευκάδα,τη Λάρισα,την Καλαμάτα,τα Χανιά και άλλες πόλεις.Ο πρώτος έρωτας του Καρυωτάκη για τον οποίον γνωρίζουμε είναι μια κοπέλα στην Κρήτη,η Άννα Σκορδύλη,ένας έρωτας που θα συνεχίσει να τον επηρεάζει για αρκετό καιρό.

  Το 1913 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών απ'την οποία αποφοίτησε το 1917.Μέσα,λοιπόν,στα χρόνια της εφηβείας του θ'αρχίσει να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε περιοδικά και εφημερίδες,μέχρι το 1919 που θα εκδόσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων",η οποία,ωστόσο,δεν θα γνωρίσει ιδιαίτερα θετικές κριτικές.

Άλλη μια προσπάθειά του ήταν η έκδοση του σατιρικού περιοδικού "Η Γάμπα",του οποίου το περιεχόμενο θεωρήθηκε προσβλητικό κι έτσι η κυκλοφορία του απαγορεύτηκε απ'τα πρώτα κιόλας τεύχη.

Επιχειρεί,επίσης,μαζί με τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη να γράψει μια θεατρική επιθεώρηση με τίτλο "Πελ-Μελ".Το 1920 θα διοριστεί στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης,καθώς οι προσπάθειές του να εξασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου απέτυχαν.Έπειτα από μερικές μεταθέσεις,διορίζεται το 1922 στη Νομαρχία Αττικοβοιωτίας.Τότε,μόλις είχε κυκλοφορήσει τη  δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο "Νηπενθή".

  Στη Νομαρχία,λοιπόν,θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη,η οποία θα αποτελέσει κι έναν μεγάλο σταθμό στη ζωή του.Ένας έρωτας που θα σημαδέψει τόσο τη ζωή όσο και το έργο των δύο ποιητών.
Περνούν ένα διάστημα μαζί,ωστόσο λίγο καιρό μετά ο Καρυωτάκης μαθαίνει πως πάσχει από σύφιλη και μοιράζεται το νέο με την Πολυδούρη.Τότε,εκείνη θα του ζητήσει να παντρευτούν,μια πρωτοβουλία ιδιαίτερα τολμηρή για μια γυναίκα εκείνη την εποχή,ο Καρυωτάκης όμως θα αρνηθεί,γεγονός που θα την κάνει να αποκτήσει αμφιβολίες για τα αισθήματά του.Τότε,ο Καρυωτάκης δημοσιεύει το ποίημα με τίτλο "Ωχρά Σπειροχαίτη",ομολογώντας, ουσιαστικά,την ασθένειά του:

                                        "...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη
                                           στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος,όταν
                                           γελώντας αινιγματικά,μας έδινε τα χείλη
                                           κι έβλεπε το ενδεχόμενο,την άβυσσο που ερχόταν"

Αφού χωρίσουν,ο Καρυωτάκης και η Πολυδούρη εξακολουθούν να βρίσκονται,περισσότερο ως φίλοι,να συζητούν και να αλληλογραφούν,ακόμη κι όταν η Πολυδούρη θα προσβληθεί από φυματίωση.

Στο μεταξύ,οι μεταθέσεις του Καρυωτάκη συνεχίζονταν.Μετά από μια σειρά ταξιδιών στο εξωτερικό,ο Καρυωτάκης επιστρέφει κι εκδίδει το 1927 την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο "Ελεγεία και Σάτιρες".Ακολουθούν δύο ακόμα μεταθέσεις το 1928,στην Πάτρα και την Πρέβεζα.Η τελευταία βαραίνει απελπιστικά τον Καρυωτάκη.Βρίσκεται σε μία επαρχιακή πολή,μόνος και με την πίκρα της αρρώστιας του.Η δυσκολία συνέχισης της θεραπείας του χωρίς να μαθευτεί η ασθένειά του στη μικρή κοινωνία της πόλης δεν ήταν εύκολη,αν όμως σταματούσε τη φαρμακευτική αγωγή κινδύνευε από παράλυση κι ενδεχομένως και τρέλα.Όλο αυτό το βάρος οπλίζει το χέρι του και τελικά,τη νύχτα της 27ης Ιουλίου του 1928 βουτά στη θάλασσα σκοπεύοντας να πνιγεί,χωρίς,ωστόσο,να τα καταφέρει.Το πρωί της επόμενης μέρας βγαίνει ζωντανός,επιστρέφει στο σπίτι του κι όταν ξαναβγαίνει στην πόλη κάθεται σ'ένα καφενεδάκι και γράφει το τελευταίο του σημείωμα.Ως το τέλος παραμένει σαρκαστικός:

"Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου."

Λίγο αργότερα,στρέφει ένα όπλο στην καρδιά του και πατά τη σκανδάλη.Για πολλούς,αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη πράξη ελευθερίας και αντίδρασης του Καρυωτάκη,μαζί,ίσως,με την ποίησή του.Σε κάθε περίπτωση,η ποίησή του θ'αποτελεί πάντα πηγή ενδιαφέροντος,τόσο για τους "μισημένους από θεούς κι ανθρώπους" όσο και για τους υπόλοιπους...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου